Καμπανάκι κινδύνου κρούει για τις δημοσιονομικές εξελίξεις το Γραφείο Προύπολογισμού της Βουλής. «Λαμβάνοντας υπόψη το ιδιαίτερα υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα του 2018 και τα έως τώρα διαθέσιμα στοιχεία, εκτιμούμε ότι ο στόχος του 3,5% για το 2019 παραμένει εφικτός, ωστόσο, έχουν αυξηθεί οι δημοσιονομικοί κίνδυνοι».
Ο λόγος για τους «κινδύνους» αυτούς οφείλεται όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, «στα επεκτατικά μέτρα που νομοθέτησε η προηγούμενη κυβέρνηση και αναμένεται να διευρυνθεί από την επιπρόσθετη μείωση του ΕΝΦΙΑ (205 εκατ. ευρώ) που νομοθέτησε η σημερινή κυβέρνηση». , η βασική εστία ανησυχίας αφορά τα δημοσιονομικά μεγέθη. Τονίζεται ακόμα ότι, από τον Απρίλιο, παρουσιάζεται σημαντική επιδείνωση σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Η υστέρηση αυτή δεν είναι εμφανής σε ταμειακούς όρους αλλά προκύπτει εφόσον επιβληθούν οι λογιστικές προσαρμογές του ESA και του προγράμματος ενισχυμένης εποπτείας. Συγκεκριμένα, και με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, εκτιμούμε ότι το πρωτογενές αποτέλεσμα του πρώτου εξαμήνου έχει επιδεινωθεί κατά 2,1 δις σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του προηγούμενου έτους.
Όπως αναφέρεται από το Γραφείο Προύπολογισμού της Βουλής, «η Ελλάδα εξήλθε από μια μακροχρόνια ύφεση και η ανάκαμψη που ξεκίνησε το 2017 μπορεί να απειληθεί από την επιβράδυνση που υπάρχει στην υπόλοιπη Ευρωζώνη. Η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ γίνεται περισσότερο επεκτατική, ωστόσο, η χώρα μας δεν επωφελείται επαρκώς από τις ευνοϊκές επιδράσεις της νομισματικής χαλάρωσης. Στο προσεχές διάστημα, θα πρέπει να προωθηθούν οι απαραίτητες ενέργειες που θα διασφαλίσουν την αναβάθμιση των ελληνικών κρατικών ομολόγων σε επενδυτική βαθμίδα ώστε να γίνουν επιλέξιμα για συμμετοχή σε ένα νέο γύρο νομισματικής χαλάρωσης εκ μέρους της ΕΚΤ. Κάτι τέτοιο θα οδηγήσει σε περαιτέρω αποκλιμάκωση του κόστους δανεισμού για το σύνολο της οικονομίας και θα έχει ευνοϊκές επιδράσεις στη βιωσιμότητα του χρέους και στους ρυθμούς ανάπτυξης.
Πέρα όμως από τη νομισματική χαλάρωση θα πρέπει και η δημοσιονομική πολιτική να συνηγορήσει προς την ίδια κατεύθυνση. Στο πλαίσιο αυτό, η μείωση των δημοσιονομικών στόχων αποτελεί εύλογο αίτημα από την πλευρά της χώρας μας και δηλωμένη πρόθεση σχεδόν του συνόλου των πολιτικών δυνάμεων. Ο πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος θα μπορούσε να επιτρέψει τη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης, την αύξηση των δημόσιων επενδύσεων και την ενίσχυση της κοινωνικής προστασίας, υποστηρίζοντας τελικά τους ρυθμούς μεγέθυνσης. Όπως έχουμε επισημάνει σε προηγούμενη Έκθεση, η δημοσιονομική πολιτική έχει αναδιανεμητικό χαρακτήρα και κάθε κυβέρνηση τη διαχειρίζεται ανάλογα με τις πολιτικές της προτεραιότητες, για αυτό και η κατανομή του δημοσιονομικού χώρου αποτελεί ζήτημα πολιτικής συζήτησης και αντιπαράθεσης. Αυτό είναι απόλυτα φυσιολογικό στη δημοκρατία, προϋποθέτει όμως σεβασμό στα δημοσιονομικά περιθώρια προκειμένου να μην τεθεί σε αμφισβήτηση η αξιοπιστία της χώρας».