Καλλιέργεια ακρίβειας από το χωράφι με «γαλάζια» μέτρα

Οι αγρότες κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν για τρίτη συνεχόμενη χρονιά το αυξημένο κόστος σε λιπάσματα, αγροεφόδια, ντίζελ κίνησης και ρεύμα, αλλά για πρώτη φορά και στο κόστος άρδευσης, τουλάχιστον σε ορισμένους νομούς, π.χ. Κορινθία. Κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν επίσης –όπως κάνουν κάθε χρόνο από το 2020, όταν η κυβέρνηση της ΝΔ άλλαξε τη νομοθεσία περί εργατών γης– την έλλειψη εργατικών χεριών. Και επιβαρύνθηκαν περαιτέρω από τις αρνητικές εκπλήξεις του καιρού, συγκεκριμένα τις ασυνήθιστες για τον Ιούνιο επαναλαμβανόμενες μεγάλες βροχές και χαλαζοπτώσεις και τον καύσωνα του Ιουλίου. Το αποτέλεσμα ήταν να υπάρξουν τεράστιες καταστροφές, της τάξης του 60-70%, στις σοδειές από τον Εβρο έως την Ηλεία για πάρα πολλές καλλιέργειες.

Τέτοιων διαστάσεων καταστροφές συνεπάγονται όμως μεγάλη απώλεια εισοδήματος, αλλά ειδικά για ορισμένες καλλιέργειες και κίνδυνο απώλειας των κοινοτικών ενισχύσεων αν οι ζημιές δεν καταγραφούν εγκαίρως, κάτι που ο Οργανισμός Ελληνικών Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΕΛΓΑ) αδυνατούσε να κάνει λόγω της έλλειψης επαρκούς αριθμού γεωπόνων.

Για όλους αυτούς τους λόγους λοιπόν από τον Ιούνιο ξεκίνησε ένας αναβρασμός στον αγροτικό χώρο, με συλλογικές κινητοποιήσεις δεκάδων αγροτικών συνεταιρισμών, από τον Εβρο και τη Βέροια ως τον Θεσσαλικό κάμπο και την Ηλεία, που ζητούσαν να προσλάβει ο ΕΛΓΑ γεωπόνους ώστε να καταγράψουν εγκαίρως τις ζημιές αλλά και να αλλάξει ο αναχρονιστικός κανονισμός του ώστε να αποζημιώνει τις ζημιές από τα φυσικά φαινόμενα κοντά στην τρέχουσα τιμή – αίτημα που δεν θέλει να ικανοποιήσει η κυβέρνηση της ΝΔ για να μην αυξήσει τη δημόσια χρηματοδότηση των αγροτικών ασφαλίσεων.

Προβλήματα στις πληρωμές του ΕΛΓΑ

Σταδιακά βεβαίως ο ΕΛΓΑ προσέλαβε τους γεωπόνους που χρειαζόταν, ακόμη και σήμερα όμως, δύο μήνες μετά, η καταγραφή των μεγάλων ζημιών από τις βροχοπτώσεις και το χαλάζι του Ιουνίου δεν έχει ολοκληρωθεί καθώς προέκυψαν οι καταστροφικές φωτιές σε Ρόδο, Κέρκυρα, Εύβοια, Μαγνησία, Εβρο, Ροδόπη, Βοιωτία και οι ελεγκτές του ΕΛΓΑ στάλθηκαν να καταγράψουν τις ζημιές της πρωτογενούς παραγωγής στα καμένα.

Ολες αυτές οι αντιξοότητες οδήγησαν όμως σε μεγάλη πτώση της αγροτικής παραγωγής, που σε συνδυασμό με την οικονομική ασφυξία των καλλιεργητών τροφοδότησε άκρως δυσάρεστες εκπλήξεις για τους καταναλωτές, με αποτέλεσμα οι χαμηλόμισθοι Ελληνες να κληθούν πρώτη φορά φέτος να πληρώσουν τα φρούτα και τα λαχανικά που βάζουν στο τραπέζι τους κάθε καλοκαίρι ως είδη πολυτελείας.

Μοναδική στην Ευρώπη έκρηξη των τιμών στα φρούτα

Τα νούμερα που έδωσαν Eurostat και ΕΛΣΤΑΤ για τις κινήσεις των ελληνικών τιμών στα φρούτα τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο προκάλεσαν σοκ. Σύμφωνα με τη Eurostat, τον Ιούνιο η Ελλάδα σημείωσε τη μεγαλύτερη μηνιαία (σε σχέση με τον Μάιο δηλαδή) αύξηση τιμών στα φρούτα σε όλη την Ευρώπη, 24,5%, όταν η δεύτερη μεγαλύτερη αύξηση, που σημειώθηκε στην Εσθονία, ήταν στο 7,2%. Η ΕΛΣΤΑΤ υπολόγισε τη μηνιαία αύξηση τιμών στα φρούτα του Ιουνίου ακόμη πιο ψηλά, στο 28,8%, ανέφερε όμως μηνιαία μείωση τιμών στα φρούτα τον Ιούλιο -9,3%. Κατά την ΕΛΣΤΑΤ, σε ετήσιο επίπεδο, δηλαδή συγκριτικά με πέρσι, τον Ιούλιο η αύξηση των τιμών στα φρούτα έφτασε το 19,4% και στα λαχανικά το 15,5%.

Τα ελληνικά νοικοκυριά ωστόσο με τα συρρικνωμένα λόγω του καλπάζοντος πληθωρισμού εισοδήματα αυτό που αντιλήφθηκαν όταν πήγαν τον Ιούλιο να αγοράσουν καρπούζι και το είδαν να πουλιέται προς 0,80 ως 1 ευρώ το κιλό, έναντι 0,25-0,30 ευρώ πέρσι, ήταν μια εξωφρενική αύξηση που άγγιζε το 300%.

Αντίστοιχα εξωφρενικές ήταν και οι αυξήσεις που είδαν στα κεράσια (5-6 ευρώ το κιλό), στα βερίκοκα, στα σταφύλια, στα φασολάκια, στις ντομάτες, στα αγγούρια κ.ά. – σε όλα της τάξης του 80-100%.

Με την είσοδο του Αυγούστου η εικόνα άρχισε σταδιακά να βελτιώνεται και το κύμα ακρίβειας, τουλάχιστον για ορισμένα φρούτα, π.χ. καρπούζι, πεπόνι, ροδάκινα, να υποχωρεί. Παρ’ όλα αυτά, μια ματιά στο δελτίο τιμών φρούτων και λαχανικών που καταρτίζει ο Οργανισμός Κεντρικών Αγορών και Αλιείας (με ημερομηνία 22 Αυγούστου), το οποίο παρέχει συγκριτικά στοιχεία για τις τιμές χονδρικής στου Ρέντη σε σχέση με πέρσι, δείχνει ότι ακόμη και σήμερα οι τιμές για τη συντριπτική πλειονότητα των φρούτων και λαχανικών παραμένουν 20-50% υψηλότερες συγκριτικά με πέρσι.

Ενδεικτικά, στα σταφύλια οι τιμές βρίσκονται στο 1,30 ευρώ το κιλό έναντι 0,90 πέρσι, στη σουλτανίνα στο 1,50 ευρώ το κιλό έναντι 1 ευρώ πέρσι, στα σύκα στα 2,50 ευρώ το κιλό έναντι 2 ευρώ πέρσι, στα πορτοκάλια βαλέντσια στο 0,90 το κιλό έναντι 0,60 πέρσι. Αντίστοιχα υψηλές παραμένουν οι ανατιμήσεις στα περισσότερα λαχανικά, με τις ντομάτες να πουλιούνται στο 1,30 ευρώ το κιλό από 0,90 πέρσι, τα φασολάκια στα 2,80 ευρώ το κιλό από 1,50-2 ευρώ πέρσι, τις μελιτζάνες στο 1,10 ευρώ το κιλό από 0,80 πέρσι και όλα τα ζαρζαβατικά γενικώς –κρεμμύδια, μαϊντανός, άνηθος, ραδίκια κ.ά.– να πουλιούνται σε τιμές 3040% υψηλότερες σε σχέση με πέρσι. Και βέβαια αυτές είναι οι τιμές στις οποίες αγοράζουν οι μανάβηδες και οι κάθε λογής λιανοπωλητές, επάνω στις οποίες προστίθεται το δικό τους περιθώριο κέρδους (20-30%, λένε οι παραγωγοί), με αποτέλεσμα οι καταναλωτές να αγοράζουν τελικά τα σταφύλια και τη σουλτανίνα πάνω από 2 ευρώ το κιλό, τις ντομάτες 1,70 ευρώ το κιλό και τις μελιτζάνες 1,80 ευρώ το κιλό.

Τα πρωτοφανή αυτά για τη χώρα μας επίπεδα τιμών, που εξαντλούν και τις τελευταίες αντοχές των νοικοκυριών, ανέδειξαν τις αυξήσεις στα φρούτα και λαχανικά σε σκάνδαλο του καλοκαιριού και κεντρικό θέμα τηλεοπτικών δελτίων, τροφοδοτώντας αντιπαραθέσεις σχετικά με το τι φταίει για τις ανατιμήσεις και κυρίως πότε μπορεί να επιστρέψουν οι τιμές στα προηγούμενα, τα οικεία και λογικά για μια χώρα με χαμηλούς μισθούς σαν τους ελληνικούς, επίπεδα.

Συρρίκνωση εκμεταλλεύσεων

Ετσι, π.χ., τα πνεύματα άναψαν πριν από λίγες μέρες όταν ο πρόεδρος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Λιανικής Πώλησης Ελλάδας (ΣΕΛΠΕ) Αντώνης Μακρής υποστήριξε ότι για τις αυξημένες τιμές στα φρούτα δεν φταίει η λιανική όπου υπάρχει πλαφόν στα περιθώρια κέρδους, αλλά η αισχροκέρδεια των παραγωγών, που κάνουν ό,τι θέλουν, και κάλεσε την κυβέρνηση να επιβάλει πλαφόν στα κέρδη των καλλιεργητών.

Οι εμπρηστικοί τόνοι Μακρή προκάλεσαν όμως τις έντονες αντιδράσεις των παραγωγών, με τους αγροτικούς συλλόγους Καστοριάς, Γαργαλιάνων, Φιλιατρών και Ιεράπετρας να του απαντούν ότι οι αγρότες δύο χρόνια τώρα προειδοποιούν για κύμα ακρίβειας στα αγροτικά προϊόντα λόγω της εκτόξευσης του κόστους παραγωγής και κανείς δεν τους ακούει, ότι ο πρωτογενής τομέας, όντας ο μόνος κλάδος που αγοράζει τις πρώτες ύλες σε τιμές λιανικής και πουλάει την παραγωγή του σε τιμές χονδρικής, έχει πολύ περιορισμένα ποσοστά κέρδους συγκριτικά με τα σουπερμάρκετ που επιδοτούνται με 650 εκατ. ευρώ ετησίως από τον Αδωνη Γεωργιάδη με το Market Pass κι ότι αυτός που φταίει για τις υψηλές τιμές των αγροτικών προϊόντων είναι άλλος κι όχι οι αγρότες που δεινοπαθούν, όπως δείχνει άλλωστε το μεγάλο κύμα εγκατάλειψης της πρωτογενούς παραγωγής που βρίσκεται σε εξέλιξη τα τελευταία δέκα χρόνια και έχει οδηγήσει σε περιορισμό των αγροτικών εκμεταλλεύσεων στην Ελλάδα κατά 2048% στη δεκαετία.

Οι πολιτικές ευθύνες για την έλλειψη εργατών γης και το μπάχαλο με τη νέα ΚΑΠ

Παρεμβαίνοντας πριν από λίγες μέρες στη συζήτηση σχετικά με το τι φταίει για τις μεγάλες αυξήσεις τιμών σε φρούτα και λαχανικά φέτος στην Ελλάδα, ο πρόεδρος του Αγροτικού Συνεταιρισμού Μαραθώνα Αλέκος Βάρσος ανέδειξε το πρόβλημα της πτώσης της ελληνικής αγροτικής παραγωγής ως ευρύτερο πρόβλημα που δεν οφείλεται μόνο στις συγκυριακά δύσκολες καιρικές συνθήκες των μηνών Ιουνίου – Ιουλίου αλλά στη γενικότερη πτώση της παραγωγικότητας στις καλλιέργειες επειδή λείπουν από τη χώρα εργάτες γης.

Η έλλειψη εργατών γης αποτελεί πράγματι μείζον πρόβλημα για τον πρωτογενή τομέα και έχει πολιτικές ρίζες. Είναι δημιούργημα της κυβέρνησης Μητσοτάκη, που με την έλευσή της στην εξουσία το 2019 κατάργησε τη νομοθεσία του ΣΥΡΙΖΑ που έδινε στους αγρότες τη δυνατότητα να προσλαμβάνουν και να ασφαλίζουν με εργόσημο παράτυπους μετανάστες και την αντικατέστησε με ένα σύστημα μετάκλησης εργατών γης από τρίτες χώρες, υποτίθεται «για να μπει τάξη» και να περιοριστεί η παράνομη μετανάστευση. Η διάθεση «επιβολής της τάξης» είχε όμως ως αποτέλεσμα να φύγουν από την Ελλάδα οι ξένοι εργάτες γης και να πάνε στην Ιταλία και την Ισπανία που ήταν πρόθυμες να τους δώσουν χαρτιά εύκολα, με αποτέλεσμα το έμφραγμα στην ελληνική γεωργία και την πτώση της αγροτικής παραγωγής. Η ΝΔ υποτίθεται ότι επιχειρεί τέσσερα χρόνια τώρα να λύσει το πρόβλημα που δημιούργησε με ένα δικό της σύστημα μετάκλησης ξένων εργατών, που όλο το αλλάζει επειδή είναι γραφειοκρατικό και εντελώς ανεφάρμοστο, καθώς δεν υπάρχει προσωπικό στις αρμόδιες διευθύνσεις των αποκεντρωμένων διοικήσεων που καλούνται να διαχειριστούν τις μετακλήσεις, με αποτέλεσμα το απόλυτο φιάσκο.

Κι ενώ για όλα αυτά φωνάζουν από το 2020 πλήθος αγροτικοί σύλλογοι από όλη την Ελλάδα, τονίζοντας ότι η έλλειψη εργατών γης οδηγεί σε μείωση της παραγωγής και αύξηση των τιμών των προϊόντων, η κυβέρνηση της ΝΔ αδυνατεί να βρει λειτουργικές λύσεις, με αποτέλεσμα το πρόβλημα να διαιωνίζεται. Αλλά υπάρχει κι ένας δεύτερος λόγος για τον οποίο οι καταναλωτές δεν πρέπει να προσδοκούν μείωση τιμών στα ελληνικά αγροτικά προϊόντα για τα επόμενα ένα δύο χρόνια κι αυτός είναι το μπάχαλο, πάλι με πολιτικές ευθύνες της ΝΔ, που συνόδευσε φέτος την εισαγωγή της νέας ΚΑΠ και το οποίο αναμένεται να οδηγήσει στην καταβολή πολύ ψαλιδισμένων επιδοτήσεων στους αγρότες για το 2023.

Με δυο λόγια, ενώ από 1ης Ιανουαρίου υπάρχει η νέα ΚΑΠ 2023-27 και βάσει αυτής θα δοθούν οι επιδοτήσεις του 2023, οι οποίες είναι έτσι κι αλλιώς μειωμένες σε σχέση με των προηγούμενων ετών, η κυβέρνηση της ΝΔ, σε ένα ακραίο δείγμα διαχειριστικής ανεπάρκειας, δεν μπόρεσε να ετοιμάσει εγκαίρως ούτε το απαραίτητο λειτουργικό πληροφοριακό σύστημα ώστε να γίνει η επεξεργασία των δηλώσεων καλλιέργειας του 2023 ούτε να βγάλει τις εφαρμοστικές αποφάσεις που απαιτούνταν, π.χ. για τα λεγόμενα οικολογικά σχήματα, ώστε να δώσει κατευθύνσεις στους καλλιεργητές τι να κάνουν για να αυξήσουν τις επιδοτήσεις τους. Οι τραγικές όμως αυτές καθυστερήσεις θα έχουν αποτέλεσμα να χαθούν φέτος πολλά χρήματα, να έχουν προβλήματα οι πληρωμές και όλη αυτή η πίεση πάνω στους αγρότες θα οδηγήσει τελικά σε αύξηση των τιμών των αγροτικών προϊόντων, την οποία θα κληθούν στο τέλος να πληρώσουν οι καταναλωτές των πόλεων.

Ετικέτες