Τα ευρήματα της αρχαιολογικής σκαπάνης στο οικόπεδο της οδού Κατρέ αρ. 1 στον λόφο Καστέλλι της Παλιάς Πόλης Χανίων.
Σημαντική στοιχεία έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη κατά τη συστηματική ανασκαφή στον λόφο Καστέλλι Παλιάς Πόλης Χανίων. Η διευθύντρια Συστηματικών Ανασκαφών Μινωικής Κυδωνίας και επίτιμη γενική διευθύντρια Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς Μαρία Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη παρουσιάζει τα ευρήματα αυτά που φωτίζουν σημαντικές πτυχές της πολιτικής, της κοινωνίας, της οικονομίας αλλά και των γεωλογικών φαινομένων.
Τα νέα στοιχεία που ήρθαν στο φως το καλοκαίρι του 2020, κατά τη συστηματική ανασκαφή στο οικόπεδο της οδού Κατρέ αρ. 1 στον λόφο Καστέλλι της Παλιάς Πόλης Χανίων, τεκμηριώνουν και φωτίζουν άγνωστες πτυχές της ιστορίας της πολύ σημαντικής αρχαίας εγκατάστασης, παρά το ολιγάριθμο προσωπικό, τον περιορισμένο χώρο έρευνας και των αυξημένων μέτρων προστασίας εξαιτίας του COVID-19. Η ανασκαφή της Εφορείας Αρχαιοτήτων Χανίων διεξάγεται υπό τη διεύθυνση της δρος Μαρίας Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη και με τη συμμετοχή της αρχαιολόγου Ευτυχίας Πρωτοπαπαδάκη.
Στον χώρο του ανακτορικού κέντρου της Κυδωνίας, όπου εντοπίστηκε η μεγαλειώδης θυσία πολλών ζώων και μιας νέας κοπέλας στα χρόνια των Μυκηναίων στην Κρήτη (13ος αι. π.Χ.), φέτος αποκαλύφθηκε μέρος από το βαθύτερο σημείο του ρήγματος, το οποίο ήταν η αιτία της καταστροφής της εγκατάστασης και της πραγματοποίησης της θυσίας. Μέσα σε αυτό έχουν κατακρημνιστεί τμήματα του ισχυρού δαπέδου από κονίαμα, το οποίο ξεπερνούσε και αυτό το ρήγμα και συνεχιζόταν τουλάχιστον μέχρι το τείχος της κλασικής πόλης. Στο νότιο τμήμα του δαπέδου, κοντά στο τείχος διαμορφώνονται ιδιαίτερες κατασκευές, η αρχιτεκτονική και χρήση των οποίων θα γίνει κατανοητή και θα ερμηνευτεί μόνο με τη συνέχιση της ανασκαφής στο σημείο αυτό.
Προς το παρόν, ο μεγάλος χώρος με το δάπεδο από ασβεστοκονίαμα, ο οποίος ήταν εν μέρει στεγασμένος, καταλαμβάνει έκταση 170 τμ., χωρίς να έχει ακόμη ολοκληρωθεί η αποκάλυψή του.
Φέτος, κατά τις εργασίες συντήρησης του δαπέδου με τη βοήθεια της Διεύθυνσης Συντήρησης Αρχαίων Μνημείων, κατά την αφαίρεση σε ορισμένα σημεία της σκληρής στρώσης ιζήματος που έχει δημιουργηθεί στην επιφάνειά του, φάνηκε ότι το εκτεταμένο αυτό δάπεδο φέρει έγχρωμα επιχρίσματα σε κάποια έκταση τουλάχιστον.
Αναγνωρίστηκαν πορτοκαλλόχρωμες και σκούρες κυανές επιφάνειες, οι οποίες είναι χρωματισμένες, όπως επιβεβαίωσαν οι χημικές αναλύσεις της καθηγήτριας του Πολυτεχνείου Κρήτης δρος Νόνης Μαραβελάκη.
Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τους πολυτελείς χώρους με τοιχογραφικό διάκοσμο που αναπτύσσονται στη βόρεια άκρη της ανασκαφής, μας φέρνει ακόμη πιο κοντά στα μυκηναϊκά ανάκτορα της ηπειρωτικής Ελλάδας και αποτελεί ένα ισχυρότατο επιχείρημα για τον εντοπισμό, στο σημείο αυτό του λόφου, του νοτίου τμήματος του μυκηναϊκού ανακτόρου της Κυδωνίας. Σε αυτό συντείνει και το γεγονός ότι το διαταραγμένο και κατακερματισμένο από τον μεγάλο σεισμό δάπεδο αυτού του χώρου ακριβώς, επιλέχθηκε για να δεχτεί τα εξιλαστήρια θύματα.
Μέχρι σήμερα έχει διαπιστωθεί ότι το συγκρότημα καταστράφηκε από τον μεγάλο σεισμό των 6,5-7,5 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ λίγο πριν από τα μέσα του 13ου αι. π.Χ. Η φετινή έρευνα έριξε φως στο πότε ανεγέρθηκε το ανακτορικό συγκρότημα, γεγονός που τοποθετείται πριν από τα μέσα του 14ου αι.
Δηλαδή, το μυκηναϊκό ανάκτορο, το οποίο ιδρύθηκε πάνω από το κατεστραμμένο από την πυρκαγιά μινωικό ανάκτορο, φαίνεται ότι είχε διάρκεια ζωής 100-150 χρόνων. Το γεγονός αυτό είναι καθοριστικό για την αρχαιολογία της δυτικής Κρήτης αλλά και όλου του νησιού, καθώς συνδέεται, από τους περισσότερους μελετητές, με την καταστροφή του ανακτόρου της Κνωσού στα χρόνια αυτά. Η Κυδωνία για το επόμενο διάστημα φαίνεται να πρωτοστατεί στα τεκταινόμενα στο νησί, όπως εξάλλου υποδηλώνουν τα πολυπληθή ευρήματα όλων των ανασκαφών στον λόφο.
Επίσης, πολύ ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανεύρεση απόθεσης υπολειμμάτων γεύματος κατά τις εργασίες θεμελίωσης του συγκροτήματος.
Η απόθεση απαρτιζόταν κυρίως από αιγοπρόβατα (αναγνωρίστηκαν και ελάχιστα οστά χοίρων και βοοειδούς). Εντοπίστηκαν τμήματα από τουλάχιστον τέσσερα σφάγια. Ορισμένα οστά φέρουν ίχνη κοπής από βαρύ κοπτικό εργαλείο (π.χ. πέλεκυ). Κατά τη συνεργάτιδα της ανασκαφής, ζωοαρχαιολόγο δρα Δήμητρα Μυλωνά, το συγκεκριμένο οστεολογικό σύνολο αντιπροσωπεύει ένα επεισόδιο κατανάλωσης μεγάλης ποσότητας κρέατος αιγοπροβάτων. Η διαδικασία περιελάμβανε μαγείρεμα στην ανοιχτή φωτιά μάλλον ή στα κάρβουνα και δηλώνει αφθονία, κρίνοντας από τον τρόπο μαγειρέματος και τον μικρό βαθμό κατακερματισμού των οστών. Το γεύμα σφραγίστηκε από στρώση αργίλου. Είναι ισχυρός ο συμβολισμός: η ανέγερση του τμήματος του ανακτορικού συγκροτήματος που έρχεται στο φως στην οδό Κατρέ / αρ. 1, συνοδεύεται από φαγοπότι και μεγάλη κατανάλωση κρέατος. Αντιθέτως, η καταστροφή του ίδιου συγκροτήματος σφραγίζεται από τη μεγάλη θυσία των τουλάχιστον 43 αιγοπροβάτων και αιγάγρων, 2 βοδιών, 4 μικρών χοίρων και της νέας κοπέλας. Η θυσία αυτή ήταν «άγευστος» και προσφέρθηκε εξολοκλήρου στις χθόνιες δυνάμεις. Το σκελετικό υλικό των δύο ξεχωριστών επεισοδίων φέρει πάνω του διαφορετικά, αναγνωρίσιμα στοιχεία που «μίλησαν» στην κ. Μυλωνά.
Η έρευνα στο οικόπεδο «Κατρέ 1» φέρνει στο φως τμήμα του παλίμψηστου της αρχαίας Κυδωνίας μέσα από πλούσια στρωματογραφία. Αναγνωρίζονται οικιστικά λείψανα διαφόρων φάσεων της αρχαιότητας, των γεωμετρικών, αρχαϊκών, κλασικών, ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων. Στα πυκνά και λεπτά αλλεπάλληλα στρώματα έγκειται και η δυσκολία της έρευνας, την οποία επιτείνει περαιτέρω η διέλευση του ρήγματος. Από όλες τις φάσεις αξίζει να τονιστεί η πρώιμη αρχαϊκή περίοδος του δεύτερου μισού του 7ου και των αρχών του 6ου π.Χ. αι.
Οι ανασκαφές κατά το διάστημα 2016-20 έφεραν στο φως το ανατολικό άκρο κτίσματος του δεύτερου μισού του 7ου αι., εκτεταμένο αποθέτη με πλήθος μόνωτων, ολόβαφων κυπέλλων των αρχών του 6ου αι. π.Χ. και μεγάλο αριθμό υφαντικών βαρών που πιθανότατα υποδηλώνουν την ανάπτυξη αρχαϊκού ιερού στα δυτικά της ανασκαφής.
Σημαντικό εύρημα της φετινής ανασκαφής είναι η διαπίστωση ενός μεγάλου σεισμοτεκτονικού γεγονότος που ταρακούνησε τα Χανιά στις αρχές του 6ου αι. π.Χ., μέσα από την εικόνα που παρουσιάζει η θεμελίωση του ανατολικού επιμήκους τοίχου του προαναφερθέντος κτίσματος – έχει αποκαλυφθεί σε μήκος 6 μ. Η εικόνα εντυπωσιάζει εξαιτίας της έντονης οριζόντιας συνιστώσας του ρήγματος: ο τοίχος καταστράφηκε εκ θεμελίων· ακόμη και η θεμελίωσή του κατακρημνίστηκε μέσα στο ξανά ενεργοποιημένο ρήγμα, καμπυλώθηκε κατά θέση με μετατόπιση προς ανατολικά αλλά στη συνέχεια παρέμεινε στην πορεία της προς νότο έξω από τα όρια του ρήγματος. Για τον σεισμό αυτό δεν υπάρχει αναφορά σε πηγές.
Εξαιτίας του ενεργού ρήγματος στον χώρο της ανασκαφής «Κατρέ 1», και άλλοι σεισμοί που διαχρονικά έπληξαν την Κυδωνία έχουν αφήσει έντονα ίχνη στα ερείπια του συγκεκριμένου χώρου. Ίχνη που δεν ήταν εύκολο να διαβαστούν σε άλλα ανασκαμμένα σημεία του λόφου και να διακριθούν ξεκάθαρα από διαφορετικού είδους καταστροφές σε αρχαία κτίσματα. Με τις συζητήσεις και τη βοήθεια των καθηγητών του Πολυτεχνείου Αθηνών και Κρήτης Εμμ. Κορρέ, Βλάση Κουμούση, Αντ. Βαφείδη αλλά κυρίως του Εμμ. Μανούτσογλου, στον χώρο της ανασκαφής έχουν «αναγνωστεί» μέχρι σήμερα τα ίχνη τουλάχιστον τριών μεγάλων σεισμικών γεγονότων της ίδιας ρηγματογενούς ζώνης που διατρέχει την ανασκαφή και έχει γενική διεύθυνση ΒΒΑ – ΝΝΔ. Η ζώνη αυτή πιθανώς σχετίζεται με τα μεγάλης έκτασης ρήγματα στα νότια της πόλης των Χανίων, τα οποία οριοθετούν την λεκάνη του Τεταρτογενούς στην περιοχή. Τα αποτελέσματα της ενεργοποίησης της ζώνης «διαβάζονται» σε ρημαγμένους τοίχους και δάπεδα που προκάλεσαν οι σεισμοί: το 365 μ.Χ., στις αρχές του 6ου αι. π.Χ. και πριν τα μέσα του 13ου αι. π.Χ.
Η ιστορία του λόφου Καστέλλι αποκαλύπτεται αργά αλλά σταθερά κάτω από τα αλλεπάλληλα στρώματα κατοίκησης στο στρατηγικό και νευραλγικό αυτό σημείο της πόλης των Χανίων. Οι ανασκαφές στον λόφο είναι από τις δυσκολότερες στο είδος τους, καθώς τα αλλεπάλληλα ανασκαφικά στρώματα είναι πολυάριθμα, ανάμεσα σε σύγχρονες κατοικίες και άλλες δομές με θέματα στατικότητας. Η έρευνα όμως στο συγκεκριμένο σημείο της οδού Κατρέ πολλαπλασιάζει τη δυσκολία, καθώς φέτος έπρεπε να αντιμετωπιστούν και να ανασκαφούν με εξαιρετική προσοχή, στην καρδιά του ρήγματος, στρώματα με πολύ έντονη κλίση από 40% έως 80% (!) (εικ. 15). Μόνο η εκπληκτική εμπειρία και ικανότητα του ανασκαφικού συνεργείου κατάφερε να φέρει σε πέρας την έρευνα με μεγάλη επιτυχία.