Πάνω από 2.800 άνθρωποι πέθαναν από υπερβολική δόση οπιοειδών, κυρίως Fentanyl, την περασμένη χρονιά στον Καναδά, ήτοι κατά μέσον όρο καταγράφονταν οκτώ θάνατοι την ημέρα, κι αυτή η κρίση δημόσιας υγείας έχει επιδεινωθεί από την έναρξη του 2017, ανακοίνωσε την Πέμπτη η καναδική κυβέρνηση.
Οι μισοί και πλέον από τους θανάτους που αποδόθηκαν στη χρήση οπιοειδών το 2016 καταγράφηκαν στις δυτικές επαρχίες της Βρετανικής Κολομβίας και της Αλμπέρτας.
«Βρισκόμαστε μπροστά σε μια πολύ σοβαρή κρίση», δήλωσε η υπουργός Υγείας της ομοσπονδιακής κυβέρνησης Ζινέτ Πετιτπά-Τέιλορ κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης Τύπου που παραχώρησε, διευκρινίζοντας ότι η κυβέρνηση πρέπει να είναι «έτοιμη για να αναλάβει δράση» σε «όλα τα επίπεδα» για να αντιμετωπιστεί αυτή η «τραγική κατάσταση».
Τους τρεις πρώτους μήνες του 2017, πάνω από 600 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, ένας αριθμός υψηλότερος σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα της προηγούμενης χρονιάς, και οι αρχές προειδοποιούν ότι οι άνθρωποι που θα πεθάνουν από υπερβολική δόση θα ξεπεράσουν τους 3.000 φέτος.
Οι αριθμοί αυτοί συμπεριλαμβάνουν θανάτους από υπερβολική δόση λόγω της χρήσης φαρμακευτικών οπιοειδών, όπως η οξυκωδόνη, που συνταγογραφείται κυρίως ως ηρεμιστικό από τους γιατρούς στη βόρεια Αμερική, καθώς και άλλων ουσιών, όπως η φαιντανύλη, μια ουσία 100 φορές ισχυρότερη από τη μορφίνη που συχνά αναμιγνύεται με άλλα ναρκωτικά που διακινούνται στον δρόμο.
Ο αριθμός των θανάτων από υπερβολική δόση φαιντανύλης διπλασιάστηκε μέσα σε έναν χρόνο στον Καναδά και η κυβέρνηση διευκρίνισε ότι πάνω από τους οκτώ στους δέκα θανάτους οφείλονταν στην ανάμιξη αυτού του οπιοειδούς με άλλες ουσίες, κάτι που «δείχνει την περιπλοκότητα του προβλήματος με το οποίο είμαστε αντιμέτωποι», σύμφωνα με την υπουργό Υγείας.
Μπροστά στην κρίση των θανάτων που συνδέονται με τη χρήση οπιοειδών, η οποία μαίνεται εδώ και μήνες στον Καναδά και στις ΗΠΑ, η καναδική κυβέρνηση ανακοίνωσε επίσης ότι θα δαπανήσει 7,5 δισεκ. καναδικά δολάρια (5,2 εκατ. ευρώ) στην έρευνα για το φαινόμενο, το οποίο οι ομοσπονδιακές αρχές θεωρούν ήδη από τον Φεβρουάριο «εθνική κρίση δημόσιας υγείας».