Καλοκαίρι με τη Μόνικα: Μια μπεργκμανική καλοκαιρινή ιστορία του Νίκου Κουφάκη για το Docville

Έρωτας σε υπερφωτισμένους τόνους – με το φθινόπωρο το φως και ο έρωτας υποχωρούν.

Ας πούµε ότι η µελαγχολία µου ταιριάζει µε τη Στοκχόλµη· θυµάµαι, ήταν το καλοκαίρι του 1953 – ή µήπως ήταν το 1952; Παχουλά, τεµπέλικα σύννεφα περνούν χαµηλά λίγο πάνω από τις γέφυρες και τα µάτια της Μόνικα λάµπουν υπέροχα στο φως του σπίρτου που της ανάβω. Είµαστε κι οι δύο κοντά στα δεκαεννιά, µες στο µικρό ταχύπλοο του πατέρα µου, ο άνεµος µας παρασέρνει τα µαλλιά και οι καταπράσινες νησίδες στο αρχιπέλαγος µοιάζουν µε την εκπλήρωση µιας υπόσχεσης. Ανάµεσα στα σύννεφα ο πρωινός ήλιος φωτίζει το πρόσωπο της γυµνής Μόνικα, το είδωλό της κυµατίζει στο νερό· δεν σταµατώ να τη θαυµάζω κρυφά, µε ικανοποίηση, καθώς στέκοµαι δίπλα της ή λίγο πιο πίσω, στη σκιά της, πάντως µες στη γυάλα του έρωτά µας. Το καλοκαίρι πλησιάζει στο τέλος του και µαζί οι προµήθειες στα τρόφιµα. Συνεχίζουµε να τρέχουµε ή παίζουµε κρυφτό ανάµεσα στα δέντρα, χαµογελάµε χωρίς λόγο, κάνουµε έρωτα και παρατηρούµε µε τις ώρες ανέµελοι τις σκοτεινές γκρίζες και µαύρες µπορντούρες που τυλίγουν τα σύννεφα στις άκρες τους. Ο ήλιος κρύβεται επίσης όλο και πιο συχνά. Στο µεταξύ η πείνα µεγαλώνει στο στοµάχι της Μόνικα µαζί µε τον καρπό του έρωτά µας, τον «µικρό Χάρι»· όσο εγώ µένω σκυφτός και τριγυρίζω άσκοπα κάτω από τα έλατα, η Μόνικα εισβάλλει στην κουζίνα ενός σπιτιού µες στο δάσος που φαίνεται άδειο και αρπάζει ένα κοµµάτι ψητό κρέας. Κάνει λάθος να νοµίζει ότι τα έχει καταφέρει, όταν ακούγονται σκυλιά που πλησιάζουν. «Τώρα είµαι ένα τροµαγµένο αγρίµι που κρύβεται στο κελάρι» θα µου αφηγηθεί λαχανιασµένη λίγο αργότερα µε δάχτυλα πασαλειµµένα στο λίπος. Το ζευγάρι που επιστρέφει αιφνιδιαστικά στο σπίτι του επίσης κάνει λάθος να νοµίζει πως την έχει στο χέρι και ετοιµάζεται να καλέσει την αστυνοµία, όµως εκείνη θα το σκάσει· θηριώδης η Μόνικα, τους την έσκασε και τρέχει, τρέχει και γελάει ασταµάτητα· γιατί όχι; Στα χέρια της κρατάει το κοµµάτι µε το κρέας και στο πρόσωπο έχει ίχνη αίµατος από τις έξαλλες δαγκωµατιές της.

Νίκος Κουφάκης

Πρέπει να επιστρέψουµε τώρα, η Στοκχόλµη µας περιµένει µαζί µε τα σχέδια της κοινής µας ζωής. Σκέφτοµαι, σκέφτοµαι και φαντάζοµαι πολλά, βλέπω τη Μόνικα και το σπίτι που θα ετοιµάσουµε, βλέπω την αυλή που παίζουµε χαρούµενοι µε τον γιο µας ή την κόρη µας, όταν κάνει κρύο διαβάζουµε µπροστά στο τζάκι· όµως η Μόνικα µε ακούει και κοιτάζει αηδιασµένη, µου δείχνει τις αποκρουστικές πρασινάδες στις αλυσίδες από τα στάσιµα νερά του λιµανιού που µόλις έχουµε αράξει. «Να πας στον διάβολο, Χάρι! Κι εσύ και η κόρη σου και ο γιος σου και η µιζέρια µας».

Ανάβει τσιγάρο, βλέπει το πρόσωπό της στον καθρέφτη, διακρίνεται το σουτιέν κάτω από το ξεκούµπωτο πουκάµισό της, είναι όµορφη και ερωτική, χτενίζει βιαστικά τα µαλλιά της, ισιώνει τη γραµµή της νάιλον κάλτσας κάτω από τη φούστα του ταγέρ, καγχάζει, φυσά τον καπνό στο «βαρετό, όλο καλές προθέσεις» πρόσωπό µου και βγαίνει να χορτάσει την πείνα της – πεινάει η Μόνικα, πολύ πεινάει, µισεί την καθηµερινότητα µε τα αποφόρια της: «Τι είναι αυτό που σπαρταράει έξω από το άθλιο δωµατιάκι µας, Χάρι; Τι είναι, ξέρεις; Ξέρεις τι γίνεται εκεί έξω όσο εσύ κοιµάσαι πάνω στα βιβλία σου;». Φυσικά, η Μόνικα θα πάρει αυτό που έχει ανάγκη, θα το αρπάξει και θα θρέψει την πείνα της. Την επόµενη φορά που θα πεινάσει, αν χρειαστεί, θα κάνει ακριβώς το ίδιο, «ναι, αυτό θα κάνω, Χάρι, γιατί έτσι· ο καθένας έχει τον τρόπο του, Χάρι». «∆εν έχω καµιά αµφιβολία, Μόνικα, ίσως είναι καλύτερα να χωρίσουµε». Αν η ζωή µας γυριζόταν σε ταινία, τώρα τα µάτια µου θα κοιτούσαν ευθεία µπροστά στον φακό µε απόγνωση, µε ύφος απορηµένο και κάπως ηλίθιο· στο επόµενο πλάνο ο φακός θα στρεφόταν προς το µέρος της: στα µάτια της Μόνικα θα καθρεφτίζονταν, γιατί όχι, οι φλόγες από τα έλατα που καίγονται σαν γιγαντιαία σπίρτα δίπλα στη θάλασσα, στο Βάξχολµ, εκεί όπου κολυµπούσαµε παιδιά.

Ο Νίκος Κουφάκης είναι εκδότης (Loggia).