Η μπάντα από το Μέριλαντ προσέφερε ένα τίμιο σετ στους πιστούς της οπαδούς που κατηφόρισαν στην Πλατεία Νερού, αποδεικνύοντας πως πρόκειται για έναν ζωντανό μουσικό οργανισμό, ταγμένο να στηρίζει έμπρακτα το ενεργό δισκογραφικό παρόν του.
Γράφουν οι: Μαρία Βουτυριάδου, Γιάννης Πούλλος
«Θα πάμε Clutch;» ήταν η ερώτηση που άκουγες στα πηγαδάκια των fans τις προηγούμενες μέρες του φεστιβάλ, μια ερώτηση ρητορική, καθώς όσοι ακολουθούν το γκρουβάτο blues rock των Αμερικανών ξέρουν πως δεν τίθεται θέμα απουσίας από κάθε επίσκεψή τους επί ελληνικού εδάφους. Δυστυχώς η ανελέητη εργασιακή καθημερινότητα δεν μας επέτρεψε να έχουμε εικόνα για τους Whereswilder και τους Godsleep, όμως όσοι τους είδαν είχαν μόνο καλά λόγια να πουν για την εμφάνιση των δύο ελληνικών σχημάτων, που άνοιξαν την πέμπτη μέρα του Release Athens 2019.
Οταν φτάσαμε οι Planet Of Zeus ορμούσαν στη σκηνή με άνεση και αέρα… headliner και για τα επόμενα 45 λεπτά έστειλαν το heavy rock τους να ακουστεί σε κάθε γωνιά του χώρου. Τα The Great Dandolos και τα κλασικά Them Nights και Loyal To The Pack ήταν ίσως οι καλύτερες στιγμές μιας εμφάνισης, στην οποία οι Planet of Zeus μας έδωσαν και ένα δείγμα γραφής (Revolution Cookbook) από το «Faith in Physics» που θα κυκλοφορήσει τον Σεπτέμβριο.
Αμέσως μετά, οι Black Rebel Motorcycle Club (BRMC) μας πρόσφεραν το laid-back rock ’n’ roll τους χωρίς εκπτώσεις έχοντας – και αυτοί – ως σύμμαχο έναν πολύ καλό ήχο. Τα Teenage Disease και Ain’t No Easy Way συνάντησαν τη μεγαλύτερη ανταπόκριση, ενώ τραγούδια σαν το υποτονικότερο Rifles έδωσαν μια ξεχωριστή, σκοτεινή χροιά στο ταξίδι που μας χάρισαν μέσα από την αμερικανική easy-listening μουσική του «παντού και πάντα». Προσωπικά θα προτιμούσα κάτι πιο δυνατό και μουσικά πιο κοντινό στις ρίζες των καταιγιστικών Clutch, αλλά από την άλλη υπάρχουν κι εκείνοι που θα σπεύσουν να πουν πως προτιμούν κάτι πιο… ευκολόπιοτο λίγο πριν τους headliners.
Επειτα από τη μισάωρη διακοπή που μεσολάβησε για τη διευθέτηση των τελευταίων πινελιών προτού οι Neil, Tim, Dan και Jean-Paul εμφανιστούν επί σκηνής, το ρολόι σήμανε πέντε λεπτά μετά τις 23.00. Τα φώτα χαμήλωσαν για να υποδεχτούμε τους αγαπημένους Clutch, οι οποίοι, χωρίς πολλά λόγια, ανέλαβαν αμέσως δράση υπό τους ήχους του Gimme The Keys, κατευθείαν από τη φαρέτρα του τελευταίου τους άλμπουμ «Book Of Bad Decisions». Το διψασμένο για το «βρόμικο» blues rock κοινό των Αμερικανών αποδείχτηκε έτοιμο για το ξέφρενο πάρτι που μόλις είχε ξεκινήσει, γεγονός που αναγνωρίστηκε από τον «ιεροκήρυκα» Neil Fallon σε κάθε δυνατή ευκαιρία: από τον εναρκτήριο χαιρετισμό του «Αθήνα, ας ξεκινήσουμε το πάρτι» μέχρι τα διάσπαρτα «ευχαριστώ πολύ» σε σπαστά ελληνικά μεταξύ των κομματιών, αλλά και την πιο χειροπιαστή δήλωση «ξέρω, η προφορά μου είναι φριχτή, αλλά η καρδιά μου είναι στο σωστό μέρος – είστε φανταστικοί ως συνήθως» λίγο πριν από το τέλος του κανονικού σετ, ο μπροστάρης της ξεσηκωτικής τετράδας της καρδιάς μας υπήρξε ομιλητικότερος απ’ ό,τι συνηθίζει, υπογραμμίζοντας με αυτό τον τρόπο τη μοναδική σχέση των Clutch με τους Ελληνες οπαδούς τους.
Εχοντας την ευκαιρία να απολαμβάνω τους Clutch live για σχεδόν δυο δεκαετίες, εξακολουθώ να πιστεύω πως πρόκειται μια μπάντα που αποδίδει τα μέγιστα σε κλειστούς συναυλιακούς χώρους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι βρήκα κάποιο ψεγάδι στην χθεσινή εμφάνισή τους: ο Neil για ακόμα μια φορά υπήρξε ο αφοπλιστικός Neil, μια φιγούρα βγαλμένη από κάποιο rock ’n’ roll gospel κήρυγμα του Νότου, «φτύνοντας» στο μικρόφωνο τους καυστικούς στίχους με μοναδική άνεση και εκφραστικότητα, ενώ ο Tim ήταν η ήρεμη δύναμη, βιδωμένος στην αγαπημένη του θέση, βασανίζοντας ανελέητα το «ταυράκι» του, τη στιγμή που ο Dan γκρουβάριζε τα αυτιά και τα σωθικά μας με το Rickenbacker του σαν να μην υπήρχε αύριο. Αν κάτι έλειψε από τη βραδιά είναι το πάρε – δώσε άκρατης ενέργειας μεταξύ κοινού και μπάντας, που όμοιό του δεν υπάρχει όταν οι Clutch παίζουν σε κλειστούς χώρους.
Όσον αφορά το setlist, τη μερίδα του λέοντος είχε το «Book Of Bad Decisions», γεγονός που ίσως ξένισε ελαφρώς τους die hard φίλους του συγκροτήματος που πιθανότατα να ήθελαν κάτι περισσότερο από τα παλαιότερα «The Elephant Riders», «Blast Tyrant» ή «From Beale Street To Oblivion», ενώ δεν έλειψαν και οι συνήθεις «ύποπτοι», The Mob Goes Wild και Earth Rocker, που στο άκουσμά τους δώσαμε μαθήματα συναυλιακής συμπεριφοράς, με χέρια ψηλά, ρυθμικό χειροκρότημα και ολίγον από crowdsurfing, αφήνοντας κατευχαριστημένους τους Αμερικανούς. Και φυσικά, όπως αναμενόταν, λίγο πριν από το τέλος ονειρευτήκαμε με φτερά αγγέλων χωμένα πίσω από το κεφάλι μας (λέγε με The Regulator) και όλοι με μια φωνή τραγουδήσαμε Bang, bang, bang, bang – vamanos, vamanos σαν να κυλιόμασταν ανέμελοι σε κάποιο χωράφι δίπλα στον Μισσισσιππή (λέγε με Electric Worry).
ΥΓ: Μεγάλη στιγμή σαφώς, όταν το κοινό άρχισε να σιγοτραγουδά την μπλουζάτη εναρκτήρια μελωδία του The Regulator, συνοδεύοντας επάξια τους ήχους της κιθάρας των κυρίων Fallon και Sult.
ΥΓ2: Τι πρέπει να κάνoυμε, κύριοι, για να ακούσουμε το La Curandera άλλη μια γαμ… φορά;