Σκληρή κριτική στις αλλαγές σε διατάξεις του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που προωθεί με νομοσχέδιο το υπουργείο Δικαιοσύνης, ασκεί η μειοψηφία του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕνΔΕ).
Ειδικότερα έξι δικαστές και συγκεκριμένα ο Εφέτης και πρώην πρόεδρος της ΕνΔΕ, Χριστόφορος Σεβαστίδης, ο Εφέτης Χαράλαμπος Σεβαστίδης, ο Πρωτοδίκης, Παντελής Μποροδήμος, ο πρόεδρος Πρωτοδικών, Μιχάλης Τσέφας, ο πρωτοδίκης, Ιωάννης Ασπρογέρακας και η Ειρηνοδίκης Έφη Κώστα, εκφράζουν την αντίθεση τους στις αλλαγές που προωθεί το υπουργείο Δικαιοσύνης.
Όπως υπογραμμίζεται «το νομοσχέδιο που έρχεται στην διαβούλευση είναι χαρακτηριστικό δείγμα αντιεπιστημονικού κειμένου που υπόκειται μόνο στην ανάγκη επικοινωνιακής πολιτικής», ενώ χαρακτηρίζουν ως «θνησιγενείς» τις αλλαγές οι οποίες μάλιστα δεν «δεν αποτελούν προϊόν ωρίμανσης μιας εξελικτικής διαδικασίας ούτε υπόκεινται στον ορθό λόγο».
Διαβάστε αναλυτικά:
Το νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης για τις «παρεμβάσεις» στους Ποινικούς Κώδικες δίνει την ευκαιρία μιας αποτίμησης των βασικών νομοθετικών αλλαγών που επιχειρούνται αλλά και μιας γενικότερης θεώρησης του τρόπου με τον οποίο η Πολιτεία νομοθετεί. Ο Ι.Μανωλεδάκης θεωρούσε «όχι φυσιολογική αλλά παθολογική την διαπλοκή του ποινικού δικαίου με την πολιτική αφού μεταφέρει το ποινικό δίκαιο από το χώρο αναζήτησης του κοινού καλού… στο χώρο των ιδιοτελών στόχων των πολιτικών ομάδων..» (στο δίκαιο και ιδεολογία, σελ. 182). Και εάν ως ένα βαθμό θα μπορούσε να ειπωθεί ότι είναι αντιληπτός ο τρόπος αλληλεπίδρασης μεταξύ της πολιτικής εξουσίας και του ποινικού δικαίου, με το δεύτερο να αποτελεί αντικαθρέπτισμα συγκεκριμένων πολιτικών αξιολογήσεων (η τιμωρητική πολιτική απέναντι στην φιλελεύθερη-εγγυητική), ωστόσο οι βασικοί κανόνες που διαμόρφωναν τις νομοθετικές αλλαγές είχαν προσδιοριστεί αποκλειστικά από την νομική επιστήμη. Στη χώρα μας πλέον η επιστήμη έχει παραμεριστεί για χάρη ενός λαϊκού εντυπωσιασμού. Το νομοσχέδιο που έρχεται στην διαβούλευση είναι χαρακτηριστικό δείγμα αντιεπιστημονικού κειμένου που υπόκειται μόνο στην ανάγκη επικοινωνιακής πολιτικής. Και μόνο το γεγονός ότι γίνονται τέτοιες βαθιές αλλαγές σε δύο βασικά νομοθετήματα χωρίς να υπάρχει νομοπαρασκευαστική επιτροπή, χωρίς την σύμπραξη νομικών επιστημόνων, παρά μόνο από τους τεχνοκράτες υπαλλήλους και συνεργάτες του Υπουργείου, φανερώνει την επιστημονική ένδεια. Οι αλλαγές στους Κώδικες δεν αποτελούν προϊόν ωρίμανσης μιας εξελικτικής διαδικασίας ούτε υπόκεινται στον ορθό λόγο. Γι’ αυτό είναι και θνησιγενείς. Αντικαθίστανται από νέες διατάξεις σε σύντομο χρόνο ανάλογα με την πολιτική συγκυρία και την ειδησεογραφία. Οι συχνές και εκτεταμένες αλλαγές δημιουργούν ανασφάλεια δικαίου στους πολίτες και μια δαιδαλώδη νομολογιακή πραγματικότητα. Σκοπός των νομοθετικών αλλαγών δεν είναι να βελτιώσουν την ποιότητα της ζωής των πολιτών αλλά να τους εντυπωσιάσουν. Τέτοιες είναι και οι αλλαγές που προωθούνται. Και όσο στην Ελλάδα η ποινική επιστήμη αντιμετωπίζεται ως περιττό βάρος, όσο οι νομοθετικές αλλαγές στους ποινικούς κώδικες γίνονται με όρους επικοινωνιακής πολιτικής, τόσο οι πολίτες θα βλέπουν την αντινομία μεταξύ πολιτικών εξαγγελιών και πραγματικότητας ως ένα ανεξήγητο φαινόμενο που ωστόσο είναι πολύ εύκολα εξηγήσιμο. Τα στατιστικά δεδομένα της ΕΛ.ΑΣ. αποδεικνύουν ότι η αυστηροποίηση της ποινικής νομοθεσίας το 2021, όχι μόνο δεν επέφερε μείωση της εγκληματικότητας, αλλά αύξησή της. Οι κοινωνικές αιτίες διαμόρφωσης μιας κατάστασης και η επιλογή του λιγότερου κόστους για τις κρατικές υπηρεσίες, εξισορροπούνται εύκολα με μια βαρύγδουπη εξαγγελία αυστηροποίησης της ποινικής νομοθεσίας.
Κλείνουμε πάλι με τις σκέψεις του μεγάλου μας δασκάλου που απευθύνονται στους συναδέλφους δικαστές: «κατ’ επέκταση αυτή η παθολογική διαπλοκή ποινικού δικαίου και πολιτικής μεταφέρει και τον δικαστή από τον χώρο του διαιτητή των κοινωνικών συγκρούσεων όπου λειτουργικά τοποθετείται από την έννομη τάξη και μάλιστα κατά την φιλελεύθερη εγγυητική λειτουργία του στον χώρο της κομματικής διαμάχης καθιστώντας τον έτσι μοχλό στο πολιτικό παιχνίδι».
Ακολουθεί ειδική αναφορά σε συγκεκριμένες νομοθετικές επιλογές και μια πρώτη κριτική των ίδιων αλλά και των επιχειρημάτων που επιστρατεύτηκαν για να τις δικαιολογήσουν.
Αύξηση του ανωτάτου ορίου της πρόσκαιρης κάθειρξης από 15 σε 20 έτη.
Με το άρθρο 6 ΣχΝ τροποποιείται το άρθρο 52 παρ. 2 ΠΚ και αυξάνεται το ανώτατο όριο της πρόσκαιρης κάθειρξης από τα 15 στα 20 έτη. Κατά την Αιτιολογική Έκθεση του ΣχΝ με την νέα αυτή ρύθμιση επιδιώκεται «να προσδώσει στο δικαστήριο ευρύτερο πεδίο επιβολής ποινής πρόσκαιρης κάθειρξης, στις περιπτώσεις εκείνες των σοβαρών κακουργημάτων μείζονος ποινικής και κοινωνικής απαξίας με προβλεπόμενη ποινή κάθειρξης, όπου το δικαστήριο με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία κρίνει πως το υφιστάμενο πλαίσιο ποινής (μέχρι 15 έτη) σε συνδυασμό με τη βαρύτητα και την κοινωνική επικινδυνότητα της πράξης αλλά και τις ευεργετικές διατάξεις της υφ’ όρον απόλυσης δεν επαρκούν για την εξυπηρέτηση των αρχών της γενικής και ειδικής πρόληψης και του σωφρονιστικού χαρακτήρα της ποινής».
Πέρα από την άστοχη επίκληση του θεσμού της υφ’ όρον απόλυσης για την δικαιολόγηση της αύξησης των ορίων της πρόσκαιρης κάθειρξης, εκείνο που φαίνεται να επιδιώκεται με την τροποποίηση αυτή, όπως εξάλλου έχει δηλώσει και ο αρμόδιος υπουργός, είναι «να μπει τέλος στο αίσθημα ατιμωρησίας που φαίνεται να υπάρχει στην κοινωνία». Με άλλα λόγια υπονοείται ότι οι απειλούμενες ποινές πρόσκαιρης κάθειρξης είναι χαμηλές και για την πάταξη της βαριάς εγκληματικότητας επιβάλλεται η αύξηση των ορίων τους.
Η πραγματικότητα, όμως, είναι διαφορετική. Από το 2019 μέχρι και σήμερα με διαδοχικές παρεμβάσεις στον νέο ΠΚ αυξήθηκαν οι απειλούμενες ποινές πολλών εγκλημάτων. Τελευταία σημαντική παρέμβαση στον ΠΚ ήταν στο τέλος του 2021 με την ψήφιση του Ν. 4855/2021. Ωστόσο, από τα επίσημα στατιστικά της ΕΛ.ΑΣ. προκύπτει ότι το 2021 (πριν την αύξηση των ποινών) είχαν βεβαιωθεί 191.224 εγκλήματα, ενώ το 2022 (μετά την αύξηση των ποινών) βεβαιώθηκαν 241.549 εγκλήματα, δηλ. η εγκληματικότητα αυξήθηκε σε ποσοστό που ξεπερνά το 25%. Ειδικά ως προς την βαριά εγκληματικότητα (κακουργήματα) διαπιστώνεται από τα ίδια στατιστικά στοιχεία ότι το 2021 είχαν βεβαιωθεί 8.561 κακουργήματα και το 2022 βεβαιώθηκαν 10.202 κακουργήματα, αύξηση που ξεπερνά το 20%. Μάλιστα, η ίδια αύξηση αυτή παρατηρείται σε όλες τις κατηγορίες εγκλημάτων, ακόμα και στα εγκλήματα για τα οποία ο Ν. 4855/2021 προέβλεψε αυξημένα όρια ποινών. Είναι, εξάλλου, χαρακτηριστικό ότι ενώ το 2021 αυξήθηκαν τα όρια ποινής για το κακούργημα του εμπρησμού και του εμπρησμού σε δάση, το καλοκαίρι του 2023 εκδηλώθηκαν οι μεγαλύτερες και πιο καταστροφικές πυρκαγιές των τελευταίων ετών, οι περισσότερες από τις οποίες αποδόθηκαν σε εμπρησμό. Ο μύθος της πάταξης της εγκληματικότητας μέσω της αύξησης των ποινών υποκρύπτει αδυναμία ή έλλειψη βούλησης για αντιμετώπιση των πραγματικών αιτίων της αύξησης της εγκληματικότητας, αλλά και για στελέχωση των αρμόδιων υπηρεσιών, προσφέρεται δε τελικά μόνο για πολιτική διαχείριση του ζητήματος της ασφάλειας.
Πέρα από τις πιο πάνω παρατηρήσεις, η αύξηση των ορίων πρόσκαιρης κάθειρξης εδραιώνει την Ελλάδα στην τελευταία θέση, ως προς την αυστηρότητα των ποινών, μεταξύ όλων των ευρωπαϊκών κρατών, αυξάνοντας δραματικά την απόσταση από το αμέσως επόμενο κράτος. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Έκθεση του Συμβουλίου της Ευρώπης για το 2015, όταν τα όρια ποινών ήταν αυτά στα οποία το ΣχΝ επαναφέρει τον ΠΚ, διαπιστώνει ότι στην Ελλάδα το 47,8% των ποινών είναι μεταξύ 10 και 20 ετών, σε σύγκριση με το 11,80% του μέσου όρου όλων των υπόλοιπων ευρωπαϊκών κρατών, ενώ οι ποινές ισόβιας κάθειρξης αποτελούν στην Ελλάδα το 13,10%, έναντι του 1,70% του μέσου όρου των λοιπών ευρωπαϊκών κρατών. Η σύγκριση με τα ευρωπαϊκά κράτη δεν μπορεί να γίνεται επιλεκτικά· πρέπει να είναι συνολική και να αφορά ιδίως εκείνους τους θεσμούς και τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν ένα κράτος ως κράτος δικαίου και αποδεικνύουν τον νομικό πολιτισμό του. Δυστυχώς με το ΣχΝ δεν γίνεται καμία προσπάθεια σύγκλισης με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη, αλλά οδηγούμαστε με μαθηματική ακρίβεια σε απομόνωση και περιθωριοποίηση, η οποία μάλιστα έχει αποτυπωθεί σε δικαστικές αποφάσεις πολλών ευρωπαϊκών κρατών, με την άρνηση εκτέλεσης ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης λόγω της διαπίστωσης των συστημικών προβλημάτων και ιδίως της δραματικής κατάστασης στις ελληνικές φυλακές.
Δυνατότητα τιμώρησης της απόπειρας με την ποινή του ολοκληρωμένου εγκλήματος και της «απλής» συνέργειας με την ποινή του αυτουργού.
Α) Με το άρθρο 4 ΣχΝ τροποποιείται το άρθρο 42 παρ. 1 ΠΚ, επαναφέροντας την πρόβλεψη του προϊσχύσαντος ΠΚ/1950 για δυνατότητα επιβολής από το δικαστήριο της ποινής του ολοκληρωμένου εγκλήματος και επί απόπειρας, εφόσον κρίνεται ότι η μειωμένη ποινή «δεν επαρκεί για να αποτρέψει τον υπαίτιο από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων». Επαναφέρεται μία διάταξη που ήδη υπό τον προϊσχύσαντα ΠΚ/1950, ιδίως μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001, είχε θεωρηθεί αντισυνταγματική, καθώς η αυξημένη ποινή για την απόπειρα δεν ανταποκρίνεται σε αυξημένο άδικο ή ενοχή, αλλά συνδέεται αποκλειστικά με προγνωστικές και εξαιρετικά επισφαλείς κρίσεις.
Για τη δικαιολόγηση της επιλογής αυτής η Αιτιολογική Έκθεση του ΣχΝ αναφέρει αρχικά ότι επιχειρείται «να αμβλυνθούν αδιέξοδα που η δικαστηριακή πρακτική έχει αναδείξει τόσο με την ποινική αντιμετώπιση περιπτώσεων εν αποπείρα εγκλημάτων σκληρής εγκληματικότητας με ποινική και κοινωνική απαξία εφάμιλλη του τετελεσμένου εγκλήματος». Οι σκέψεις βρίσκονται σε εντελώς λάθος βάση, αφού πάντοτε η απόπειρα τέλεσης ενός εγκλήματος συνιστά πάντοτε μία μικρότερης έντασης προσβολή για το έννομο αγαθό σε σχέση με το ολοκληρωμένο έγκλημα· όσο σκληρό και αν είναι το μη ολοκληρωμένο έγκλημα, το άδικο της πράξης υπολείπεται εκείνου του ολοκληρωμένου εγκλήματος.
Αλλά και η δεύτερη σκέψη που συνοδεύει την προτεινόμενη τροποποίηση δεν φαίνεται να δικαιολογεί την νέα ρύθμιση. Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι με την αλλαγή αυτή επιχειρείται «να αντιμετωπιστεί οριζόντια και αποτελεσματικά η αμφιλεγόμενη νομολογιακή αντιμετώπιση περιπτώσεων που συμπαρασύρει η παγιωμένη και άκαμπτη στην ισχύουσα διάταξη ποινική αντιμετώπιση της απόπειρας αποκλειστικά με μειωμένη ποινή (λ.χ. περιπτώσεις εξακολούθησης ή παράτασης προσωρινής κράτησης)». Με άλλα λόγια η πρόθεση για αύξηση των ορίων προσωρινής κράτησης (από 12 σε 18 μήνες) υποδεικνύει το ύψος της απειλούμενης ποινής! Ωστόσο, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά: τα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού είναι συνάρτηση της βαρύτητας του εγκλήματος, η οποία με τη σειρά της καθορίζεται από το άδικο της πράξης.
Β) Με το άρθρο 5 ΣχΝ τροποποιείται το άρθρο 47 ΠΚ, με την προσθήκη εδ. γ΄, επαναφέροντας την πρόβλεψη του προϊσχύσαντος ΠΚ/1950 για δυνατότητα επιβολής από το δικαστήριο της ποινής του φυσικού αυτουργού και επί «απλής» συνέργειας, εφόσον κρίνεται ότι η μειωμένη ποινή «δεν επαρκεί για να αποτρέψει τον υπαίτιο από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων».
Για τη δικαιολόγηση της επιλογής αυτής η Αιτιολογική Έκθεση του ΣχΝ αναφέρει αρχικά ότι επιχειρείται «να αμβλυνθούν αδιέξοδα που η δικαστηριακή πρακτική έχει αναδείξει σε σχέση με την ποινική αντιμετώπιση περιπτώσεων συνέργειας επί εγκλημάτων βαριάς εγκληματικότητας με ποινική και κοινωνική απαξία εφάμιλλη της πράξης του φυσικού αυτουργού, όπως λόγου χάρη ο συνεργός που φωτίζει το χρηματοκιβώτιο επικουρώντας τον διαρρήκτη κατά την εκτέλεση της πράξης, χωρίς ωστόσο να θέτει το κλοπιμαίο στη διάθεση του αυτουργού, προκειμένου να δύναται να τιμωρηθεί με την ποινή που προβλέπεται για την ολοκληρωμένη πράξη, ως διακεκριμένος (άμεσος) συνεργός». Το παράδειγμα που χρησιμοποιείται από την Αιτιολογική Έκθεση εμπίπτει και σήμερα στις περιπτώσεις του εδ. β΄ του άρθρου 47 ΠΚ και μπορεί να χαρακτηριστεί ως άμεση συνέργεια. Η δικαιολόγηση, λοιπόν, της νέας ρύθμισης με τη χρήση ενός παραδείγματος, που και σήμερα μπορεί να τιμωρηθεί με την ποινή του φυσικού αυτουργού, φανερώνει αφενός ότι δεν μπορεί να αποτυπωθεί με πειστικά επιχειρήματα πράξη «απλού» συνεργού με ιδιαίτερη απαξία και βαρύτητα, εξομοιούμενη με την πράξη του φυσικού αυτουργού αφετέρου ότι πραγματική πρόθεση των συντακτών του ΣχΝ είναι η επέκταση της δυνατότητας επιβολής της ποινής του φυσικού αυτουργού και στον «απλό» συνεργό.
Αλλά και η δεύτερη σκέψη που συνοδεύει την προτεινόμενη τροποποίηση δεν φαίνεται να δικαιολογεί την νέα ρύθμιση. Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι με την αλλαγή αυτή επιχειρείται «να αντιμετωπιστεί οριζόντια και αποτελεσματικά η αμφιλεγόμενη νομολογιακή αντιμετώπιση περιπτώσεων που συμπαρασύρει η παγιωμένη στην ισχύουσα διάταξη ποινική αντιμετώπιση της συνέργειας αποκλειστικά με μειωμένη ποινή (λ.χ. περιπτώσεις εξακολούθησης ή παράτασης προσωρινής κράτησης)». Και εδώ, λοιπόν, η πρόθεση για αύξηση των ορίων προσωρινής κράτησης (από 12 σε 18 μήνες) υποδεικνύει το ύψος της απειλούμενης ποινής! Ωστόσο, όπως ήδη αναφέρθηκε τα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού είναι συνάρτηση της βαρύτητας του εγκλήματος, η οποία με τη σειρά της καθορίζεται από το άδικο της πράξης.
Γ) Οι προτεινόμενες αυτές αλλαγές στα άρθρα 42 και 47 ΠΚ συνιστούν αναμφίβολα μια οπισθοδρόμηση και παράλληλα αποκαλύπτουν λογικές ιδιότυπης επαναφοράς του θεσμού της προφυλάκισης (καθώς η κράτηση στα πλαίσια της προδικασίας αντιμετωπίζεται ως υποκατάστατο της ποινής), με μοναδικό σκοπό τον κατευνασμό της κοινής γνώμης. Το πρόβλημα της συμπλήρωσης των ορίων προσωρινής κράτησης πριν την εκδίκαση της υπόθεσης σε πρώτο βαθμό, που όχι σπάνια παρατηρείται στην δικαστηριακή πρακτική, δεν συνδέεται με την πρόβλεψη (από το ίδιο το Σύνταγμα) μικρών χρονικών ορίων διάρκειας της προσωρινής κράτησης ούτε πολύ περισσότερο με την απειλή μικρών ποινών. Και σε κάθε περίπτωση δεν επιτρέπεται η απειλούμενη για κάθε έγκλημα ποινή να αποτελέσει το όχημα για την επιβολή προσωρινής κράτησης, αφού αυτή έχει δικονομικό χαρακτήρα, συνδέεται αποκλειστικά με το άδικο της συγκεκριμένης πράξης και πρέπει να σέβεται την συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας.
Απαγόρευση διπλής μείωσης σε περίπτωση συρροής περισσότερων λόγων.
Με το άρθρο 15 ΣχΝ τροποποιείται το άρθρο 85 ΠΚ, επαναφέροντας το καθεστώς του προϊσχύσαντος ΠΚ/1950 σε σχέση με τα όρια της απειλούμενης ποινής σε περίπτωση συρροής περισσότερων λόγων μείωσης. Έτσι, με την προτεινόμενη ρύθμιση μείωση της ποινής αναγνωρίζεται μία μόνο φορά, ακόμα και αν συντρέχουν περισσότεροι λόγοι, από τους οποίους ο ένας αφορά το άδικο και ο άλλος την ποινή. Η ισχύουσα ρύθμιση του άρθρου 85 ΠΚ, τηρώντας το μέτρο της αναλογικότητας, αναγνωρίζει τη δυνατότητα και δεύτερης μείωσης, με την επισήμανση ότι η δεύτερη μείωση επιδρά μειωτικά μόνο στο κατώτατο όριο της απειλούμενης ποινής, ενώ το ανώτατο παραμένει αμετάβλητο. Με το άρθρο 85 ΠΚ, όπως ισχύει, αναγνωρίζεται ένα ευρύτερο πλαίσιο ποινής, μέσα στο οποίο ο δικαστής μπορεί να προχωρήσει στην επιμέτρηση. Η προτεινόμενη ρύθμιση του ΣχΝ είναι εξόχως προβληματική: πρωτίστως δεν σέβεται την αρχή της αναλογικότητας, ιδίως σε όσες περιπτώσεις ο ένας λόγος μείωσης της ποινής αφορά το άδικο και ο άλλος την ποινή· δείχνει μία έντονη δυσπιστία στα δικαστήρια, αφού δεν αφήνει περιθώρια επιλογής της κατάλληλης για τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο ποινής, μέσα από ένα ευρύτερο πλαίσιο, το οποίο όπως ήδη αναφέρθηκε δεν αφορά το ανώτατο, αλλά το κατώτατο απειλούμενο πλαίσιο ποινής.
Και μία τελευταία παρατήρηση σε σχέση με την επιχειρούμενη αλλαγή: Οι συντάκτες του ΣχΝ φαίνεται να αγνοούν ή να μην λαμβάνουν σοβαρά υπόψη την τελευταία εκφρασθείσα θέση του Αρείου Πάγου, που δέχθηκε με δύο αποφάσεις ότι και υπό τον προϊσχύσαντα ΠΚ/1950, παρά το γράμμα του νόμου, ήταν επιτρεπτή η διπλή μείωση της ποινής, όταν υπάρχει συνδρομή δύο λόγων μείωσης, ο ένας από τους οποίους αφορά το άδικο (π.χ. απόπειρα) και ο άλλος στην ποινή (βλ. ΑΠ 1223/2019, ΠοινΧρ (Ο/2020), 29, ΠοινΔικ (2020), 195, ΠραξΛογΠΔ (2019), 513, ΝοΒ (68/2020), 807, ΑΠ 1166/2019, ΠοινΧρ (Ο/2020), 599). Με την επαναφορά της διάταξης του άρθρου 85 ΠΚ στην μορφή που είχε πριν το 2019 και υπό την τελευταία θέση της νομολογίας του Αρείου Πάγου εκείνο που θα συμβεί είναι σε αυτές τις περιπτώσεις να εφαρμόζεται η διπλή μείωση και μάλιστα όχι μόνο ως προς το κατώτερο, αλλά και ως προς το ανώτερο όριο της απειλούμενης ποινής.
Αποκλεισμός ανασταλτικού αποτελέσματος έφεσης σε ορισμένα εγκλήματα.
Με το άρθρο 28 ΣχΝ τροποποιείται το άρθρο 187 παρ. 6 ΠΚ, το οποίο προβλέπει σήμερα την απαγόρευση χορήγησης ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση σε περίπτωση καταδίκης για οποιοδήποτε έγκλημα του άρθρου αυτού (εγκληματική οργάνωση). Είναι γνωστό ότι από τον Μάρτιο του 2022, όταν προστέθηκε η παρ. 6 στο άρθρο 187 ΠΚ, οι δικηγόροι απέχουν από την εκδίκαση των εγκλημάτων του άρθρου 187 ΠΚ, ζητώντας την κατάργηση της (ούτως ή άλλως ανεφάρμοστης) διάταξης. Είναι επίσης γνωστό ότι δικαστήρια της ουσίας αρνούνται να εφαρμόσουν την διάταξη αυτή, κρίνοντάς την αντίθετη στην αρχή της αναλογικότητας και λόγω προσβολής του τεκμηρίου αθωότητας.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο οι συντάκτες του ΣχΝ προχώρησαν σε μερική τροποποίηση της διάταξης αυτής, εμμένοντας στη διατήρησή της για τις περιπτώσεις των εγκλημάτων των παρ. 1 και 2 του άρθρου 187 ΠΚ, που στην πραγματικότητα αποτέλεσαν και τον κύριο λόγο των κινητοποιήσεων των δικηγόρων.
Την ίδια στιγμή που ο αρμόδιος υπουργός εξαγγέλλει μέτρα επιτάχυνσης της ποινικής διαδικασίας και πάταξης της εγκληματικότητας, προβληματικές διατάξεις, όπως αυτή του άρθρου 187 παρ. 6 ΠΚ, διατηρούνται σε ισχύ, με αποτέλεσμα εκατοντάδες υποθέσεις βαριάς εγκληματικότητας (εγκληματικές οργανώσεις) να βρίσκονται σε εκκρεμότητα.
Κρίνεται αναγκαία η άμεση κατάργηση της διάταξης του άρθρου 187 παρ. 6 ΠΚ, τουλάχιστον κατά το μέρος που αφορά στην απαγόρευση χορήγησης ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση. Παράλληλα, για τους ίδιους λόγους πρέπει να καταργηθούν και οι αντίστοιχες διατάξεις των άρθρων 41ΣΤ παρ. 8 Ν. 2725/1999 (όπως αυτή επαναδιατυπώθηκε με το άρθρο 4 παρ. 7 Ν. 4908/2022) και 30 παρ. 8 Ν. 4251/2014 (όπως επαναδιατυπώθηκε με το άρθρο 25 παρ. 8 Ν. 5038/2023, με χρόνο έναρξης την 1.1.2024 βάσει του άρθρου 179 παρ. 1 Ν. 5038/2023).
Καθ’ ύλη αρμοδιότητα μονομελούς και τριμελούς εφετείου, καθώς και μονομελούς και τριμελούς πλημμελειοδικείου- Κατάργηση πενταμελούς εφετείου.
Με το άρθρο 59 ΣχΝ τροποποιείται το άρθρο 110 ΚΠΔ μεταφέροντας σημαντική ύλη στην αρμοδιότητα του μονομελούς εφετείου. Συγκεκριμένα, μετά την αύξηση της ύλης του δικαστηρίου αυτού, που έγινε με το άρθρο 107 Ν. 4855/2021, προστίθενται σ’ αυτήν και τα κακουργήματα του Ν. 2121/1993 (περί πνευματικής ιδιοκτησίας, συγγενικών δικαιωμάτων και πολιτιστικών θεμάτων), του άρθρου 52 Ν. 4022/2011 (τυχερά παίγνια), του Ν. 4987/2022 (φοροδιαφυγή, κ.λ.π.), του Ν. 2960/2001 (Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας) και του Ν. 4830/2021 (για την ευζωία των ζώων συντροφιάς). Παράλληλα, για πρώτη φορά ανατίθεται στο μονομελές εφετείο η εκδίκαση των πλημμελημάτων προσώπων ιδιάζουσας δωσιδικίας (με την αδικαιολόγητη διατήρηση μεταξύ των προσώπων αυτών και των δημάρχων και περιφερειαρχών, παρά το ότι τα πρόσωπα αυτά δεν εντάσσονται στα πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας επί κακουργηματικών υποθέσεων κατά το άρθρο 111 αριθ. 6 ΚΠΔ, όπως προτείνεται με το ίδιο ΣχΝ να τροποποιηθεί) και καθιερώνεται και ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο για την εκδίκαση των εφέσεων κατά αποφάσεων του τριμελούς πλημμελειοδικείου.
Με το άρθρο 60 ΣχΝ μεταφέρονται στην αρμοδιότητα του τριμελούς εφετείου τα κοινώς επικίνδυνα κακουργήματα, που μέχρι σήμερα υπάγονται στην αρμοδιότητα του ΜΟΔ, από την αρμοδιότητα του οποίου αφαιρούνται συλλήβδην και όλα τα κακουργήματα των ειδικών ποινικών νόμων, που δεν υπάγονται στην αρμοδιότητα του μονομελούς εφετείου. Παράλληλα, για πρώτη φορά καθιερώνεται, για ορισμένα πρόσωπα, ιδιάζουσα δωσιδικία και επί κακουργημάτων. Τέλος, καταργείται το πενταμελές εφετείο (με ανάλογες προσαρμογές και στα άρθρα 7, 8 και 9 ΚΠΔ, με τα άρθρα 49, 50 και 51 ΣχΝ αντίστοιχα) και προβλέπεται ότι οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των τριμελών εφετείων θα εκδικάζονται από το ίδιο δικαστήριο (τριμελές εφετείο) με συμμετοχή προέδρου εφετών, αρχαιότερου από εκείνον που δίκασε σε πρώτο βαθμό.
Με το άρθρο 61 ΣχΝ τροποποιείται το άρθρο 115 ΚΠΔ και πλέον αναγνωρίζεται στο μονομελές πλημμελειοδικείο γενική αρμοδιότητα εκδίκασης όλων των πλημμελημάτων, εκτός από εκείνα που υπάγονται στην αρμοδιότητα του ΜΟΔ, των δικαστηρίων ανηλίκων, καθώς και των πλημμελημάτων σχετικών με την υπηρεσία (του 12ου Κεφαλαίου του Ειδικού Μέρους του ΠΚ) και της ανθρωποκτονίας από αμέλεια (άρθρο 302 ΠΚ), που παραμένουν στην αρμοδιότητα του τριμελούς πλημμελειοδικείου.
Για τις αλλαγές αυτές, που συρρικνώνουν τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου, δοκιμάζουν επικίνδυνα την συνταγματική πρόβλεψη για την λειτουργία και την αρμοδιότητα του ΜΟΔ και αδιαφορούν για τις διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας μας για εκδίκαση των εφέσεων από «ανώτερο δικαστήριο», πρέπει να γίνουν οι ακόλουθες επισημάνσεις:
1) Ανεπίτρεπτος περιορισμός της συνταγματικής αποστολής του ΜΟΔ. Το άρθρο 97 παρ. 1 Συντ. προβλέπει γενική αρμοδιότητα του ΜΟΔ για την εκδίκαση όλων των κακουργημάτων, καθιερώνοντας σχετικό τεκμήριο αρμοδιότητας του ΜΟΔ, ενώ η παρ. 2 του ίδιου άρθρου δίνει τη δυνατότητα στον κοινό νομοθέτη να υπαχθούν στην αρμοδιότητα των εφετείων ορισμένα κακουργήματα. Ο κοινός νομοθέτης με κατάχρηση της τελευταίας αυτής δυνατότητας υπήγαγες την πλειοψηφία των κακουργημάτων στα μονομελή και τριμελή εφετεία, διευρύνοντας υπερβολικά την αρμοδιότητά τους σε βάρος των μικτών ορκωτών δικαστηρίων. Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις του ΣχΝ μεταφέρονται συλλήβδην όλα τα κακουργήματα των ειδικών ποινικών νόμων στην αρμοδιότητα του τριμελούς εφετείου, με αποτέλεσμα πλέον η συνταγματική αποστολή του ΜΟΔ να περιορίζεται ανεπίτρεπτα.
2) Άστοχη και επικίνδυνη η μεταφορά αρμοδιότητας από τα τριμελή στα μονομελή δικαστήρια. Η ενίσχυση των μονομελών συνθέσεων (μονομελών εφετείων και πλημμελειοδικείων), με μεταφορά ύλης από τα αντίστοιχα τριμελή δικαστήρια, γίνεται ουσιαστικά αφενός με την επίκληση της ανάγκης για επίσπευση εκδίκασης των υποθέσεων αφετέρου με το επιχείρημα της αποδεικτικής απλότητας των συγκεκριμένων υποθέσεων. Ως προς το πρώτο επιχείρημα (που κατά την γνώμη μας ούτως ή άλλως δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να δικαιολογήσει την συρρίκνωση βασικών υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου και τον περιορισμό των εγγυήσεων για ορθοκρισία, ολόπλευρη και σε βάθος έρευνα των υποθέσεων και εν τέλει για μία δίκαιη δίκη) πρέπει να παρατηρηθεί ότι η επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας στο ακροατήριο θα μπορούσε να τεθεί στη βάση λειτουργίας περισσότερων μονομελών συνθέσεων σε σχέση με τις τριμελείς συνθέσεις που λειτουργούν σήμερα. Ωστόσο, αυτό θα απαιτούσε διπλασιασμό των αιθουσών, των εισαγγελέων και των γραμματέων, που υπό τις συνθήκες που επικρατούν είναι αδύνατο. Συνεπώς, το αποτέλεσμα της αλλαγής στην κατανομή της ύλης μεταξύ των μονομελών και τριμελών συνθέσεων θα είναι αποκλειστικά η συρρίκνωση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων των κατηγορουμένων, για την οποία θα γίνει λόγος στη συνέχεια. Το επιχείρημα της αποδεικτικής απλότητας των υποθέσεων, που οδήγησε το 2012 στην ίδρυση των μονομελών εφετείων, είναι κατά βάση αυθαίρετο και δεν επιβεβαιώνεται στην πράξη. Αντίθετα, το γεγονός ότι αυτές υποθέσεις (και υπό το νέο ΣχΝ αυτό θα ισχύει πλέον για την συντριπτική πλειοψηφία των σοβαρών εγκλημάτων) δεν έχουν υποστεί τον έλεγχο του δικαστικού συμβουλίου, καθιστά δυσχερέστερη την εκδίκασή τους από μονομελείς συνθέσεις. Αξίζει εδώ να τονιστεί ότι μονομελή δικαστήρια για την εκδίκαση κακουργηματικών υποθέσεων δεν λειτουργούν σε καμία χώρα της Ευρώπης με μοναδική εξαίρεση την Μάλτα. Οι κοινές αξίες, που υποτίθεται ότι μοιράζονται τα κράτη μέλη της ΕΕ και αποτελούν την βάση για την συνεργασία στον χώρο του ποινικού δικαίου, αφορούν πρωτίστως τον σεβασμό στα δικαιώματα του κατηγορουμένου, αλλά και τις εγγυήσεις ορθοκρισίας, που συνδέονται άμεσα με την συγκρότηση των δικαστηρίων. Πέρα από τις πιο πάνω επιφυλάξεις, ειδικά για το μονομελές πλημμελειοδικείο, στο οποίο αναγνωρίζεται πλέον γενική αρμοδιότητα εκδίκασης των πλημμελημάτων με τις ελάχιστες εξαιρέσεις που προαναφέρθηκαν, δεν λαμβάνεται υπόψη ότι αρκετά κακουργήματα του προϊσχύσαντος ΠΚ/1950 μετατράπηκαν σε πλημμελήματα, αλλά και ότι υπό τις προτεινόμενες μεταβολές στον ΠΚ πολλές ποινές φυλάκισης θα οδηγούν τον καταδικασθέντα στην φυλακή. Παράλληλα, η περιορισμένη συμμετοχή των πρωτοδικών σε πολυμελείς ποινικές συνθέσεις, ιδίως στα πρώτα χρόνια της σταδιοδρομίας τους, στερεί από αυτούς την εμπειρία των διασκέψεων και της ανταλλαγής απόψεων με εμπειρότερους συναδέλφους, που στην πράξη έχει αποδειχθεί ως το σημαντικότερο εφόδιο για την επιστημονική και επαγγελματική του εξέλιξη.
3) Συρρίκνωση υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Η επιλογή των μονομελών συνθέσεων, με αυτονόητα λιγότερα εχέγγυα ορθοκρισίας σε σχέση με τις πολυμελείς συνθέσεις, θα οδηγήσει αυτόματα σε συρρίκνωση βασικών υπερασπιστικών δικαιωμάτων των κατηγορουμένων, τα οποία επιτείνονται και από άλλες ρυθμίσεις του ΣχΝ, όπως α) η προαιρετική πλέον διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης πριν την κίνηση της ποινικής δίωξης για πλημμελήματα, που θα έχει ως περαιτέρω αποτέλεσμα την αδυναμία έγκαιρης προβολής των ισχυρισμών του κατηγορουμένου και την άκριτη παραπομπή σε δίκη με δικογραφίες που σε πολλές περιπτώσεις θα είναι ελλιπείς, β) η αύξηση των ορίων του εκκλητού, που θα οδηγεί σε έκδοση τελεσίδικων καταδικαστικών αποφάσεων από μονομελείς συνθέσεις, καθώς ενώ η μεταφορά ύλης από το τριμελές στο μονομελές δικαστήριο θα δικαιολογούσε μείωση του ορίου του εκκλητού, το άρθρο 79 ΣχΝ, τροποποιώντας το άρθρο 489 ΚΠΔ, προβλέπει ότι σε έφεση υπόκεινται οι αποφάσεις του μονομελούς πλημμελειοδικείου που επιβάλλουν ποινή φυλάκισης πάνω από 5 μήνες, τη στιγμή που σήμερα το όριο εκκλητού για τις αποφάσεις του τριμελούς πλημμελειοδικείου είναι οι 4 μήνες, ενώ οι αποφάσεις του μονομελούς εφετείου (όπως και του τριμελούς εφετείου) θα υπόκεινται σε έφεση μόνο όταν επιβάλλουν ποινή στερητική της ελευθερίας τουλάχιστον 3 ετών, τη στιγμή που σήμερα το όριο εκκλητού για τις ίδιες αυτές αποφάσεις είναι τα 2 έτη, γ) η κατάργηση ουσιαστικά του δικαιώματος του κατηγορουμένου για άσκηση προσφυγής κατά της απευθείας κλήσης για πλημμέλημα, αφού, όπως ήδη αναφέρθηκε, η αρμοδιότητα του τριμελούς πλημμελειοδικείου είναι εξαιρετικά περιορισμένη και το άρθρο 322 ΚΠΔ εξακολουθεί να προβλέπει το δικαίωμα άσκησης προσφυγής μόνο για πλημμελήματα αρμοδιότητας τριμελούς πλημμελειοδικείου, το οποίο σε κάθε περίπτωση στραγγαλίζεται με την πρόβλεψη σχεδόν τριπλάσιου παραβόλου 350,00 ευρώ, έναντι 150,00 ευρώ που προβλέπεται σήμερα.
4) Παραβίαση των διεθνών δεσμεύσεων της χώρας μας για εκδίκαση της έφεσης από «ανώτερο δικαστήριο». Το άρθρο 14 παρ. 5 ΔΣΑΠΔ, που κυρώθηκε από τη χώρα μας με τον Ν. 2462/1997, ορίζει ότι «κάθε πρόσωπο που κρίνεται ένοχο για παράβαση έχει δικαίωμα η απόφαση περί ενοχής και καταδίκης του να εξεταστεί από ανώτερο δικαστήριο», ενώ και το άρθρο 2 παρ. 1 του 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε από τη χώρα μας με τον Ν. 1705/1987, ορίζει ότι «κάθε πρόσωπο που καταδικάστηκε για αξιόποινη πράξη από δικαστήριο, έχει το δικαίωμα της επανεξέτασης από ανώτερο δικαστήριο της απόφασης με την οποία κηρύχθηκε ένοχος ή της απόφασης με την οποία του επιβλήθηκε ποινή». Αυτές οι υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις προβλέπουν ρητά ότι το δικαστήριο του ενδίκου μέσου (της έφεσης, με την οποία επανακρίνεται επί της ουσίας η υπόθεση) πρέπει να είναι ανώτερο εκείνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πρωτόδικη απόφαση. Αν και η ακριβής έννοια του «ανώτερου δικαστηρίου» δεν απασχόλησε την νομολογία του ΕΔΔΑ, προφανώς διότι κανένα κράτος δεν διανοήθηκε να προβλέψει ότι οι εφέσεις θα εκδικάζονται από ισόβαθμο ή κατώτερο δικαστήριο, παγίως γίνεται δεκτό στη θεωρία ότι η συγκρότηση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου είναι σύμφωνη με τις πιο πάνω προβλέψεις, όταν αυτό συγκροτείται είτε από ανώτερους κατά βαθμό δικαστές και πάντως σε αριθμό τουλάχιστον ίσο με εκείνο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου είτε από περισσότερους (έστω και ομοιόβαθμούς) σε αριθμό δικαστές (βλ. προς αυτή την κατεύθυνση Ν.Ανδρουλάκη, θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, γ΄ έκδ. (2007), αριθ. 352, σελ. 241, τον ίδιο, ο δεύτερος βαθμός δικαιοδοσίας επί των κακουργημάτων, ΠοινΧρ (ΚΒ/1972), σελ. 417 επ., Α.Καρρά, ποινικό δικονομικό δίκαιο, 6η έκδ. (2019), σελ. 817, Λ.Μαργαρίτη, ένδικα μέσα στον Νέο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, 2022, σελ. 27-28, τον ίδιο, ο νέος ΚΠΔ (επιμέλεια Λ.Μαργαρίτη), 2020, εισαγωγικές παρατηρήσεις στα άρθρα 462-524, αριθ. 16, σελ. 24). Το ΣχΝ δεν σέβεται την αρχή της δίκαιης δίκης, ειδικότερη έκφραση της οποίας είναι και η εκδίκαση των ποινικών υποθέσεων σε δεύτερο βαθμό από ανώτερο δικαστήριο, καθώς οι πρωτόδικες αποφάσεις του τριμελούς πλημμελειοδικείου θα εκδικάζονται από το μονομελές εφετείο (δηλ. από δικαστήριο με μικρότερο αριθμό δικαστών σε σχέση με το πρωτοβάθμιο), ενώ το πρόβλημα γίνεται εντονότερο στις αποφάσεις του τριμελούς εφετείου, οι οποίες θα εκδικάζονται από το ίδιο δικαστήριο. Πρέπει να επισημανθεί ότι μόνη η πρόβλεψη για συμμετοχή αρχαιότερου προέδρου στη σύνθεση του τριμελούς εφετείου που θα δικάζει ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δεν αρκεί για να μετατρέψει το ισόβαθμο σε σχέση με το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε ανώτερο, ενόψει και του ότι τα δύο άλλα μέλη του δικαστηρίου, πλην του προέδρου, μπορεί να είναι ακόμα και νεότερα από εκείνα που δίκασαν σε πρώτο βαθμό. Εξάλλου, η προτεινόμενη διάταξη χαρακτηρίζεται από αοριστία σε σχέση με την έννοια του «αρχαιότερου προέδρου εφετών», καθώς δεν αποσαφηνίζεται σε ποιο χρόνο και με ποια κριτήρια θα ελέγχεται η αρχαιότητα των δικαστών. Ο πρόεδρος εφετών που θα κληθεί να δικάσει στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο πρέπει να είναι αρχαιότερος εκείνου που δίκασε σε πρώτο βαθμό κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ή κατά τον χρόνο εκδίκασης της έφεσης (οπότε είναι πολύ πιθανόν να έχει συνταξιοδοτηθεί ή να έχει προαχθεί στον Άρειο Πάγο); Αν πάλι μπορεί ένας πρόεδρος εφετών ή και εφέτης, που κατά τον χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης σε πρώτο βαθμό ήταν κατώτερος εκείνου που δίκασε σε πρώτο βαθμό, μπορεί να θεωρηθεί ανώτερος του τελευταίου, με ποια κριτήρια θα ελεγχθεί αυτό, π.χ. με βάση τα χρόνια υπηρεσίας στον ίδιο βαθμό ή με βάση τα συνολικά χρόνια υπηρεσίας ως δικαστή; Τέτοιες ασάφειες και αοριστίες σε σχέση με ένα τόσο σημαντικό ζήτημα δείχνουν προχειρότητα, αλλά και εκθέτουν την ποινική διαδικασία σε ακυρότητες που τελικά θα επιφέρουν επιβράδυνση της διαδικασίας στο ακροατήριο.
Περάτωση κύριας ανάκρισης με απευθείας κλήση.
Το άρθρο 71 ΣχΝ τροποποιεί το άρθρο 309 ΚΠΔ, προς την κατεύθυνση διεύρυνσης των περιπτώσεων στις οποίες η κύρια ανάκριση περατώνεται με απευθείας κλήση, με αντίστοιχη συρρίκνωση της δικαιοδοσίας των δικαστικών συμβουλίων.
Ο νέος ΚΠΔ καθιέρωσε ως κανόνα την περάτωση της κύριας ανάκρισης και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο με βούλευμα του συμβουλίου πλημμελειοδικών, περιορίζοντας τις περιπτώσεις απευθείας κλήσης του κατηγορουμένου. Το ΣχΝ αντιστρέφει τον κανόνα (είναι χαρακτηριστικό ότι πλέον στη διατύπωση του άρθρου 309 παρ. 1 ΚΠΔ προτείνεται η απάλειψη της διευκρίνισης ότι η εφαρμογή της διάταξης αυτής γίνεται μόνο «κατ’ εξαίρεση»), καθώς πλέον σε όλα τα κακουργήματα των ειδικών ποινικών νόμων, καθώς και σε εκείνα του 13ου και 14ου Κεφαλαίου του Ειδικού Μέρους του ΠΚ και των άρθρων 374 και 380 ΠΚ η παραπομπή του κατηγορουμένου, μετά την περάτωση της κύριας ανάκρισης, θα γίνεται με απευθείας κλήση στο ακροατήριο. Μάλιστα, γίνεται και η διευκρίνιση ότι η σύντομη αυτή διαδικασία περάτωσης της κύριας ανάκρισης και παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο εφαρμόζεται αναλογικά και σε περίπτωση διεξαγωγής της κύριας ανάκρισης σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 ΚΠΔ, δηλ. όταν η ανάκριση διενεργείται από εφέτη ανακριτή μετά από απόφαση της ολομέλειας του οικείου εφετείου.
Για τη δικαιολόγηση της ρύθμισης αυτής η Αιτιολογική Έκθεση του ΣχΝ αναφέρει ότι «κρίθηκε σκόπιμη, προκειμένου, … να αποσυμφορήσει περαιτέρω την ποινική δίκη, από τη χρονοβόρα διαδικασία των δικαστικών συμβουλίων που δεσμεύει πολυμελείς δικαστικές συνθέσεις να κρίνουν σε πολυσέλιδα βουλεύματα που αναλύουν ακροθιγώς τα πραγματικά περιστατικά και σταθμίζουν τις ενδείξεις υπέρ της παραπομπή των κατηγορουμένων στην ακροαματική διαδικασία προκαταλαμβάνοντας ίσως με μία «προαπόφαση» και τη δικαιοδοτική κρίση του δικαστηρίου. Η δοκιμασμένη στην πράξη διαδικασία του παρόντος άρθρου, … έχει αποδώσει και έχει συμβάλλει ουσιωδώς στην επιτάχυνση της διαδικασίας χωρίς να παραβλάπτει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ή τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου. Είναι γνωστό, πως η πολύμηνη παραμονή των δικογραφιών στην ενδιάμεση διαδικασία των δικαστικών συμβουλίων, έχει γενικά επιφέρει αρνητικές συνέπειες στην οικονομία της ποινικής δίκης και στη συντομότερη δυνατή εισαγωγή της υπόθεσης στην ακροαματική διαδικασία, αλλά και ειδικά στις περιπτώσεις υποθέσεων με κίνδυνο παραγραφής ή προσωρινά κρατούμενους που εγγίζουν τα μέγιστα όρια της προσωρινής κράτησης. Περαιτέρω, έχει διαπιστωθεί πως συμπιέζει τις προθεσμίες και συχνά οδηγεί τον χειριζόμενο ανακριτή, συνυπολογίζοντας και το χρονικό διάστημα παραμονής της υπόθεσης στο δικαστικό συμβούλιου (που συχνά είναι πολύμηνο λόγω του όγκου των υποθέσεων), στην ταχύτερη δυνατή περαίωσή της, χωρίς την εξάντληση των ανακριτικών ενεργειών, με ό,τι τούτο συνεπάγεται».
Πριν τοποθετηθούμε επί των προτεινόμενων αυτών αλλαγών πρέπει εξαρχής να διευκρινιστεί ότι η αποτελεσματικότητα της ποινικής δικαιοσύνης προϋποθέτει ταχύτητα, η οποία όμως σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να μετατρέψει την ποινική διαδικασία σε μία βιαστική και διεκπεραιωτική διαδικασία. Λέγεται ορθά ότι καθυστέρηση της διαδικασίας «υπάρχει κάθε φορά που διατίθεται γι’ αυτήν περισσότερος χρόνος από αυτόν που απαιτείται κατ’ ανάγκη από το ποινικό σύστημα, λαμβανομένων υπόψη όλων των δικονομικών, συνταγματικών και άλλων δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, του θύματος και των μαρτύρων» (βλ. ενδ. Ν.Ανδρουλάκη, επιτάχυνση της προδικασίας στην ποινική δίκη – με κάθε κόστος; ΠοινΧρ (ΞΑ/2011), σελ. 162). Έτσι, εκείνο που πράγματι συνιστά καθυστέρηση είναι τα νεκρά διαστήματα μεταξύ δύο διαδικαστικών πράξεων ή διαδικαστικών σταδίων, όταν μία υπόθεση βρίσκεται σε αδράνεια χωρίς να εξυπηρετείται κάποιος δικονομικό σκοπός. Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι και το άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, που κατοχυρώνει και ρυθμίζει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, δεν κάνει λόγο για σύντομη εκδίκαση των υποθέσεων, αλλά και εκδίκαση «εντός λογικής προθεσμίας». Η αδυναμία αντιμετώπισης των πραγματικών αιτίων της καθυστέρησης στην ποινική διαδικασία, με περιορισμό των νεκρών διαστημάτων που την παρατείνουν αδικαιολόγητα, οδηγεί στην εύκολη λύση του ανεπίτρεπτου περιορισμού των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου και διαμορφώνει μία διαδικασία που πολύ απέχει από το να χαρακτηριστεί δίκαιη και συμβατή με τις διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας μας. Αυτή είναι η λογική που διαπνέει την το ΣχΝ. Σε σχέση με την ρύθμιση αυτή και τα σαθρά, στερούμενα επιστημονικής σοβαρότητας, επιχειρήματα που την συνοδεύουν, πρέπει να γίνουν οι ακόλουθες παρατηρήσεις:
1) Το επιχείρημα του (δήθεν) επηρεασμού της κρίσης του δικαστηρίου από την έκδοση αιτιολογημένου βουλεύματος. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι η Αιτιολογική Έκθεση του ΣχΝ επικαλείται ως βασικό επιχείρημα για την συρρίκνωση της αρμοδιότητας του δικαστικού συμβουλίου την προκατάληψη της δικαιοδοτικής κρίσης του δικαστηρίου από την έκδοση βουλεύματος, το οποίο θεωρεί ως «προαπόφαση». Υιοθετείται, έτσι, πρόταση που είχε τεθεί δημόσια από εκπροσώπους της εισαγγελικής αρχής αμέσως μετά την ψήφιση του νέου ΚΠΔ, αλλά απορρίφθηκε από την νομοπαρασκευαστική επιτροπή, υπό την προεδρεία του καθηγητή Λάμπρου Μαργαρίτη. Οι φόβοι για επηρεασμό της κρίσης του δικαστηρίου από την έκδοση αιτιολογημένου βουλεύματος φαίνονται υπερβολικοί· όπως κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την αδέσμευτη και ανεπηρέαστη κρίση των δικαστών του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου από την προηγηθείσα απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, έτσι και η έκδοση του βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επηρεάζει το αμερόληπτο της κρίσης των δικαστών που μετέχουν στη σύνθεση του δικαστηρίου και που κατά κανόνα είναι ανώτεροι σε βαθμό από τα μέλη του δικαστικού συμβουλίου που αποφάσισε την παραπομπή. Αξίζει εδώ να αναφερθεί ότι και όσοι θεωρητικοί προτείνουν αλλαγές σε σχέση με τον τρόπο λειτουργίας των δικαστικών συμβουλίων, όχι μόνο δεν προτείνουν την κατάργηση της ενδιάμεσης διαδικασίας, αλλά αντίθετα, αναγνωρίζοντας ότι «καμία άλλη αρχή δεν παρέχει περισσότερα εχέγγυα από όσα το δικαστικό συμβούλιο για το ότι ο κατηγορούμενος δεν πρόκειται να υποβληθεί άδικα και αναίτια στη δοκιμασία του ακροατηρίου», προτείνουν λύσεις βελτίωσης (βλ. εντελώς ενδεικτικά και τις σκέψεις του καθηγητή Ν.Ανδρουλάκη, θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, γ΄ έκδ (2007), αριθ. 166, σελ. 123). Είναι χαρακτηριστικό του προσχηματικού τρόπου χρησιμοποίησης αυτού του, στερούμενου επιστημονικής σοβαρότητας, επιχειρήματος προς την κατεύθυνση συρρίκνωσης της αρμοδιότητας του δικαστικού συμβουλίου, ότι ο τρόπος παραπομπής με βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου διατηρείται, έστω και σε περιορισμένη έκταση· αν πράγματι υπήρχε κίνδυνος επηρεασμού του δικαστηρίου από το βούλευμα του συμβουλίου, τότε θα έπρεπε να οδηγηθούμε στην λύση της συνολικής κατάργησης των δικαστικών συμβουλίων.
2) Ο εγγυητικός ρόλος των δικαστικών συμβουλίων και η συμβολή τους στην επιτάχυνση της διαδικασίας. Το δεύτερο επιχείρημα, που χρησιμοποιείται από την Αιτιολογική Έκθεση του ΣχΝ για την συρρίκνωση της αρμοδιότητας των δικαστικών συμβουλίων, είναι η αποσυμφόρηση της ποινικής δίκης από τη χρονοβόρα διαδικασία των δικαστικών συμβουλίων, με ταυτόχρονη αναφορά στην δοκιμασμένη διαδικασία της απευθείας κλήσης που (δήθεν) συμβάλλει στην επιτάχυνση χωρίς να παραβλάπτονται τα δικαιώματα του κατηγορουμένου.
Και τα δύο αυτά επιχειρήματα βασίζονται σε μία ατεκμηρίωτη εμπειρική παρακολούθηση της ποινικής διαδικασίας, που όμως απέχει πολύ από την πραγματική εικόνα και την αποδοτικότητα των δικαστικών συμβουλίων. Πριν εξαχθούν τα τελικά συμπεράσματα για τον εγγυητικό ρόλο των δικαστικών συμβουλίων παραθέτουμε ορισμένα χαρακτηριστικά στατιστικά στοιχεία για το έργο που παράγεται από τα δικαστικά συμβούλια, αλλά και τον τρόπο εφαρμογής στην πράξη της διαδικασίας απευθείας κλήσης κατ’ άρθρο 309 ΚΠΔ (αναλυτική παρουσίαση των στατιστικών αυτών δεδομένων βλ. και σε Χ.Σεβαστίδη, η συμβολή της ενδιάμεσης διαδικασίας στην επιτάχυνση της ποινικής δίκης και ο εγγυητικός της ρόλος, ΝοΒ (69/2021), σελ. 250 επ.): i) επί 1.951 βουλευμάτων, που εκδόθηκαν από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών κατά την περίοδο από 1.1.2019 έως 31.12.2019, παραπεμπτικά ήταν τα 901 (ποσοστό 46,18%), απαλλακτικά τα 643 (ποσοστό 32,96%), παύοντα την δίωξη 215 (ποσοστό 11,02%) και τα λοιπά, στα οποία περιλαμβάνονται αυτά που κηρύσσουν απαράδεκτη την ποινική δίωξη ή διατάσσουν περαιτέρω κύρια ανάκριση ή αποχή από την έκδοση βουλεύματος, ήταν 192 (ποσοστό 9,84%), ii) επί 1.424 βουλευμάτων, που εκδόθηκαν από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών κατά την περίοδο από 1.1.2020 έως 31.12.2020, παραπεμπτικά ήταν τα 614 (ποσοστό 43,12%), απαλλακτικά τα 440 (ποσοστό 30,90%), παύοντα την δίωξη 184 (ποσοστό 12,92%) και τα λοιπά, στα οποία περιλαμβάνονται αυτά που κηρύσσουν απαράδεκτη την ποινική δίωξη ή διατάσσουν περαιτέρω κύρια ανάκριση ή αποχή από την έκδοση βουλεύματος, ήταν 186 (ποσοστό 13,06%), iii) επί 221 βουλευμάτων, που εκδόθηκαν από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης κατά την περίοδο από 1.1.2019 έως 31.12.2019, παραπεμπτικά ήταν τα 127 (ποσοστό 57,47%), απαλλακτικά τα 84 (ποσοστό 38,00%) και παύοντα την δίωξη 10 (ποσοστό 4,53%), iv) επί 240 βουλευμάτων, που εκδόθηκαν από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης κατά την περίοδο από 1.1.2020 έως 31.12.2020, παραπεμπτικά ήταν τα 117 (ποσοστό 48,75%), απαλλακτικά τα 90 (ποσοστό 37,50%) και παύοντα την δίωξη 33 (ποσοστό 13,75%), v) αριθμός εισαγγελέων που υποβάλλουν προτάσεις επί της ουσίας στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών κατά τα πιο πάνω έτη 74, με μέσο όρο χρέωσης 25 δικογραφίες, vi) αριθμός εισαγγελέων που υποβάλλουν προτάσεις επί της ουσίας στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης κατά τα πιο πάνω έτη 35, με μέσο όρο χρέωσης 7 δικογραφίες, vii) στο Εφετείο Αθηνών κατά την περίοδο από 1.1.2019 έως 31.12.2019 υποβλήθηκαν από τον αρμόδιο εισαγγελέα 1.508 υποθέσεις για απευθείας παραπομπή (κατ’ άρθρο 309 ΚΠΔ) και διατυπώθηκε διαφωνία του προέδρου εφετών σε μόλις 3, viii) στο Εφετείο Αθηνών κατά την περίοδο από 1.1.2020 έως 31.12.2020 υποβλήθηκαν από τον αρμόδιο εισαγγελέα 1.639 υποθέσεις για απευθείας παραπομπή (κατ’ άρθρο 309 ΚΠΔ) και διατυπώθηκε διαφωνία του προέδρου εφετών σε μόλις 3, ix) κατά την ίδια περίοδο διατυπωνόταν κρίση του εισαγγελέα εφετών περί μη συνδρομής των προϋποθέσεων απευθείας εισαγωγής στο ακροατήριο περίπου σε 60 υποθέσεις κατ’ έτος.
Η οργάνωση της ενδιάμεσης διαδικασίας στον νέο ΚΠΔ διασφαλίζει μία ισορροπία ανάμεσα στην απαίτηση για ταχεία εκδίκαση των υποθέσεων και στην ανάγκη για εγγύηση και προστασία των δικαιωμάτων των διαδίκων και ιδίως του κατηγορουμένου. Η παρεμβολή του δικαστικού συμβουλίου, μετά την περάτωση της κύριας ανάκρισης και πριν το στάδιο της διαδικασίας στο ακροατήριο, εγγυάται την ολοκληρωμένη έρευνα της υπόθεσης, την πρόληψη ακυροτήτων και την επίλυση δυσχερών νομικών και ουσιαστικών ζητημάτων σε ένα πρώιμο στάδιο, προετοιμάζοντας καλύτερα την εκδίκαση της υπόθεσης στο ακροατήριο και περιορίζοντας τον χρόνο που θα αφιερώσει το δικαστήριο, επιταχύνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο τον ρυθμό απονομής της δικαιοσύνης. Με βάση τα πιο πάνω στατιστικά στοιχεία, ποσοστό 50% των υποθέσεων που εισάγονται στα δικαστικά συμβούλια καταλήγει σε «απαλλακτική» κρίση, κάτι που επιδρά ευεργετικά από κάθε άποψη: προστατεύει τους πολίτες από την ταλαιπωρία και τη μείωση της προσωπικότητάς τους, μειώνει στο μισό τον αριθμό των υποθέσεων που εισάγονται στο ακροατήριο, επιταχύνοντας τον ρυθμό εκδίκασης των υποθέσεων που εμφανίζονται να έχουν ένα άξιο λόγου αντικείμενο μετά την ολοκλήρωση της ανάκρισης και τελικά διασφαλίζει το κύρος και την αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης.
Μπορεί εύκολα να γίνει αντιληπτό ότι η συρρίκνωση της αρμοδιότητας των δικαστικών συμβουλίων θα έχει ως αποτέλεσμα την υπέρμετρη επιβάρυνση (με σχεδόν διπλάσιες υποθέσεις) της διαδικασίας στο ακροατήριο και παράλληλα την υπέρμετρη επιβάρυνση της θέσης του κατηγορουμένου. Η επικαλούμενη στην Αιτιολογική Έκθεση του ΣχΝ εγγυητική παρεμβολή του προέδρου εφετών στη διαδικασία του άρθρου 309 ΚΠΔ δεν φαίνεται να επιβεβαιώνεται από την πρακτική εφαρμογή του θεσμού, αλλά αντίθετα επαληθεύονται οι εκτιμήσεις για μία απλή τυπική διαδικασία χωρίς ουσιαστικό (προστατευτικό-εγγυητικό) περιεχόμενο.
3) Η ένταξη με το ΣχΝ στη διαδικασία παραπομπής στο ακροατήριο με απευθείας κλήση των εγκλημάτων του 14ου Κεφαλαίου του Ειδικού Μέρους του ΠΚ (εγκλήματα κατά συγκοινωνιών, τηλεπικοινωνιών και άλλων κοινωφελών εγκαταστάσεων) και η ταυτόχρονη διευκρίνιση ότι η διαδικασία αυτή εφαρμόζεται και όταν η ανάκριση έχει ανατεθεί σε εφέτη ανακριτή, φέρνει στο προσκήνιο την διαδικαστική πορεία της υπόθεσης αναζήτησης ποινικών ευθυνών για το δυστύχημα των Τεμπών. Μία τόσο σοβαρή υπόθεση, με πολλούς κατηγορούμενους, με ποινικές ευθύνες που συνδέονται με την κατανόηση του τρόπου λειτουργίας των σιδηροδρόμων και των συστημάτων ασφαλείας, με την ανάγκη για εκτίμηση εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης και τεχνικών εκθέσεων να είναι αυτονόητη, είναι ανεπίτρεπτο να οδηγηθεί στο ακροατήριο χωρίς ουσιαστική και σε βάθος επεξεργασία των αποδεικτικών μέσων που συγκεντρώθηκαν στην προδικασία, που θα αναδείξει την ύπαρξη και το μέγεθος της ευθύνης καθενός των κατηγορουμένων.
Περιορισμός του δικαιώματος του κατηγορουμένου να εξετάζει στο ακροατήριο τους μάρτυρες κατηγορίας- Ανάγνωση στο ακροατήριο μαρτυρικών καταθέσεων αστυνομικών και ανακριτικών υπαλλήλων που δόθηκαν στην προδικασία- Περιορισμός των εξεταστέων μαρτύρων στην δευτεροβάθμια δίκη.
Με το άρθρο 63 ΣχΝ προστίθεται νέα παρ. 5 στο άρθρο 215 ΚΠΔ, που ορίζει ότι «αστυνομικοί και λοιποί προανακριτικοί υπάλληλοι που έχουν καταθέσει στην προδικασία δεν καλούνται στο ακροατήριο αλλά αναγιγνώσκονται οι καταθέσεις τους. Ο εισαγγελέας και το δικαστήριο μπορούν κατ’ εξαίρεση να παραγγείλουν την κλήτευσή τους, αν η εξέτασή τους στο ακροατήριο είναι αναγκαία για την ασφαλή διάγνωση της κατηγορίας». Για την δικαιολόγηση της ρύθμισης αυτής η Αιτιολογική Έκθεση του ΣχΝ αναφέρει ότι «η προσθήκη της παρ. 5 κρίθηκε επιβεβλημένη και θεωρείται πως θα συμβάλλει τόσο στην επιτάχυνση της ποινικής δίκης που συνίσταται στη συντομότερη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας και στην αποφυγή αναβολών οφειλόμενων στην απουσία μαρτύρων, όσο και στην αποφυγή της υποστελέχωσης υπηρεσιών μέσω της άσκοπης και δαπανηρής για το δημόσιο, μετακίνησης αστυνομικών ή άλλων προανακριτικών υπαλλήλων, που έχουν ήδη καταθέσεις ενόρκως κατά την προδικασία για ζητήματα που άπτονται της εκκρεμούς κατηγορίας και στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, δεν έχουν να εισφέρουν αποδεικτικά, τίποτα το επιπρόσθετο. Για τις εξαιρετικές περιπτώσεις που ο εισαγγελέας ή το δικαστήριο κρίνουν πως η εξέτασή τους στο ακροατήριο είναι αναγκαία για την ασφαλή διάγνωση της αλήθειας, η διάταξη επιφυλάσσει τη δυνατότητα κλήτευσής τους».
Περαιτέρω, το άρθρο 81 ΣχΝ τροποποιεί το άρθρο 500 ΚΠΔ, προβλέποντας πλέον ότι στη δευτεροβάθμια δίκη η κλήτευση μαρτύρων είναι προαιρετική, δίνοντας το δικαίωμα στον αρμόδιο εισαγγελέα να μην κλητεύσει μάρτυρες, αν κρίνει ότι η υπόθεση μπορεί να εκδικαστεί με μόνη την ανάγνωση των καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν στον πρώτο βαθμό. Για την δικαιολόγηση της προτεινόμενης αυτής ρύθμισης η Αιτιολογική Έκθεση του ΣχΝ αναφέρει ότι η τροποποίηση αυτή «αποσκοπεί στην επιτάχυνση της αποδεικτικής διαδικασίας μέσω της αποφυγής δικονομικά και αποδεικτικά άσκοπης επαναληψιμότητας στη δευτεροβάθμια δίκη, λήψης καταθέσεων μαρτύρων που έχουν ήδη εξετασθεί ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και ουδέν άλλον έχουν να συνεισφέρουν στην εξακρίβωση της ουσιαστικής αλήθειας».
Το άρθρο 6 παρ. 3 περ. δ΄ ΕΣΔΑ κατοχυρώνει, μεταξύ άλλων, το υπερασπιστικό δικαίωμα του κατηγορουμένου να εξετάζει τους μάρτυρες κατηγορίας. Το ΕΔΔΑ ερμηνεύοντας τη διάταξη αυτή διατυπώνει τον γενικό κανόνα ότι η αυτοπρόσωπη παρουσία του μάρτυρα στην ακροαματική διαδικασία διασφαλίζει τη διεξαγωγή μιας δίκαιης δίκης, καθώς δίνεται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο όχι μόνο να θέτει απευθείας ερωτήσεις, αλλά και να αμφισβητεί με δηλώσεις ή παρατηρήσεις το περιεχόμενο των μαρτυρικών καταθέσεων (βλ. ενδ. ΕΔΔΑ Keskin κατά Ολλανδίας της 19.1.2021 (αριθ. προσφυγής 2205/16), η οποία έκρινε αδικαιολόγητη την άρνηση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου να διατάξει την εμφάνιση των μαρτύρων κατηγορία στο ακροατήριο για να εξεταστούν από τον κατηγορούμενο, ο οποίος καταδικάστηκε σε πρώτο βαθμό ερήμην). Με τα ίδια κριτήρια ελέγχει και το ΔΕΕ την δικαιότητα της διαδικασίας, υπό το πρίσμα του σεβασμού του τεκμηρίου αθωότητας (βλ. ενδ. ΔΕΕ της 8.12.2022 (HYA, IP, DD, ZI, SS, υπόθεση C-348/21), ΠοινΔικ (2023), 102). Με βάση την νομολογία τόσο του ΕΔΔΑ όσο και του ΔΕΕ υπάρχει μη συμβατός με το άρθρο 6 παρ. 3 περ. δ΄ ΕΣΔΑ περιορισμός των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, όταν η καταδίκη του στηρίζεται αποκλειστικά ή σε καθοριστικό βαθμό επί ανέλεγκτων μαρτυρικών καταθέσεων, δηλ. επί καταθέσεων μαρτύρων, τους οποίους ο κατηγορούμενος δεν είχε τη δυνατότητα κατά το στάδιο της προδικασίας ή της συζήτησης στο ακροατήριο να εξετάσει και παράλληλα δεν υπάρχουν αντισταθμιστικά μέτρα ελέγχου της αξιοπιστίας της μαρτυρικής κατάθεσης.
Με την προτεινόμενη ρύθμιση περιορίζεται το δικαίωμα των διαδίκων και ιδίως του κατηγορουμένου να εξετάζει στο ακροατήριο τους μάρτυρες κατηγορίας και μάλιστα τόσο στον πρώτο όσο και στον δεύτερο βαθμό. Σημειώνεται εδώ ότι οι αστυνομικοί και οι ανακριτικοί υπάλληλοι, όταν καλούνται να εξεταστούν στο ακροατήριο, αποτελούν κατά κανόνα τους πιο σημαντικούς μάρτυρες, με συνολική γνώση της υπόθεσης είτε λόγω των ερευνών που προσωπικά πραγματοποίησαν είτε λόγω της χρονικά εγγύτερης επαφής τους με τον τόπο και τις συνθήκες διάπραξης του εγκλήματος. Έτσι, όμως, παραβιάζονται θεμελιώδη υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου, κατοχυρωμένα από την ΕΣΔΑ, εκθέτοντας την χώρα