Την ώρα που οι ηγεσίες των δικαστικών ενώσεων κωφεύουν προκλητικά μπροστά στο τεράστιο σκάνδαλο των υποκλοπών που συγκλονίζει την εκτεθειμένη διεθνώς χώρα, οι μόνοι δικαστές που τοποθετούνται ευθαρσώς δημοσίως είναι τα μέλη της μειοψηφίας της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕνΔΕ).
Σε ανακοίνωση που εξέδωσαν στηλιτεύουν την αφωνία της μεγαλύτερης δικαστικής -εισαγγελικής ένωσης (ΕνΔΕ), εκφράζουν την αγωνία τους «για τις εξελίξεις και την συστηματική παρακολούθηση πολιτικών προσώπων, άλλων αξιωματούχων και δημοσιογράφων από την κρατική διοίκηση» και στέκονται κατηγορηματικά αντίθετοι στην τροπολογία της Κυβέρνησης Κυριάκου Μητσοτάκη με την οποία πλέον, όπως επισημαίνουν, «η άρση απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας δεν είναι πλέον δυνατό να κοινοποιηθεί στον παρακολουθούμενο από την ΑΔΑΕ μετά τη λήξη της, ενώ αντίθετα είναι εφικτό αυτό για την άρση απορρήτου για τη διακρίβωση εγκλημάτων».
Τονίζουν μάλιστα και αυτό που θα έπρεπε να είναι αυτονόητο ότι δηλαδή «η συμμετοχή της δικαστικής εξουσίας στον έλεγχο της πρέπει να είναι ουσιαστική και όχι τυπική”καθώς “μόνο έτσι οι συνταγματικές διατάξεις που προστατεύουν ατομικά, κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα, θα λάβουν νόημα και ουσία, ώστε να αποκατασταθεί και να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη του πολίτη στους δημοκρατικούς θεσμούς».
Η ανακοίνωση:
Η ποιότητα της δημοκρατίας και των συνταγματικών ελευθεριών σε ένα Κράτος Δικαίου δεν προσδιορίζεται αποκλειστικά ή κυρίως από τους θεσπισμένους κανόνες αλλά και από τον τρόπο εφαρμογής τους.
Οι θεσπισμένοι κανόνες είτε αυτοί που περιβάλλονται το κύρος των συνταγματικών ρυθμίσεων, είτε του απλού νόμου, δεν αρκούν αφ΄ εαυτού, αφού δεν είναι λίγες οι φορές που η ύπαρξή τους έχει αξιοποιηθεί ως άλλοθι και ως βολική νομιμοποιητική βάση της καταπάτησης των στοιχειωδέστερων ανθρωπίνων δικαιωμάτων εκ μέρους της εκάστοτε διοίκησης. Στο σύγχρονο κόσμο η προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας και των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ενώ τυγχάνουν υψηλής θεσμικής προστασίας, δέχονται διαρκώς πίεση θεσμική και εξωθεσμική. Παλαιότερα συζήτηση προκάλεσε η Οδηγία 2006/24/ΕΚ (που μεταφέρθηκε στο ελληνικό δίκαιο με το ν. 3917/2011) ως προς το ενδεχόμενο de facto κατάργησης της προστασίας των προσωπικών δεδομένων των πολιτών και εν τέλει κρίθηκε ανίσχυρη από το ΔΕΕ με την από 8-4-2014 απόφασή του. Η δε διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών κατοχυρώνεται θεσμικά στα περισσότερα Κράτη του κόσμου ακόμα και στα πιο απολυταρχικά, αφού ακόμα και το ψευδοσύνταγμα της δικτατορίας του 1968 προέβλεπε στο άρθρο 15 το «απόρρητο των επιστολών και της καθ’ οιοδήποτε άλλον τρόπον ανταποκρίσεως».
Το εθνικό, διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο με σειρά διατάξεων (άρθρο 19 του ελληνικού Συντάγματος, άρθρο 12 της Οικουμενικής Διακήρυξης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, άρθρο 8 της ΕΣΔΑ) προστατεύουν κατ΄ αρχήν το απόρρητο της επικοινωνίας, αλλά ταυτόχρονα με ένα πλέγμα ρυθμίσεων αποδεσμεύουν τις κρατικές και διεθνείς υπηρεσίες από το καθήκον σεβασμού αυτών των διατάξεων, παραπέμποντας σε λόγους εθνικής ασφάλειας, που όμως δεν εξειδικεύονται σαφώς. Έτσι κάθε συμφέρον μπορεί να λαμβάνει τον χαρακτηρισμό του «λόγου εθνικής ασφάλειας» και με τον τρόπο αυτό η νομιμοποίηση της παραβίασης του απορρήτου διέρχεται το πρώτο στάδιο, που γεννά την ανάγκη του επόμενου σταδίου «δικαστικής επικύρωσης».
Για τον εισαγγελικό λειτουργό όμως στην Ελλάδα, που είναι επιφορτισμένος με τον έλεγχο της Ε.Υ.Π. και υπογράφει σύμφωνα με την έκθεση της Α.Δ.Α.Ε. παραπάνω από 15.000 διατάξεις άρσης του απορρήτου της επικοινωνίας κάθε χρόνο, στις οποίες σε αντίθεση με εκείνες που αφορούν διακρίβωση εγκλημάτων δεν είναι αναγκαίο να αναγράφεται το όνομα του παρακολουθούμενου (άρθρο 5παρ.1α ν.2225/1994), η δυνατότητα άσκησης ουσιαστικού και όχι απλά «νομιμοποιητικού» ελέγχου συρρικνώνεται επικίνδυνα. Η δε τοποθέτηση δεύτερου εισαγγελικού λειτουργού για τον παραπάνω έλεγχο, που εξαγγέλθηκε πριν λίγες ημέρες, ενόψει του αριθμητικού όγκου των υποθέσεων, δεν φαίνεται ικανή να προσφέρει στο πρόβλημα καθαυτό, ενώ κατ΄ αποτέλεσμα τείνει να επαναλάβει την ίδια διαδρομή ενίσχυσης του κύρους της υπηρεσίας πληροφοριών και της διοίκησης, μέσα από την κατ΄ ουσίαν αδύναμη παρουσία της δικαστικής αρχής και τελικά να λειτουργήσει ως παρέμβαση επικοινωνιακού χαρακτήρα.
Αναμέναμε για μεγάλο χρονικό διάστημα την επίσημη τοποθέτηση της πλειοψηφίας του ΔΣ της Ένωσής μας σε ένα ζήτημα τόσο κομβικό για την προστασία των ατομικών ελευθεριών των πολιτών. Μάταια! Στο όνομα των εκατοντάδων Δικαστών και Εισαγγελέων, που εκπροσωπούμε, εκφράζουμε την αγωνία μας για τις εξελίξεις και την συστηματική παρακολούθηση πολιτικών προσώπων, άλλων αξιωματούχων και δημοσιογράφων από την κρατική διοίκηση. Δε θα έπρεπε να είναι αδιάφορο για την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων και το ενδεχόμενο δικαστικοί λειτουργοί να έχουν τεθεί ή να τεθούν στο μέλλον υπό παρακολούθηση, υπό τους ίδιους ασαφείς λόγους «εθνικής ασφάλειας». Σημειωτέον δε ότι βάσει της τροπολογίας 826/145/31.3.2021, το άρθρο 87 ν.4790/2021 τροποποίησε το άρθρο 5 ν.2225/1994 και έτσι πλέον ειδικά η άρση απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας δεν είναι πλέον δυνατό να κοινοποιηθεί στον παρακολουθούμενο από την ΑΔΑΕ μετά τη λήξη της, ενώ αντίθετα είναι εφικτό αυτό για την άρση απορρήτου για τη διακρίβωση εγκλημάτων. Υπεύθυνα και χωρίς να αδιαφορούμε για το θεσμικό ρόλο μιας εθνικής υπηρεσίας πληροφοριών, θεωρούμε ότι η συμμετοχή της δικαστικής εξουσίας στον έλεγχο της πρέπει να είναι ουσιαστική και όχι τυπική. Μόνο έτσι οι συνταγματικές διατάξεις που προστατεύουν ατομικά, κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα, θα λάβουν νόημα και ουσία, ώστε να αποκατασταθεί και να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη του πολίτη στους δημοκρατικούς θεσμούς.
Χριστόφορος Σεβαστίδης, ΔΝ- Εφέτης,
Χαράλαμπος Σεβαστίδης, Εφέτης,
Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδίκης,
Μιχάλης Τσέφας, Πρόεδρος Πρωτοδικών,
Ιωάννης Ασπρογέρακας, Πρόεδρος Πρωτοδικών,
Έφη Κώστα, Ειρηνοδίκης,
Μέλη του ΔΣ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων