Στην αρχή του 19ου αιώνα, μετά την ήττα του Ναπολέοντα, η Ελβετία βρισκόταν στα πρόθυρα εμφύλιας σύρραξης που οφειλόταν στις αντιθέσεις μεταξύ διαφορετικών πολιτικών, θρησκευτικών και γλωσσικών καταστάσεων που επικρατούσαν στα διάφορα καντόνια και υποδαυλίζονταν και από τις διάφορες μεγάλες δυνάμεις της εποχής. Η Ρωσία, που δεν ήθελε την ενδυνάμωση της αυστριακής επιρροής και την έναρξη εμφύλιου πολέμου στην Ευρώπη μετά την αιματοχυσία των ναπολεόντειων πολέμων, έστειλε τον Καποδίστρια να προωθήσει μια συνταγματική συμφωνία που να κατοχυρώνει όλες τις πλευρές.
Το σύνταγμα που γεννήθηκε από αυτήν τη συμφωνία με διαδοχικές συνταγματικές αναπροσαρμογές, όπως στα τέλη του 20ού αιώνα το δικαίωμα ψήφου των γυναικών, κράτησε την ενότητα της χώρας παρά τη θρησκευτική, πολιτική και γλωσσική πολυμορφία της.
Τα βασικά του στοιχεία ήταν η ευρεία αποκέντρωση των εξουσιών, η δυνατότητα δημοψηφισμάτων λαϊκής βάσης τόσο σε ομοσπονδιακό επίπεδο όσο και σε τοπικό επίπεδο σε κάθε καντόνι, το εκλογικό σύστημα που προστατεύει με απλή αναλογική τις μειονότητες, η ύπαρξη συλλογικής εκτελεστικής εξουσίας, το συνομοσπονδιακό συμβούλιο με επτά μέλη που πρέπει να αντιπροσωπεύουν όλες τις γλωσσικές ομάδες της χώρας και η ουδετερότητα και αποχή από στρατιωτικές συμμαχίες.
Κατά σύμπτωση, η Ουκρανία ταλαιπωρείται και αυτή από έντονες πολιτικές, γλωσσικές και θρησκευτικές αντιθέσεις, με ένα κομμάτι της να είναι στραμμένο προς τη Δύση και ένα κομμάτι προς τη Ρωσία, ένα κομμάτι να επηρεάζεται από έντονο αντικομμουνισμό και ένα άλλο να έχει ένα είδος νοσταλγίας για την ενότητα της σοβιετικής εποχής, ένα κομμάτι να στρέφεται θρησκευτικά προς το Βατικανό (καθολικοί και ουνιάτες) και ένα κομμάτι προς την ορθοδοξία, ένα κομμάτι να έχει την ουκρανική γλώσσα ως μητρική και ένα άλλο τη ρωσική, καθώς και πολλές μειονότητες που ως γλώσσα κοινή προτιμούν τα ρωσικά από τα ουκρανικά. Η χώρα διαιρείται επίσης σε πολλές μεγάλες επαρχίες (περίπου ίδιος αριθμός με τα καντόνια της Ελβετίας) με ιδιαίτερη προσωπικότητα και σημαντικές πόλεις ως τοπικές πρωτεύουσες.
Μέχρι την «επανάσταση»-πραξικόπημα του Μαϊντάν με το οποίο η φιλοδυτική τοπική πλειοψηφία έδιωξε τον διεφθαρμένο αλλά νόμιμα εκλεγμένο πρόεδρο της χώρας, με τη συμμετοχή νεοναζιστικών και εθνικιστικών ομάδων που αναφέρονται στον Μπαντέρα (αντιρώσο εθνικιστή ηγέτη την εποχή του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, συνεργάτη των Γερμανών και υπεύθυνο για πράξεις γενοκτονίας εναντίον Εβραίων Ρώσων και Πολωνών με πολλές εκατοντάδες χιλιάδες θύματα), η κατάσταση στη χώρα, όπως και σε όλες τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, χαρακτηριζόταν κυρίως από κοινωνικές αντιθέσεις, φτώχεια, διαφθορά των κρατικών μηχανισμών και άνοδο μιας μαφιόζικης καπιταλιστικής τάξης, αλλά οι εθνοτικές αντιθέσεις είχαν παραμείνει στο περιθώριο.
Μετά όμως την αλλαγή με την υποστήριξη της Δύσης ορδές Ουκρανών εθνικιστών και νεοναζιστών εξαπολύθηκαν σε όλη τη χώρα τρομοκρατώντας τους ρωσόφωνους και φτάνοντας μέχρι το μεγάλο έγκλημα της δολοφονίας πενήντα ρωσόφωνων στην Οδησσό, στον εμπρησμό του Οίκου των Συνδικάτων από νεοναζιστές, όπου πολίτες που εναντιώνονταν στη νέα τάξη πραγμάτων είχαν προσφύγει για να σωθούν. Καμία καταδίκη στη «δημοκρατική» Ουκρανία δεν τιμώρησε τους εγκληματίες και την οργάνωσή τους που παρέμεινε ένοπλη ομάδα με σχέσεις με τον ουκρανικό στρατό. Οσο για τη «δημοκρατική» υφή της νέας κατάστασης, πολλοί αντιπολιτευόμενοι διώχθηκαν ή τρομοκρατήθηκαν από τις νεοναζιστικές ομάδες, ενώ το κομμουνιστικό κόμμα τέθηκε εκτός νόμου και ο Μπαντέρα θεωρήθηκε εθνικός ήρωας από μεγάλο τμήμα των ουκρανόφωνων.
Η απόσχιση της Κριμαίας, που παραδοσιακά ήταν ρωσική, και ενός κομματιού της ανατολικής Ουκρανίας με ρωσόφωνους, ήταν το φυσικό επακόλουθο αυτής της εθνικιστικής υστερίας που κατέλαβε τη χώρα, η οποία έφτασε να κηρύξει για κάποια περίοδο την τοπική ουκρανική γλώσσα της βόρειας και κεντρικής Ουκρανίας ως τη μόνη επίσημη γλώσσα της χώρας, ενώ πριν ήταν και η ρωσική, που ήταν μητρική για πάνω από το ένα τρίτο του πληθυσμού.
Σ’ αυτή την κατάσταση ήταν φυσικό η προσπάθεια των δυτικών να επεκτείνουν το ΝΑΤΟ και στην Ουκρανία να προκαλέσει την έντονη ρωσική αντίδραση, που έφτασε μέχρι τον πόλεμο.
Σήμερα μόνο μια «καποδιστριακή ελβετική» λύση μπορεί να σώσει την ενότητα της χώρας (πλην της Κριμαίας, της οποίας η σύνδεση με την Ουκρανία έγινε με διάταγμα του Ουκρανού γενικού γραμματέα του κομμουνιστικού κόμματος Νικήτα Χρουστσόφ δίχως κανένα δημοψήφισμα).
Δίχως λύση αυτής της μορφής η χώρα οδηγείται σε γενίκευση του εμφύλιου πολέμου και διαίρεση στα δύο και η ένταση κινδυνεύει να ξεφύγει κάθε στιγμή σε ανοιχτή σύρραξη Δύσης – Ρωσίας.
Ο Δημήτρης Σκαρπαλέζος είναι συνταξιούχος επίκουρος καθηγητής Μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο Paris Diderot, στο Παρίσι