Από τις αρχές της τελευταίας δομικής συστημικής κρίσης πλέον έχουν περάσει πάνω από δέκα χρόνια, με τους εκπροσώπους των αστικών κομμάτων που εναλλάσσονται στην εξουσία να διαβεβαιώνουν ότι όπου να ’ναι «η ανάκαμψη και η ανάπτυξη έρχονται».
Η πραγματικότητα είναι ότι ελάχιστο μέρος από τη μείωση του ΑΕΠ –25% στα χρόνια της κρίσης– έχει ανακτηθεί και ότι σε πιο μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα, από τη δεκαετία του 1970 και έπειτα, μόνο σε βραχείες περιόδους δημιουργίας χρηματοπιστωτικής ή άλλης «φούσκας» η ελληνική αλλά και η διεθνής οικονομία έχουν ξεφύγει παροδικά από τη χρόνια στασιμότητα. Η συνολικά καθοδική πορεία του παγκόσμιου καπιταλισμού (με την Κίνα να ακολουθεί πλέον αυτή την τάση) δυσκολεύει ακόμη περισσότερο το πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορεί να κινηθεί ο ελληνικός καπιταλισμός, κάνοντας τις εύκολες και ανέξοδες προβλέψεις/υποσχέσεις για 4% μεγέθυνση του ΑΕΠ να ακούγονται το λιγότερο αστείες. Το πλαίσιο αυτό μπορεί να είναι μόνο το ταξικά πολωτικό νεοφιλελεύθερο, που αποτελεί πλέον την πιο μακροχρόνια φάση στη μεταπολεμική οικονομική ιστορία, δηλαδή την «κανονικότητα», και όχι κάποιο εξαιρετικό επεισόδιο της λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος που επιδέχεται σοσιαλδημοκρατικές επιδιορθώσεις.
Εκείνη η βαθιά κρίση της ελληνικής οικονομίας, ιδίως στις αρχές της, φάνηκε να δημιουργεί σοβαρά προβλήματα, πιθανόν ακόμη και ρήγματα στην ίδια την αναπαραγωγή του συστήματος αναδιατάσσοντας σημαντικά το πολιτικό σκηνικό στην κατεύθυνση της συντήρησης και διάσωσής του. Αν κάτι «κατάφερε» ο ΣΥΡΙΖΑ στα τεσσεράμισι χρόνια διακυβέρνησής του ήταν να νομιμοποιήσει την ΤΙΝΑ και να επαναφέρει θριαμβευτικά στην εξουσία ένα κόμμα που προγραμματικά και διακηρυκτικά υιοθετούσε μια από τις πιο αγοραίες και επιθετικές εκδοχές του νεοφιλελευθερισμού. Ενώ δε η διεθνής οικονομία φλέρταρε με την ύφεση και η ελληνική είχε ξαναμπεί σε καθοδική τροχιά, προέκυψε η υγειονομική κρίση, που μεταφράζεται σε καπιταλιστική, καθώς ξεκινά από την πλευρά της προσφοράς, με το κεφάλαιο να αδυνατεί να ταιριάξει μέσα παραγωγής και εργασιακή δύναμη σε συνθήκες που να εξασφαλίζουν κερδοφορία, με την παραγωγή να χωλαίνει, τα εισοδήματα και τη ζήτηση να γκρεμίζονται και τις όποιες, ακόμη και γενναιόδωρες δανειακές ενέσεις και επιχορηγήσεις να αδυνατούν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα, το οποίο εντοπίζεται στην πλευρά της παραγωγής και της προσφοράς και όχι σε αυτήν της ζήτησης.
Στο συντηρητικό νεοφιλελεύθερο ιδεολογικό περιβάλλον της αποθέωσης της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας» και του ευεργετικού ρόλου του κεφαλαίου (όλες ανεξαιρέτως οι κυβερνήσεις εδώ και πολλά χρόνια ψάχνουν ιδιωτικές επενδύσεις και εκλιπαρούν αναγορεύοντάς τες στον αποκλειστικό παράγοντα σωτηρίας) οποιαδήποτε σκέψη αντικατάστασης του κριτηρίου του κέρδους ως βάσης της παραγωγικής και κοινωνικής οργάνωσης με το κριτήριο των λαϊκών αναγκών φαντάζει ακόμη ουτοπική για την πλειονότητα του πληθυσμού και του πολιτικού συστήματος. Μπορεί όμως και να αλλάξουν τα πράγματα όταν γίνει συνείδηση τι συνεπάγεται ο νέος γύρος μείωσης των πραγματικών μισθών που ήδη έχει αρχίσει ως αποτέλεσμα της τεράστιας ανεργίας και υποαπασχόλησης για να στηριχτεί έστω και βραχυπρόθεσμα η κερδοφορία του κεφαλαίου. Αν και τώρα πια δεν υπάρχει περιθώριο για παρόμοιες μισθολογικές μειώσεις, το αποτέλεσμα όπως και την πρώτη φορά θα είναι απλώς η προσωρινή και προβληματική διάσωση του κεφαλαίου με θύμα την εργατική τάξη.
Ακόμη παραπέρα, θα πρέπει να δοθεί προσοχή όχι μόνο στο ζήτημα της έκτασης της επίσημα μετρούμενης σχετικής φτώχειας, δηλαδή της ανισότητας, αλλά σε αυτό της απόλυτης φτώχειας που είναι ήδη εδώ από καιρό, δηλαδή στο κατά πόσο επαρκεί ο μέσος μισθός ή το μέσο εισόδημα για την απόκτηση ενός αντιπροσωπευτικού καλαθιού αγαθών που να εξασφαλίζει την ομαλή αναπαραγωγή και την κοινωνική ενσωμάτωση των μελών του νοικοκυριού. Το ποσοστό του πληθυσμού που εκτιμάται ότι βρίσκεται κάτω από αυτό το όριο της απόλυτης, της πραγματικής φτώχειας με την κυριολεκτική σημασία του όρου ήταν ήδη απαράδεκτα υψηλό και οι τελευταίες εξελίξεις λογικά πρέπει να το έχουν απογειώσει διαγράφοντας μια ζοφερή κοινωνική πραγματικότητα.
Τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα για την εργατική τάξη και την πλειονότητα του πληθυσμού, καθώς η καθαρή δημοσιονομική της θέση είναι παραδοσιακά αρνητική. Το υπέρογκο δημόσιο χρέος (η συσσώρευση των ετήσιων δημόσιων ελλειμμάτων που πλέον βρίσκονται στο 180% του ΑΕΠ από 115% στις αρχές της κρίσης και των μνημονίων) είναι αποτέλεσμα της ελλιπούς φορολόγησης του κεφαλαίου (2,5% του ΑΕΠ ήταν κατά μέσο όρο οι φόροι κερδών των ΑΕ) και των εύπορων κοινωνικών στρωμάτων, καθώς και των δυσανάλογα μεγάλων δαπανών για στρατιωτικές δαπάνες, γραφειοκρατία και τόκους δημόσιου χρέους.
Σίγουρα δεν οφείλεται στη χαμηλή φορολόγηση της εργατικής τάξης και των συγγενών στρωμάτων όταν, εκτός από τους άμεσους φόρους εισοδήματος που δεν γίνεται να κρυφτούν από τους μισθωτούς και τους δυσβάστακτους πλέον γι’ αυτούς φόρους ακίνητης περιουσίας, οι ασφαλιστικές κρατήσεις (ουσιαστικά φόροι επί της εργασίας) και οι έμμεσοι φόροι στην κατανάλωση υπερβαίνουν κατά πολύ το ένα τέταρτο του ΑΕΠ. Επίσης το δημόσιο χρέος δεν οφείλεται στις δαπάνες για τους παραδοσιακούς τομείς του κράτους πρόνοιας (υγεία, εκπαίδευση, κοινωνική πρόνοια), όπου είναι γνωστή η υστέρηση της επίδοσης του ελληνικού κράτους. Είναι επομένως προφανές ότι τα όποια κόστη θα κληθεί να καλύψει η αναπόφευκτη νέα «δημοσιονομική προσαρμογή» θα επιβαρύνουν την εργατική τάξη και τα μεσαία στρώματα, μια και, όπως είχε υποστηρίξει ο Μαρξ πολλά χρόνια πριν, το κεφάλαιο και το κράτος ξέρουν να ρίχνουν τα βάρη της συντήρησης του όποιου κράτους πρόνοιας σε αυτά. Χαμένες στην αγορά, χαμένες από τις δημόσιες πολιτικές, τι άλλο μπορούν να ελπίζουν οι υποτελείς τάξεις αυτού του συστήματος εκτός από την ανατροπή του;
*Ο Θανάσης Μανιάτης είναι καθηγητής του τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών