Στις χώρες της ευρωζώνης από τον Νοέμβριο του 2022 παρατηρείται μια σταδιακή μείωση του ρυθμού πληθωρισμού (από 10,6% τον Οκτώβριο του 2022 σε 6,9% τον Μάρτιο του 2023) σε ετήσια βάση. Το ίδιο παρατηρείται και στην Ευρωπαϊκή Ενωση των 27 χωρών, με τη διαφορά ότι ο υπολογιζόμενος ρυθμός πληθωρισμού είναι περίπου μία μονάδα υψηλότερος. Αυτό σημαίνει ότι ο Γενικός Δείκτης Τιμών συνεχίζει να αυξάνει, με φθίνοντα όμως ρυθμό. Ο βασικός λόγος προφανώς είναι η αποκλιμάκωση των τιμών ενέργειας.
Ομως στον τομέα των τροφίμων ο ρυθμός πληθωρισμού είναι υπερδιπλάσιος του αντίστοιχου μέσου ρυθμού. Τον Φεβρουάριο του 2023 ο πληθωρισμός τροφίμων στις χώρες της ευρωζώνης ήταν 17,7% και της ΕΕ-27 19,5%. Μάλιστα υπάρχουν χώρες στην ΕΕ στις οποίες οι τιμές των τροφίμων αυξάνονται με ρυθμό πάνω από 20% (Γερμανία 22,3%, Πορτογαλία 22%, Βέλγιο 19,9%, ενώ όλες οι χώρες της ανατολικής Ευρώπης παρουσιάζουν αυξήσεις γύρω στο 25%, με πρωταθλήτρια την Ουγγαρία με 47%).
Σε πολλές χώρες οι αυξήσεις αυτές είναι πρωτόγνωρες και δεν είχαν παρατηρηθεί μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην Ελλάδα ο ΕνΔΤΚ (εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή) τον Μάρτιο του 2023 ήταν 5,4% ενώ ο πληθωρισμός τροφίμων τον Φεβρουάριο του 2023 ήταν 14,7%.
Οι υπερδιπλάσιες αυξήσεις στον τομέα των τροφίμων αποτελούν ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ευρωπαϊκή Ενωση δεδομένου ότι επηρεάζει σημαντικότατα την αγοραστική δύναμη των Ευρωπαίων πολιτών, οι οποίοι δαπανούν όλο και μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους στον τομέα των τροφίμων, υφιστάμενοι διπλάσιο πληθωρισμό από αυτόν που ανακοινώνεται ως μέσος όρος. Οι αυξήσεις των τιμών των τροφίμων προκαλούν πρόσθετους πονοκεφάλους στα κυβερνητικά οικονομικά επιτελεία και τελικά εντεινόμενη κοινωνική δυσφορία και πολιτική αναταραχή.
Οι λόγοι της αύξησης των τιμών των τροφίμων είναι πολλαπλοί (οι τιμές ενέργειας, οι εφοδιαστικές αλυσίδες, τα υπερκέρδη κ.λπ.) και για τον λόγο αυτό η αποκλιμάκωση της αύξησης θα είναι αργή και σταδιακή. Ως εκ τούτου η αντιμετώπιση του πληθωρισμού των τροφίμων είναι πιο περίπλοκη από τις παρεμβάσεις στις πιο ρυθμιζόμενες αγορές ενέργειας.
Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις επιστρατεύουν όλα τα μέτρα που έχουν στη διάθεσή τους και υπάρχουν στη φαρέτρα της οικονομικής θεωρίας, όπως μειώσεις έμμεσων φόρων, επιβολή ανώτατων ορίων τιμών, αυστηρότεροι έλεγχοι, προσφορά καλαθιών με επιλεγμένα προϊόντα ύστερα από συμφωνία με τους προμηθευτές κ.λπ.
Η Πορτογαλία κατήργησε τους φόρους στα είδη πρώτης ανάγκης, ενώ η Γαλλία ανάγκασε τα σουπερμάρκετ να χτυπήσουν τα περιθώρια κέρδους και η Σουηδία ενίσχυσε τους ελέγχους. Η Πολωνία σχεδιάζει να διατηρήσει τον μηδενικό φόρο τροφίμων σε ισχύ μέχρι το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους και ενδέχεται να τον παρατείνει περαιτέρω. Η κυβέρνηση της Ιταλίας εξετάζει μείωση της έμμεσης φορολογίας σε βασικά προϊόντα όπως ζυμαρικά, ψωμί και γάλα. Η Ουγγαρία εισήγαγε ανώτατα όρια τιμών των τροφίμων στις αρχές του 2022, αλλά ο πληθωρισμός των τιμών των τροφίμων έχει επιταχυνθεί έκτοτε σε σχεδόν 50%.
Η αλήθεια είναι όμως μία: η ακρίβεια ειδικά στις τιμές των τροφίμων ήρθε και θα παραμείνει ακόμη κι αν με την πάροδο του χρόνου δούμε μείωση του ρυθμού πληθωρισμού. Οι τιμές απλώς θα αυξάνονται με μικρότερο ρυθμό. Επομένως η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων θα υφίσταται απώλειες όσο δεν αναπληρώνεται από την αύξηση των μισθών. Επίσης η υποχώρηση των τιμών ενέργειας μάλλον είναι συγκυριακή, κάτι που προφανώς αυξάνει τους κινδύνους για το μέλλον.
*Ο Κώστας Μελάς είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο