«Κατάπτυστο» χαρακτηρίζεται από το δικαστήριο το άρθρο του Χρ. Ράπτη στην ιστοσελίδα iefimerida με τίτλο «Ακου γιγαντάκο Βαξεβάνη», με αφορμή το οποίο ο εκδότης του Documento προσέφυγε στη Δικαιοσύνη.
Με ένα σκεπτικό απολύτως τιμητικό για τον Κ. Βαξεβάνη το δικαστήριο (πρόεδρος Ελένη Οικονόμου, εισηγήτρια Χρυσούλα Παναγάκη) καταδίκασε τον Χρ. Ράπτη για παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του Κ. Βαξεβάνη, υποχρεώνοντάς τον να του καταβάλει για αποκατάσταση το ποσό των 15.000 ευρώ.
Υποχρεώνει μάλιστα τον ιδιοκτήτη του iefimerida να δημοσιεύσει στην εν λόγω ιστοσελίδα μέσα σε 15 μέρες από την τελεσιδικία περίληψη της απόφασης, αλλιώς θα του επιβάλλεται για κάθε μέρα καθυστέρησης χρηματική ποινή 1.500 ευρώ.
Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης (υπ. αρ. 741/2019), με το χαρακτηριζόμενο ως «κατάπτυστο» άρθρο του ο Χρ. Ράπτης «προχώρησε στο αδίκημα της παράνομης και με δόλο προσβολής της προσωπικότητας του Κώστα Βαξεβάνη».
Το επίμαχο άρθρο δημοσιεύτηκε στις 18-12-2016 και σε αυτό ο Χρήστος Ράπτης κατηγορούσε τον εκδότη του Documento ότι έχει πολιτικούς προϊσταμένους, ότι η εφημερίδα έχει χαμηλή κυκλοφορία και συντηρείται από κρατικές διαφημίσεις. Τον χαρακτήριζε «γελοίο βόθρο, δημοσιογράφο της χαρτορίχτρας, Ρομπέν των Συριζοδιαπλεκόμενων, ρόμπα ξεκούμπωτη, μπαχαλομάγκα, αστείο γιγαντάκο και “αδελφούλη” του Βλαστού». Και ακόμη «ότι η εφημερίδα που εκδίδει δεν πωλεί τα αναμενόμενα φύλλα και χάνει την ψυχραιμία του γράφει “αγυρτείες” και πουλάει “φούμαρα”».
«Ο Βαξεβάνης είναι δημοσιογράφος με κύρος»
Οπως αναφέρεται στο σκεπτικό-καταπέλτη για τον συντάκτη του άρθρου Χρ. Ράπτη, τα γεγονότα στα οποία αναφέρεται «είναι ψευδή καθότι δεν αποδείχτηκε ότι η εφημερίδα Documento στην οποία αναφέρεται ο εναγόμενος είναι χαμηλής κυκλοφορίας ούτε ότι ο ενάγων γράφει ανοησίες και ψέματα καθώς είναι ένας δημοσιογράφος με κύρος ο οποίος έχει τιμηθεί για το έργο του». Και ακόμη ότι τα όσα αναφέρει ο Χρ. Ράπτης για τον Κ. Βαξεβάνη, ότι «είχε πολιτικούς προϊσταμένους και ότι κάνει δημοσιογραφία της χαρτορίχτρας» είναι επίσης «ψευδές γεγονός καθότι ο ενάγων είναι ένας δημοσιογράφος αναγνωρισμένος και δεν έχει πολιτικούς προϊστάμενους».
«Ηταν πράγματι συνεργάτες με τον Γριβέα»
Πληρωμένη απάντηση δίνει το δικαστήριο στον Χρ. Ράπτη σχετικά και με τους ισχυρισμούς του ότι δήθεν «η δημοσιογραφία και ο ενάγων είναι δύο κόσμοι που δεν συναντήθηκαν ποτέ και ότι ο τελευταίος επινόησε τον Γριβέα και τη βραχύβια συνεργασία που είχε μαζί του (σ.σ.: ο Χρ. Ράπτης) για να δημιουργήσει εντυπώσεις παρότι ήξερε ότι ο Γριβέας είχε ήδη αποχωρήσει από την επίμαχη ηλεκτρονική εφημερίδα αποκρύπτοντας το γεγονός αυτό». Και γι’ αυτούς τους ισχυρισμούς του περιβόητου άρθρου Ράπτη το δικαστήριο κάνει λόγο για «γεγονότα που είναι ψευδή καθώς υπήρχε πράγματι συνεργασία του εναγόμενου με τον Γριβέα έστω και βραχύβια ενώ δεν αποδείχτηκε ότι ο ενάγων γνώριζε ότι ο Γριβέας είχε αποχωρήσει από την ηλεκτρονική εφημερίδα του εναγόμενου και το απέκρυψε».
Ακόμη στο σκεπτικό της απόφασης με το οποίο αποδομούνται όλα τα σχόλια και οι χαρακτηρισμοί Ράπτη σε βάρος του Κ. Βαξεβάνη, το δικαστήριο κατακεραυνώνει τον ιδιοκτήτη του Iefimerida και γι’ αυτά που έγραφε για τα «αφεντικά» του εκδότη του Documento. Λέει επί λέξει το δικαστήριο: «Αναφέρεται επίσης ότι ο ενάγων για να εκδώσει την εφημερίδα του συνεργάζεται με τον Χρήστο Καλογρίτσα ο οποίος είναι το αφεντικό του και τον οποίο γνώριζε ότι είναι ένας μέγας φοροφυγάς “μπροστινός πολλών κυβερνήσεων” και της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και συνομιλητής των βαρυποινιτών Τρομπούκη και Βλαστού και ότι τα χρήματα για την εφημερίδα προέρχονται από φοροδιαφυγές και θαλασσοδάνεια καθώς επίσης και από δημόσια έργα που έδωσε ο Σπίρτζης στον Καλογρίτσα γεγονότα τα οποία είναι ψευδή δεδομένου ότι συνεργάτης του ενάγοντος και δη εκδότης της εφημερίδας είναι ο Ιωάννης Βλαδίμηρος Καλογρίτσας (σ.σ.: για πολύ μικρό χρονικό διάστημα και όχι πλέον) και όχι ο Χρήστος Καλογρίτσας και συνεπώς δεν συνεργάζεται με κανένα φοροφυγά ούτε “μπροστινό καμίας κυβέρνησης”».
«Το Documento δεν στηρίζεται σε κρατικές διαφημίσεις»
Τέλος, οι δικαστές βάζουν με το σκεπτικό τους στη θέση του τον Χρ. Ράπτη απαντώντας στους ισχυρισμούς του ότι δήθεν το Documento «έχει μόνο κρατικές διαφημίσεις που του δίνουν για να στρέφεται κατά των αντιπάλων του ΣΥΡΙΖΑ». Λέει δηλαδή στο σκεπτικό του το δικαστήριο ότι «ο ενάγων προβαίνει σε αδιαφανείς διαδικασίες γεγονός που είναι ψευδές καθώς η εφημερίδα Documento δεν έχει μόνο κρατικές διαφημίσεις ούτε στηρίζεται στην κρατική διαφήμιση».
Η δεύτερη απόφαση
Η δεύτερη δικαστική απόφαση που όχι μόνο εξυμνεί την ερευνητική δημοσιογραφία που ασκεί το Documento αλλά κατακεραυνώνει και την πλευρά του ενάγοντος αφορά την αγωγή που είχε καταθέσει ο επιχειρηματίας Αλέξανδρος Καλιγαρίδης εις βάρος της εφημερίδας για το αποκαλυπτικό ρεπορτάζ, που δημοσιεύτηκε στο πρώτο της μάλιστα φύλλο, με τίτλο «Βαλίτσες με χρήμα, ρουσφέτια και στο βάθος… κοριοί!».
Ηχητικά ντοκουμέντα που αποκάλυψε η εφημερίδα εμφανίζουν τον τότε πρόεδρο του ΚΕΕΛΠΝΟ Θεόδωρο Παπαδημητρίου να αναφέρεται σε συνομιλία του σε εταιρεία που έλαβε ένα εκατομμύριο ευρώ από το ΚΕΕΛΠΝΟ για διαφημιστικά σποτ για την ενημέρωση του κοινού για τον ιό της γρίπης Η1Ν1. Σύμφωνα με το πόρισμα των επιθεωρητών δημόσιας υγείας για το ΚΕΕΛΠΝΟ αλλά και την ομολογία Θ. Παπαδημητρίου, προέκυψε ότι η εταιρεία ανήκε στον Καλιγαρίδη.
Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθήνας με την απόφαση υπ. αρ. 739/2019 απέρριψε στο σύνολό της την αγωγή για συκοφαντική δυσφήμηση του Καλιγαρίδη με την οποία ζητούσε από το Documento 260.000 ευρώ! Το δικαστήριο έκρινε ότι το δημοσίευμα αφορούσε ένα μείζονος σημασίας ζήτημα και πως όλα όσα εμπεριείχε ήταν απολύτως αληθή.
Στην απόφαση κατά του Καλιγαρίδη το δικαστήριο υπογραμμίζει ότι το δημοσίευμα βασίζεται σε επίσημα στοιχεία, όπως μεταξύ άλλων η από 25-11-2015 έκθεση ελέγχου των επιθεωρητών δημόσιας υγείας με ελεγχόμενο φορέα το ΚΕΕΛΠΝΟ. Αναφέρει επίσης το δικαστήριο ότι: «Στο δημοσίευμα αυτό αναδεικνύεται δημοσιογραφικά ένα μείζονος σημασίας για την τότε επικαιρότητα ζήτημα, εν μέσω μάλιστα, οικονομικής κρίσης». Επιπλέον, επισημαίνει ότι «αποδεικνύεται ότι όσα διαλαμβάνονται στο επίμαχο κείμενο και αφορούν τον ενάγοντα είναι αληθή», προσθέτοντας ότι η «υπόθεση στην οποία εφέρετο να εμπλέκεται ο ενάγων – είχε περισσότερες διαστάσεις συνιστάμενες, κατά τη σειρά αναφοράς τους στο δημοσίευμα:
Α) Σε παράνομες προσλήψεις στο ΚΕΕΛΠΝΟ, που γίνονταν κατά παραγγελία υπουργών και πολιτικών προσώπων, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στις συνομιλίες.
Β) Σε είσπραξη από διαφημιστικές εταιρείες χρηματικών ποσών για την προβολή διαφημιστικών σποτ για τους σκοπούς του ΚΕΕΛΠΝΟ που όμως δεν προβλήθηκαν.
Γ) Στην εμπλοκή του διευθυντή του ΚΕΕΛΠΝΟ με την τότε υφυπουργό υγείας Ζέτα Μακρή και την υποβοήθησή της για τη δημιουργία του πολιτικού προφίλ της μέσω της ανάθεσης στο διαδίκτυο καμπάνιας για τα αντιβιοτικά.
Δ) Στη διαπλοκή του ΚΕΕΛΠΝΟ με τη Δικαιοσύνη, που στηρίζεται στις ηχογραφημένες συνομιλίες που παρατίθενται κάτω από τον τίτλο “Βαλίτσες με μαύρα χρήματα”».
«Περαιτέρω, στο εν λόγω δημοσίευμα γίνεται καταρχήν γενική αναφορά στη διασπάθιση δημοσίου χρήματος υπό το πρόσχημα διαφημιστικής καμπάνιας για την ενημέρωση του κοινού από το ΚΕΕΛΠΝΟ δεδομένου ότι –σύμφωνα με τα καταγραφόμενα στις παρατιθέμενες συνομιλίες– τα χρήματα που δόθηκαν για τον παραπάνω σκοπό στην πραγματικότητα, διοχετεύθηκαν σε πρόσωπα φιλικά προσκείμενα στην τότε κυβέρνηση, της ΝΔ – ΠΑΣΟΚ» επισημαίνεται στην δικαστική απόφαση.
Νόμιμα τα ηχητικά ντοκουμέντα
Το πλέον σημαντικό όμως δεν είναι μόνο ότι η απόφαση δέχεται ως αληθή και πραγματικά γεγονότα τα όσα αναφέρονται στο ρεπορτάζ, αλλά ότι χρησιμοποιεί εκτενή αποσπάσματα από τα ηχητικά ντοκουμέντα που αποκάλυψε η εφημερίδα ως γνώμονα προκειμένου να τεκμηριωθεί το σκεπτικό. Σ’ αυτά ακούγεται ο τότε πρόεδρος του ΚΕΕΛΠΝΟ Θ. Παπαδημητρίου να μιλάει για τα «σημεία και τέρατα» που γίνονταν στο κέντρο. Σε ακόμη ένα λοιπόν επίσημο δικαστικό έγγραφο οι δικαστικές αρχές καταλήγουν σε απόφαση δεχόμενες πως τα ηχητικά ντοκουμέντα αποτελούν καθ’ όλα νόμιμο αποδεικτικό στοιχείο. Αυτό άλλωστε αναλύθηκε από τη Διεύθυνση Εγκληματολογικού, η οποία πιστοποίησε ότι το άτομο το οποίο ακουγόταν να μιλάει ήταν πράγματι ο Θ. Παπαδημητρίου.
Θυμίζουμε πως οι συγκεκριμένοι τηλεφωνικοί διάλογοι εμπεριέχονταν ως αποδεικτικά στοιχεία σε τουλάχιστον δύο δικογραφίες της Εισαγγελίας κατά της Διαφθοράς. Το περιεχόμενο των διαλόγων αυτών «κούμπωσε» με τα άλλα στοιχεία που ανακάλυψαν οι ελεγκτές της γενικής επιθεωρήτριας Δημόσιας Διοίκησης Μαρίας Παπασπύρου στην πολύκροτη «κρύπτη του ΚΕΕΛΠΝΟ» που αποκάλυψε το Documento τον Νοέμβριο του 2018.
Το παράδοξο με την εισαγγελία
Παραδόξως, βέβαια, η εισαγγελία επί των ημερών του Ηλία Ζαγοραίου διέταξε έρευνα σε βάρος του Documento που παρέδωσε στη Δικαιοσύνη το σημαντικό αυτό στοιχείο. Τον Φεβρουάριο –κι ενώ ήδη έχουν σχηματιστεί οι δύο μεγάλες δικογραφίες για κακουργήματα, με βάση και το συγκεκριμένο ηχητικό ντοκουμέντο–, επί των ημερών πια του νέου προϊσταμένου της εισαγγελίας Ευάγγελου Ιωαννίδη, ασκήθηκε ποινική δίωξη στον Κ. Βαξεβάνη. Κι αναρωτιέται κανείς: πώς είναι δυνατόν με βάση το απολύτως νομιμοποιημένο ντοκουμέντο, από το οποίο αναδεικνύεται η διάπραξη βαρύτατων αδικημάτων, δύο εισαγγελείς –προϊστάμενοι μάλιστα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών– να σχημάτισαν δικογραφία και να προχώρησαν στην άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος του Κ. Βαξεβάνη που το αποκάλυψε και το παρέδωσε στη Δικαιοσύνη;
«Απόφαση-ωροδείκτης για επερχόμενες υποθέσεις»
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφημερίδας Documento και για τις δυο υποθέσεις Διαμαντής Μπασαράς δήλωσε σχετικά με τις δικαστικές αποφάσεις: «Πρόκειται για δύο πολύ σημαντικές αποφάσεις. Κι αυτό διότι στη μία περίπτωση ο κ. Βαξεβάνης δικαιώθηκε σε αντιδικία του με συνάδελφό του δημοσιογράφο, ενώ εάν ανατρέξει κανείς στο σκεπτικό της απόφασης, θα διαπιστώσει ότι, σε αντίθεση με όσα υποστήριξε ο δημοσιογράφος, τόσο ο κ. Βαξεβάνης όσο και η εφημερίδα σας γίνεται δεκτό ότι τυγχάνουν αναγνώρισης.
Στην άλλη περίπτωση πρόκειται για απόφαση που αφορούσε τη φερόμενη διασπάθιση δημοσίου χρήματος μέσω διαφημίσεων του ΚΕΕΛΠΝΟ. Αυτή η απόφαση θεωρώ ότι θα αποτελέσει ωροδείκτη για μια σειρά υποθέσεων που θα ακολουθήσουν, αφού με αυτήν αναγνωρίζεται το δημόσιο συμφέρον και ενδιαφέρον για πληροφόρηση σχετικώς, αλλά, κυρίως, η αλήθεια των αναγραφομένων στο επίμαχο δημοσίευμα της εφημερίδας σας».