Καλώς ήρθατε στο δωμάτιο 237 (Video)

Καλώς ήρθατε στο δωμάτιο 237 (Video)

Ο απόλυτος τρόμος του extended cut της «Λάμψης» του Κιούμπρικ μας περιμένει σήμερα Δευτέρα 16 Ιανουαρίου, στις 20.00, στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση

22 Δεκεμβρίου 1980. Η «Λάμψη» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, η πιο τρομακτική ταινία που έγινε ποτέ, βγαίνει στους ελληνικούς κινηματογράφους και προκαλεί πάταγο. Τριάντα έξι χρόνια μετά, ο Τζακ Νίκολσον, η Σέλεϊ Ντιβάλ και το Overlook Hotel θα είναι και πάλι εδώ. Η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, παρέα με το κινηματογραφικό site Flix προβάλλουν τη Δευτέρα 16 Ιανουαρίου μια νέα ψηφιακά επεξεργασμένη κόπια 4Κ, με 24 επιπλέον λεπτά κομμένων σκηνών, η οποία κυκλοφόρησε για πρώτη φορά φέτος στην Αγγλία.

Πέρα από τα 144 λεπτά απόλυτου τρόμου, υπάρχουν και άλλες εκπλήξεις. Μετά την προβολή, λίγα μέτρα πιο πέρα, στο ξενοδοχείο Athens Avenue Hotel, το πάρτι συνεχίζεται με μουσική, αλλά και προβολές: πέντε νέοι ανερχόμενοι Ελληνες σκηνοθέτες, ο Νίκος Πάστρας (που είναι και επιμελητής του event), η Ρηνιώ Δραγασάκη, η Ζακλίν Λέντζου, ο Βασίλης Κεκάτος και ο Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος παρουσιάζουν πέντε ταινίες μικρού μήκους, τις οποίες μόλις ολοκλήρωσαν, εμπνευσμένοι από τη «Λάμψη». Τους συναντήσαμε και μιλήσαμε για τη γνωριμία τους με τον κόσμο του Κιούμπρικ και για το τι έχουν ετοιμάσει για μας.

Νίκος Πάστρας (επιμελητής & συμμετέχων στο πρότζεκτ)

Η «Λάμψη» είναι η 11η ταινία του Στάνλεϊ Κιούμπρικ και είναι βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο του Στίβεν Κινγκ. Είναι ίσως η ταινία που αποτύπωσε το «στρίψιμο της βίδας» με τον καλύτερο τρόπο στο mainstream σινεμά. Μια άλλη, το «Eraserhead» του Ντέιβιντ Λιντς, όχι τυχαία, χρησιμοποιήθηκε από τον Κιούμπρικ ως εργαλείο για να βρουν τον τόνο της «Λάμψης» οι ηθοποιοί και το συνεργείο, προβάλλοντάς την κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας. Ο Κιούμπρικ στην ταινία καταφέρνει, με την ιδιοφυή χρήση της κάμερας, των χώρων και της συμφωνικής κυρίως μουσικής, να φτάσει τον θεατή στα όριά του και να τον τραυματίσει ανεπανόρθωτα, δικαιώνοντας την παραπάνω δήλωση του Στίβεν Κινγκ, όταν την είδε για πρώτη φορά.

Είπαμε να παίξουμε τη «Λάμψη» στο Flix it στη Στέγη. Την αμερικανική βερσιόν με τα 24 λεπτά παραπάνω. Μετά είπαμε, δεν φωνάζουμε και μερικούς από τους καλύτερους νέους σκηνοθέτες να φτιάξουν από μια μικρή ταινία εμπνευσμένοι από τη «Λάμψη» για να δούμε τι θα προκύψει; Και τέλος, δεν κάνουμε και ένα πάρτι σε ballroom ξενοδοχείου για να τιμήσουμε το Overlook Hotel της ταινίας; Κάπως έτσι καταλήξαμε να στήνουμε ένα event-ερωτικό γράμμα σε μία από τις καλύτερες ταινίες τρόμου όλων των εποχών, στον Στάνλεϊ Κιούμπρικ, στα (στοιχειωμένα) ξενοδοχεία και στα φαντάσματά μας.

Εγώ, πέραν του ρόλου του επιμελητή αυτής της ειδικής παραγωγής, δούλεψα με εικόνες και ήχους από την ίδια τη «Λάμψη», για να φτιάξω μια μικρή άσκηση πάνω στον φόβο, όπως αυτός αποτυπώνεται στο πρόσωπο της Σέλεϊ Ντιβάλ, με πλάνα αντίδρασής της στη φρίκη που αντικρίζει καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας. Πήρα δηλαδή πλάνα από την ταινία και βάζοντάς τα να παίξουν σ’ εξαιρετικά αργή κίνηση, είδα σχεδόν ένα ολόκληρο τοπίο από συσπάσεις του προσώπου, του στόματος, των ματιών αυτής της σπουδαίας ηθοποιού και ένιωσα πως η παρατήρηση της αντανάκλασης αυτής έχει μια δύναμη αυθύπαρκτη.

Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος

Ο Κιούμπρικ είναι ο σκηνοθέτης που ξύπνησε μέσα μου την επιθυμία να κάνω ταινίες. Ήμουν γύρω στα δώδεκα όταν είδα το «Κουρδιστό πορτοκάλι»· υπήρχε σε βιντεοκασέτα στο σπίτι μου γιατί ο πατέρας μου αγαπούσε την επιστημονική φαντασία. Ένιωσα για πρώτη φορά την ύπαρξη ενός συγκεκριμένου νου πίσω από το σύνολο των εικόνων που έβγαιναν από την ξεθωριασμένη τηλεόραση που είχαμε. Κάποιος ενορχήστρωνε κομμάτι κομμάτι έναν δικό του κόσμο. Ήθελα να κάνω το ίδιο. Άρχισα να περνάω χρόνο στα βίντεο κλαμπ. Είδα τη «Λάμψη» μόνος ένα μεσημέρι λίγο καιρό μετά. Η εικόνα της μουχλιασμένης γριάς στην μπανιέρα με στοίχειωνε για μέρες.

Όμως, περισσότερο από τα τινάγματα τρόμου, θυμάμαι τον υποβλητικό, επίμονο φόβο που εισήγαγε η ταινία με τη μουσική των τίτλων αρχής και ενέτεινε αργά και επίπονα μέχρι το τελευταίο πλάνο του παγωμένα αλλήθωρου Τζακ Νίκολσον. Και αν τα δίδυμα κοριτσάκια, το αίμα που κυλάει από το ασανσέρ ή ο ήχος του ποδηλάτου στον γυμνό διάδρομο είναι οι γνώριμες εικόνες και οι γνώριμοι ήχοι που ακόμη με συγκλονίζουν, βλέποντας πάλι την ταινία νιώθω να γοητεύομαι περισσότερο από τις σκηνές του πρωταγωνιστικού ζευγαριού. Αποδίδουν με τραγικότητα και πικρό χιούμορ την παραφροσύνη ενός αντρόγυνου, έτοιμου να κατασπαραχτεί επειδή δεν μπορεί πια να συνυπάρξει.

Δανειζόμενος από αυτήν τη σχέση, το στοιχειωμένο ξενοδοχείο της «Λάμψης» –αλλά, επίσης από τη λογοτεχνία του Ρέιμοντ Κάρβερ, τα κόμικ του Ντάνιελ Κλόους και την πολύτιμη βοήθεια φίλων– επιχείρησα να φτιάξω μια μικρή ταινία για φαντάσματα που είναι σχεδόν άνθρωποι και ανθρώπους που είναι σχεδόν φαντάσματα.

Ρηνιώ Δραγασάκη

Πρώτη φορά ήρθα σε επαφή με το έργο του Κιούμπρικ στα δεκατέσσερά μου όταν είδα τυχαία στην τηλεόραση το «2001: Η οδύσσεια του διαστήματος». Ακούγοντας τα τελευταία οκτώ λεπτά της ταινίας την ανάσα του Ντέιβιντ μέσα στα αυτιά μου, μέσα στο μυαλό μου και τριπάροντας μαζί του, ήξερα –χωρίς να ξέρω γιατί– ότι αυτό που έβλεπα ήταν ένα αριστούργημα. Έτσι και στη «Λάμψη», ενώ υπάρχουν πολλές τρομακτικές σκηνές να μνημονεύσει κανείς, εμένα αυτή που με στοίχειωσε είναι μία: η σκηνή που η Γουέντι ανακαλύπτει ότι ο άντρας της –όσο καιρό βρίσκονται στο Overlook Hotel– το βιβλίο που υποτίθεται ότι γράφει δεν είναι άλλο από τη φράση «all work and no play makes Jack a dull boy» (σε ελεύθερη μετάφραση, η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη) γραμμένη με ποικίλους τρόπους και στοιχίσεις.

Κάθε φορά που η Γουέντι γυρίζει και μια νέα σελίδα από το «βιβλίο» του Τζακ Τόρανς ο τρόμος μεγαλώνει και αυτή η μικρή, αθώα φρασούλα «all work and no play makes Jack a dull boy» καταλήγει να είναι χειρότερη από οποιονδήποτε μανιακό δολοφόνο που πλησιάζει με ένα πριόνι, τσεκούρι κ.ο.κ. Αυτό για μένα είναι ο απόλυτος τρόμος. Όταν μου ζήτησαν να κάνω ένα μικρό βίντεο με αφορμή την προβολή της «Λάμψης» στη Στέγη, αποφάσισα να επικεντρωθώ στην αντοχή της ταινίας στον χρόνο, αλλά και στην ξεχωριστή σκηνή που ανέφερα παραπάνω. Το αποτέλεσμα είναι ένας προσωπικός φόρος τιμής στον αγαπημένο μου σκηνοθέτη!

Βασίλης Κεκάτος

Βλέποντας πριν από λίγες ημέρες για δεύτερη φορά στη ζωή μου τη «Λάμψη», δώδεκα χρόνια αργότερα από την πρώτη, αισθάνθηκα να μου ασκεί την ίδια ακριβώς γοητεία, φανερώνοντάς μου όμως διαφορετικές πτυχές της αυτήν τη φορά. Το λευκό του χιονιού που στα εφηβικά μου μάτια έκοβε σαν λεπίδι δεν ήταν το ίδιο κοφτερό, ούτε και οι δαιδαλώδεις διάδρομοι το ίδιο αινιγματικοί. Ισως γιατί πλέον απουσίαζε η αίσθηση του ανοίκειου που μου προξενούσε τον φόβο παλιότερα. Θυμόμουν καλά τι θα έφερνε μαζί της η χιονοθύελλα, όπως και τι κρυβόταν στη στροφή κάθε διαδρόμου. Αυτό όμως που δεν θυμόμουν το ίδιο καθαρά ήταν εκείνο το παράξενο παιχνίδι της αιώνιας επιστροφής του Τζακ Τόρανς στο ξενοδοχείο Η θέα.

Η ταινία που έφτιαξα λέγεται «Bourbon on the rocks» και είναι στην ουσία το θεώρημα της αιώνιας επιστροφής του Φρίντριχ Νίτσε, αλλά ύστερα από ένα δυο ποτήρια μπέρμπον. Η ιδέα, δηλαδή, διέπεται από αυτήν τη φιλοσοφική θεώρηση, αλλά όπως θα τη διάβαζε κανείς κοιτάζοντας μέσα από το παραμορφωτικό γυαλί ενός σκαλιστού ποτηριού ουίσκι ή αφότου είχε καταναλώσει το περιεχόμενό του. Σύμφωνα με τη «Χαρούμενη επιστήμη» του Νίτσε, ο άνθρωπος επιστρέφει αδιάκοπα και ξαναζεί τη ζωή του αιωνίως πανομοιότυπα. Στην περίπτωση της ταινίας μου, ο κύριος Τόρανς επιστρέφει πράγματι ξανά και ξανά στην ίδια ζωή, το τέλος της όμως κάθε φορά είναι διαφορετικό. Κάποτε καταφέρνει να εξοντώσει την οικογένειά του, κάποτε όχι. Πάντοτε όμως προσπαθεί με τον ίδιο υπερβάλλοντα ζήλο.

Ζακλίν Λέντζου

Ο Κιούμπρικ είναι αδιαμφισβήτητα φαινόμενο. Έτσι και η «Λάμψη», σαν ένα από τα παιδιά του, είναι ένα ακόμη φαινόμενο. Από πολλές απόψεις. Πού να πρωτοσταθείς; Στην άψογη, γλαφυρή αποτύπωση του τρόμου στα μάτια της Ντιβάλ; Στο τέλειο χτίσιμο της παράνοιας του Τζακ; Στη μάχη για κυριολεκτική επιβίωση που δίνει το αγοράκι;

Για να κατασκευάσω κάτι, με αφορμή αυτό το αριστούργημα, φοβούμενη να το αγγίξω συνειδητοποιώντας τη βαρύτητά του, αποφάσισα να δουλέψω διαισθητικά. Συνειρμικά, ξαναβλέποντάς το, μου έμειναν δύο στοιχεία: το χιόνι και το αίμα. Παράλληλα, η ιστορία του παιδιού που τρέχει για να σωθεί μόνο του στο κρύο, μου έφερε στο μυαλό μια άλλη αγαπημένη ταινία –μη γελάσετε–, το «Μπάμπι, το ελαφάκι». Έτσι, η ταινία μου θα είναι μια προσέγγιση αρκετά πιο αφαιρετική, ωστόσο, ελπίζω με συναισθηματική εγγύτητα. Τρόμος.

Documento Newsletter