Στην αρχή του 19ου αιώνα, µετά την ήττα του Ναπολέοντα, η Ελβετία βρισκόταν στα πρόθυρα εµφύλιας σύρραξης που οφειλόταν στις αντιθέσεις µεταξύ διαφορετικών πολιτικών, θρησκευτικών και γλωσσικών καταστάσεων που επικρατούσαν στα διάφορα καντόνια και υποδαυλίζονταν και από τις διάφορες µεγάλες δυνάµεις της εποχής. Η Ρωσία, που δεν ήθελε την ενδυνάµωση της αυστριακής επιρροής και την έναρξη εµφύλιου πολέµου στην Ευρώπη µετά την αιµατοχυσία των ναπολεόντειων πολέµων, έστειλε τον Καποδίστρια να προωθήσει µια συνταγµατική συµφωνία που να κατοχυρώνει όλες τις πλευρές
Του Δημήτρη Σκαρπαλέζου*
Το σύνταγµα που γεννήθηκε από αυτήν τη συµφωνία µε διαδοχικές συνταγµατικές αναπροσαρµογές, όπως στα τέλη του 20ού αιώνα το δικαίωµα ψήφου των γυναικών, κράτησε την ενότητα της χώρας παρά τη θρησκευτική, πολιτική και γλωσσική πολυµορφία της.
Τα βασικά του στοιχεία ήταν η ευρεία αποκέντρωση των εξουσιών, η δυνατότητα δηµοψηφισµάτων λαϊκής βάσης τόσο σε οµοσπονδιακό επίπεδο όσο και σε τοπικό επίπεδο σε κάθε καντόνι, το εκλογικό σύστηµα που προστατεύει µε απλή αναλογική τις µειονότητες, η ύπαρξη συλλογικής εκτελεστικής εξουσίας, το συνοµοσπονδιακό συµβούλιο µε επτά µέλη που πρέπει να αντιπροσωπεύουν όλες τις γλωσσικές οµάδες της χώρας και η ουδετερότητα και αποχή από στρατιωτικές συµµαχίες.
Κατά σύµπτωση, η Ουκρανία ταλαιπωρείται και αυτή από έντονες πολιτικές, γλωσσικές και θρησκευτικές αντιθέσεις, µε ένα κοµµάτι της να είναι στραµµένο προς τη ∆ύση και ένα κοµµάτι προς τη Ρωσία, ένα κοµµάτι να επηρεάζεται από έντονο αντικοµµουνισµό και ένα άλλο να έχει ένα είδος νοσταλγίας για την ενότητα της σοβιετικής εποχής, ένα κοµµάτι να στρέφεται θρησκευτικά προς το Βατικανό (καθολικοί και ουνιάτες) και ένα κοµµάτι προς την ορθοδοξία, ένα κοµµάτι να έχει την ουκρανική γλώσσα ως µητρική και ένα άλλο τη ρωσική, καθώς και πολλές µειονότητες που ως γλώσσα κοινή προτιµούν τα ρωσικά από τα ουκρανικά. Η χώρα διαιρείται επίσης σε πολλές µεγάλες επαρχίες (περίπου ίδιος αριθµός µε τα καντόνια της Ελβετίας) µε ιδιαίτερη προσωπικότητα και σηµαντικές πόλεις ως τοπικές πρωτεύουσες.
Μέχρι την «επανάσταση»-πραξικόπηµα του Μαϊντάν µε το οποίο η φιλοδυτική τοπική πλειοψηφία έδιωξε τον διεφθαρµένο αλλά νόµιµα εκλεγµένο πρόεδρο της χώρας, µε τη συµµετοχή νεοναζιστικών και εθνικιστικών οµάδων που αναφέρονται στον Μπαντέρα (αντιρώσο εθνικιστή ηγέτη την εποχή του Β΄ Παγκόσµιου Πολέµου, συνεργάτη των Γερµανών και υπεύθυνο για πράξεις γενοκτονίας εναντίον Εβραίων Ρώσων και Πολωνών µε πολλές εκατοντάδες χιλιάδες θύµατα), η κατάσταση στη χώρα, όπως και σε όλες τις πρώην σοβιετικές δηµοκρατίες, χαρακτηριζόταν κυρίως από κοινωνικές αντιθέσεις, φτώχεια, διαφθορά των κρατικών µηχανισµών και άνοδο µιας µαφιόζικης καπιταλιστικής τάξης, αλλά οι εθνοτικές αντιθέσεις είχαν παραµείνει στο περιθώριο.
Μετά όµως την αλλαγή µε την υποστήριξη της ∆ύσης ορδές Ουκρανών εθνικιστών και νεοναζιστών εξαπολύθηκαν σε όλη τη χώρα τροµοκρατώντας τους ρωσόφωνους και φτάνοντας µέχρι το µεγάλο έγκληµα της δολοφονίας πενήντα ρωσόφωνων στην Οδησσό, στον εµπρησµό του Οίκου των Συνδικάτων από νεοναζιστές, όπου πολίτες που εναντιώνονταν στη νέα τάξη πραγµάτων είχαν προσφύγει για να σωθούν. Καµία καταδίκη στη «δηµοκρατική» Ουκρανία δεν τιµώρησε τους εγκληµατίες και την οργάνωσή τους που παρέµεινε ένοπλη οµάδα µε σχέσεις µε τον ουκρανικό στρατό. Οσο για τη «δηµοκρατική» υφή της νέας κατάστασης, πολλοί αντιπολιτευόµενοι διώχθηκαν ή τροµοκρατήθηκαν από τις νεοναζιστικές οµάδες, ενώ το κοµµουνιστικό κόµµα τέθηκε εκτός νόµου και ο Μπαντέρα θεωρήθηκε εθνικός ήρωας από µεγάλο τµήµα των ουκρανόφωνων.
Η απόσχιση της Κριµαίας, που παραδοσιακά ήταν ρωσική, και ενός κοµµατιού της ανατολικής Ουκρανίας µε ρωσόφωνους, ήταν το φυσικό επακόλουθο αυτής της εθνικιστικής υστερίας που κατέλαβε τη χώρα, η οποία έφτασε να κηρύξει για κάποια περίοδο την τοπική ουκρανική γλώσσα της βόρειας και κεντρικής Ουκρανίας ως τη µόνη επίσηµη γλώσσα της χώρας, ενώ πριν ήταν και η ρωσική, που ήταν µητρική για πάνω από το ένα τρίτο του πληθυσµού.
Σ’ αυτή την κατάσταση ήταν φυσικό η προσπάθεια των δυτικών να επεκτείνουν το ΝΑΤΟ και στην Ουκρανία να προκαλέσει την έντονη ρωσική αντίδραση, που έφτασε µέχρι τον πόλεµο.
Σήµερα µόνο µια «καποδιστριακή ελβετική» λύση µπορεί να σώσει την ενότητα της χώρας (πλην της Κριµαίας, της οποίας η σύνδεση µε την Ουκρανία έγινε µε διάταγµα του Ουκρανού γενικού γραµµατέα του κοµµουνιστικού κόµµατος Νικήτα Χρουστσόφ δίχως κανένα δηµοψήφισµα).
∆ίχως λύση αυτής της µορφής η χώρα οδηγείται σε γενίκευση του εµφύλιου πολέµου και διαίρεση στα δύο και η ένταση κινδυνεύει να ξεφύγει κάθε στιγµή σε ανοιχτή σύρραξη ∆ύσης – Ρωσίας.
* Συνταξιούχος επίκουρος καθηγητής Μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο Paris Diderot, στο Παρίσι