Καρίμ Ασίμ: «Είχα γίνει ο Αφγανός Τσάρλι Τσάπλιν»

Καρίμ Ασίμ: «Είχα γίνει ο Αφγανός Τσάρλι Τσάπλιν»

Ο Καρίμ Ασίρ μιλάει για τη βία των Ταλιμπάν, τη μετανάστευση και τη δύναμη του γέλιου

Με καπέλο, μαύρο eyeliner και μουστάκι ο Καρίμ Ασίμ είναι ένας ξεχωριστός Τσάρλι Τσάπλιν. Εδινε παραστάσεις στο Αφγανιστάν –σε σχολεία, πάρκα, ορφανοτροφεία, απομακρυσμένα μέρη της επαρχίας– για να προσφέρει χαμόγελο στους ανθρώπους που οι εκρήξεις, οι καταστροφές και ο θάνατος είναι στην καθημερινότητά τους. Τον βρήκαμε στη Γερμανία όπου ζει τον τελευταίο καιρό με την οικογένειά του και τα είπαμε με αφορμή την πρεμιέρα της ταινίας της Αννέτας Παπαθανασίου «Γελώντας στο Αφγανιστάν», η οποία παρουσιάζεται στον κινηματογράφο Δαναό (21/09) και έχει θέμα τη δική του ζωή.

«Η ζωή είναι δύσκολη…»

Καθώς μιλάμε με βιντεοκλήση βλέπω ότι κρατάει στα χέρια του το νεογέννητο μωρό του. Συζητήσαμε για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι καλλιτέχνες στο Αφγανιστάν, για την περιπέτειά του μέχρι να φτάσει στην Ελλάδα –όπου παρά λίγο να χάσει τη ζωή του από τους Ταλιμπάν– και το βίωμα της μετανάστευσης. «Η ζωή είναι δύσκολη όταν δεν έχεις τίποτε στα χέρια σου. Ούτε φίλους ούτε οικογένεια ούτε χρήματα. Δεν θέλω όμως να χάσω ξανά την ελπίδα μου» λέει.

Ο Καμίρ Ασίρ γνώρισε την Αννέτα Παπαθανασίου σε ένα σεμινάριο στην Καμπούλ, την εποχή που σπούδαζε στο πανεπιστήμιο στο τμήμα Θεάτρου. «Αφού είχαμε ήδη συνεργαστεί σε μια άλλη δουλειά, κάποια στιγμή με προσέγγισε για ένα ντοκιμαντέρ με θέμα τη ζωή μου. Μου φάνηκε καλή ιδέα. Με ενδιέφερε να αναδείξω τα σοβαρά κοινωνικά προβλήματα στο Αφγανιστάν με όχημα το γέλιο που γίνεται λυτρωτικό σε σκοτεινούς και δύσκολους καιρούς» μας λέει. Η ζωή και τα σχέδιά του ανατράπηκαν εντελώς στις 15 Αυγούστου του 2021, όταν οι Ταλιμπάν εισέβαλαν στην Καμπούλ. «Ηταν τρομακτική συνθήκη. Ολοι έτρεχαν πανικόβλητοι να σωθούν. Σκέφτηκα ότι αυτό θα ήταν και το τέλος της δουλειάς μας. Ημουν πολύ λυπημένος. Η Αννέτα με ενθάρρυνε να φύγω από τη χώρα, με βοήθησε και τελικά καταφέραμε να ολοκληρώσουμε την ταινία στην Αθήνα» θυμάται.

Διαχρονική γοητεία

Η κουβέντα πέρασε στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι καλλιτέχνες στο Αφγανιστάν. «Οι γνώσεις γύρω από την τέχνη είναι ελάχιστες, ειδικά έξω από τις πόλεις. Οι περισσότεροι δεν έχουν πρόσβαση ούτε στο διαδίκτυο ούτε στην τηλεόραση. Η έκρυθμη πολιτική κατάσταση με τους Ταλιμπάν δεν βοηθάει. Τα πολιτιστικά κέντρα είχαν ανοίξει ξανά τα προηγούμενα χρόνια και η κατάσταση βελτιωνόταν, οι εξελίξεις του 2021 όμως ανέτρεψαν τα πάντα» εξηγεί ο Καρίμ.

Ο Καρίμ γεννήθηκε τη δεκαετία του ’90 στο Ιράν, μια εποχή στη διάρκεια της οποίας οι Ταλιμπάν βρίσκονταν πάλι στην εξουσία και οι γονείς του είχαν καταφύγει εκεί για να προστατευτούν. Αναρωτιέμαι γιατί τον γοήτευσαν η φιγούρα και η μορφή του Τσάρλι Τσάπλιν. «Πάντοτε ήμουν αρκετά δραστήριος στα καλλιτεχνικά μαθήματα. Οταν ήμουν μικρός είχα ένα ατύχημα με το ποδήλατο και καθώς μεγάλωνα αντιμετώπισα προβλήματα με το περπάτημα. Οταν επιστρέψαμε στο Αφγανιστάν ένας καθηγητής στο πανεπιστήμιο με ρώτησε: “Γιατί περπατάς σαν τον Τσάρλι Τσάπλιν;”. Του είπα ότι αγαπάω αυτόν τον χαρακτήρα. Ετσι γεννήθηκε η ιδέα για τις παραστάσεις. Μελέτησα πολύ τη φιγούρα του, τις ιδέες και τις αρχές του, άκουσα ξανά και ξανά τον λόγο του ενάντια στον φασισμό στην ταινία “Ο μεγάλος δικτάτορας”, διάβασα τα γράμματα που έστελνε στους δικούς του ανθρώπους».

Η τέχνη του Καρίμ κατάφερε να αγγίξει με χιούμορ πτυχές και προβλήματα της καθημερινότητας. «Ξεκίνησα να δημιουργώ ολιγόλεπτα ασπρόμαυρα βίντεο ως Τσάρλι Τσάπλιν. Ο κόσμος τα αγάπησε, άρχισε να μου στέλνει μηνύματα και τελικά έδωσα συνεντεύξεις στο CNN, το BBC, στους “New York Times”. Μετά τη συνέντευξη στο BBC δέχτηκα και ένα απειλητικό γράμμα. Είχα γίνει ο Αφγανός Τσάρλι Τσάπλιν». Ο Καρίμ ξεκίνησε να δίνει παραστάσεις σε χωριά, πλατείες και σχολεία θεωρώντας ότι η φιγούρα του Σαρλό θα του έδινε την ευκαιρία να μεταδώσει με εύληπτο τρόπο κοινωνικά μηνύματα.

Η προσπάθειά του να φύγει από το Αφγανιστάν παραλίγο να του στοιχίσει τη ζωή. Επειτα από αρκετές αποτυχημένες προσπάθειες έφτασε με τη γυναίκα του και την εννιά μηνών κόρη τους στην Ελλάδα. «Είχα πολλά προβλήματα μέχρι να βγω από τη χώρα. Η πρώτη μου προσπάθεια απέτυχε γιατί είχαν μπλοκάρει τις πύλες. Την επόμενη φορά έγινε έκρηξη στο αεροδρόμιο. Τελικά με συνέλαβαν και εκείνη τη μέρα νόμιζα ότι θα πέθαινα. Οι Ταλιμπάν είχαν σταθεί από πάνω μου και με σημάδευαν με όπλα, ενώ έλεγξαν τα αρχεία και τον υπολογιστή μου. Η ζωή μου σώθηκε από καθαρή τύχη. Ετσι κατάφερα να φτάσω στην Ελλάδα» περιγράφει. Κάποια στιγμή η κουβέντα μας πήγε στους πνιγμούς ανθρώπων στην Πύλο, στα φασιστικά πογκρόμ στον Εβρο και στις ρατσιστικές αντιλήψεις που κερδίζουν ξανά έδαφος στην Ελλάδα.

Ο ίδιος πάντως νιώθει τυχερός που ως μετανάστης είχε καλές εμπειρίες από την παραμονή του στην Ελλάδα. Το συμβόλαιο που είχε υπογράψει για την ταινία και η στήριξη των συνεργατών του από την Ελλάδα συνέβαλαν καθοριστικά σ’ αυτό. «Είχα φαγητό, στέγη και φάρμακα. Δεν ένιωσα ποτέ ξένος. Εντόπισα μάλιστα ομοιότητες στην κουλτούρα, στις ανθρώπινες συμπεριφορές, ακόμη και στο φαγητό. Οι μετανάστες δεν φεύγουν από επιλογή, αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τη χώρα τους, οι περισσότεροι ψάχνουν μέσω της Ελλάδας μια διέξοδο προς την Ευρώπη. Οταν έφτασα στη Γερμανία συνειδητοποίησα πόσο δύσκολο είναι να βρίσκεσαι μόνος σου σε ξένη χώρα μακριά από το σπίτι και τους δικούς σου ανθρώπους».

Documento Newsletter