Και όμως, στη Δημοκρατία υπάρχουν αδιέξοδα

Τα ατομικά δικαιώματα στον «αστερισμό του Covid – 19»

Εκτός των άλλων αντοχών, η έλευση του Covid – 19 ως κοινωνική πλέον συνθήκη στις κοινωνίες της ύστερης νεωτερικότητας, δοκίμασε και τα ερμηνευτικά όρια του Συντάγματος.

Μετά τον πρώτο κύκλο εκφοράς των σχετικών απόψεων των ασχολούμενων με τον επιστημονικό κλάδο του Συνταγματικού Δικαίου, εν είδει σχολίων, συνάγονται τα εξής:

1. Η σχεδόν καθολική θέση ότι, τα μέτρα που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση της πανδημίας, συνάδουν απολύτως με τις σχετικές συνταγματικές διατάξεις (από το 2010 άλλωστε μέχρι και σήμερα, ο συνταγματικός λόγος στη Χώρα μας εμφανίζεται – κατά παράδοξο τρόπο – ομόφωνος, γεγονός όμως, που δεν συνεπιφέρει την προαγωγή του εν λόγω συνταγματικού πεδίου, το οποίο από τη φύση του αναζωογονείται στη βάση των αναγκαίων αντίθετων προερμηνευτικών επιλογών του κάθε ερμηνευτή).

2. Η δημόσια υγεία, η οποία αναγορεύεται πλέον σε ύπατο συνταγματικό αγαθό (στη λογική απλά ότι, αν δεν έχει κάποιος υγεία, τι να τα κάνει τα υπόλοιπα), δεν επιτρέπεται να σταθμίζεται με άλλα συνταγματικά αγαθά και δικαιώματα (π.χ. της ατομικής ελευθερίας).

3. Η εναρμόνιση των μέτρων με το εννοιολογικό περιεχόμενο της αρχής της αναλογικότητας, δηλαδή, ότι τα ληφθέντα περιοριστικά μέτρα δεν κρίνονται υπερβολικά και δυσανάλογα προς τον επιδιωκόμενο σκοπό.

Ανεξάρτητα από τη φύση, την ένταση και την έκταση των συγκεκριμένων περιοριστικών μέτρων, κρίσιμο στοιχείο αποβαίνει η χρονική διάρκεια της ισχύος τους. Και τα δύο αυτά στοιχεία, ήτοι η φύση των ληφθέντων μέτρων και η προσωρινή διάρκεια αυτών, τελούν σε άρρηκτη συνάφεια μεταξύ τους, αφού ο χρόνος ισχύος τους συνδέεται αναπόσπαστα με την καταλληλότητα και αποτελεσματικότητα αυτών.

Σε περίπτωση, συνεχών παρατάσεων του χρόνου ισχύος των μέτρων, όπως μέχρι σήμερα συμβαίνει, κλονίζεται η αξιοπιστία και η καταλληλότητα των ληφθέντων μέτρων και τίθεται ευθέως και αμέσως το ζήτημα της συμπόρευσης αυτών με την αρχή της αναλογικότητας.

Εκτός της ως άνω συνταγματικής επιχειρηματολογίας, που αφορά την αντιστοιχία των μέτρων αυτών με τις συναφείς συνταγματικές διατάξεις τέθηκε ακόμα (!) και το θέμα της αλλαγής του τρόπου πρόσληψης του ίδιου του Συντάγματος αφού πλέον, το φιλελεύθερο κράτος έχει αποβάλει τις δικαιοπρακτικές θεσμικές εγγυήσεις του και έχει μετασχηματισθεί σε Κράτος Πρόσληψης.

Αποτιμώντας από μία άλλη οπτική τα ως άνω, να μου επιτραπεί (ασκώντας αν μη τι άλλο την ελευθερία του στοχασμού και της έκφρασης) να σημειώσω τα εξής:

1. Η ελευθερία της κίνησης και της κυκλοφορίας, συνιστά ουσιώδη συνιστώσα της ελευθερίας του ανθρώπου (άρθρο 5 του Συντάγματος).

Σύμφωνα με την άποψη ότι, στο πλαίσιο του ισχύοντος Συντάγματος μπορεί να τεθούν γενικοί περιορισμοί στην άσκηση της ως άνω ελευθερίας για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας κατ’ εφαρμογή της ερμηνευτικής δήλωσης του άρθρου 5 παρ. 4 του Συντάγματος, η οποία υπήρχε ήδη από τη θέσπιση του Καταστατικού μας Χάρτη (1975) και διατηρήθηκε σε ισχύ παρά την αναθεωρητική διεργασία του 2001. Πλην, όμως, πρέπει να σημειωθεί ότι, η ερμηνευτική δήλωση αναμφίβολα διαθέτει τυπική ισχύ ίση με την αντίστοιχη συνταγματική διάταξη στην οποία αναφέρεται, δηλαδή, αποσαφηνίζει το ουσιαστικό περιεχόμενο αυτής, παραταύτα δεν διαθέτει κανονιστική αυτοτέλεια, ήτοι, εν προκειμένω, δεν μπορεί να αποτελέσει το επαρκές συνταγματικό έρεισμα για τη θέσπιση γενικών περιοριστικών μέτρων της ελευθερίας της κίνησης.

Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 4 και η συνακόλουθη ερμηνευτική δήλωση, συνιστούν ενιαίο ομοιογενές κανονιστικό – συνταγματικό όλο, που πρέπει να συνερμηνεύονται από κοινού (ad block).

Στο ερμηνευτικό αυτό πλαίσιο, με την παρ. 4 του άρθρου 5 του Συντάγματος προβλέπεται η απαγόρευση των ατομικών διοικητικών μέτρων που περιορίζουν την ελεύθερη κίνηση στη Χώρα, καθώς και την ελεύθερη είσοδο και έξοδο σε αυτήν, ενώ στην αντίστοιχη ερμηνευτική δήλωση ορίζεται ότι, στο πεδίο της παραγράφου 4 δεν περιλαμβάνεται η λήψη μέτρων, που επιβάλλονται για την προστασία της δημόσιας υγείας ή της υγείας ασθενών, όπως νόμος ορίζει.

Ενόψει των ως άνω, η ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 5 παρ. 4 του Συντάγματος, αποσαφηνίζει και καθορίζει ότι επιτρέπεται η λήψη ατομικών διοικητικών μέτρων, που αφορούν στην προστασία της δημόσιας υγείας (ανάλογα και ο Α. Μάνεσης, Συνταγματικά Δικαιώματα, α’ ατομικές ελευθερίες σελ. 137).

Η λήψη των ατομικών διοικητικών μέτρων, συνίσταται στον περιορισμό της ελευθερίας κίνησης συγκεκριμένων προσώπων, για τα οποία υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις ότι πάσχουν από βαριά λοιμώδη ή μεταδοτική ασθένεια.

Το επιτρεπτό της λήψης ατομικών διοικητικών μέτρων, που αφορούν συγκεκριμένα πρόσωπα δεν εξικνείται μέχρι τη θέσπιση γενικής, καθολικής εφαρμογής και ισχύος περιοριστικών της ελευθερίας της κίνησης και μετακίνησης μέτρων.

Συνεπώς, από την ερμηνευτική προσέγγιση του άρθρου 5 παρ. 4 και της αντίστοιχης ερμηνευτικής δήλωσης δεν δικαιολογείται η κανονιστική επιβολή γενικής εφαρμογής μέτρων αναγκαίων για την προστασία της δημόσιας υγείας.

2. Η παράθεση συγκεκριμένων «επιστημονικών – ιατρικών» δεδομένων αποτέλεσε το εμπειρικό, πραγματολογικό υλικό για τη συγκρότηση, εν προκειμένω, της «έκτακτης και απρόβλεπτης ανάγκης», η οποία αξιώνει την πλήρη κατίσχυση του πραγματικού (είναι) επί του κανονιστικού (δέοντος).

Όμως, υπογραμμίζεται ότι, σε κάθε περίπτωση η ερμηνεία του Συντάγματος πρέπει να προσλαμβάνει διαλεκτική υφή, δηλαδή πρέπει σε αυτήν να συναιρείται η εκάστοτε κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα με το δεοντολογικό περιεχόμενο των συνταγματικών κανόνων που την διέπουν.

3. Ο συνταγματικός λόγος για να είναι μεθοδολογικά επαρκής, δεν πρέπει να είναι αποσπασματικός, μερικός και επιλεκτικός, αλλά θα πρέπει να εξετάζει, να κρίνει και να αξιολογεί την ολότητα, το σύνολο των ληφθέντων περιοριστικών της ελευθερίας μέτρων για την αντιμετώπιση του Covid – 19, όπως αυτά καθορίζονται κατά τρόπο αναλυτικό στις σχετικές Π.Ν.Π. και Κ.Υ.Α..

Ειδικότερα, όπως ορίζεται στα σχετικά νομοθετήματα, επιβλήθηκε ένας πρωτοφανούς εντάσεως περιορισμός του συνόλου σχεδόν των ατομικών δικαιωμάτων, όπως π.χ. της ελευθερίας της κίνησης και της κυκλοφορίας, της επαγγελματικής ελευθερίας, των προσωπικών δεδομένων, της θρησκευτικής λατρείας, δηλαδή του συνόλου των ατομικών δικαιωμάτων που συγκροτούν το ουσιαστικό περιεχόμενο του ατομικού δικαιώματος της ανθρώπινης ελευθερίας (άρθρο 5 του Συντάγματος), που συνιστά μαζί με την αξία του ανθρώπου (άρθρο 2 παρ. 2 του Συντάγματος) τις «καταστατικές» αρχές συνολικά της έννομης τάξης.

Παράλληλα δε, οι φορείς της κρατικής εξουσίας ενεργούν ανεξέλεγκτα, αφού έχουν ανασταλεί επ’ αόριστο τα νομικά όρια και η κάθε μορφής ελεγκτική διαδικασία επί θεμάτων, π.χ. εκτάκτων προμηθειών υγειονομικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού, εκτάκτων προσλήψεων – χωρίς την προβλεπόμενη διαδικασία από το Α.Σ.Ε.Π., προσβολής εργασιακών δικαιωμάτων, εκτεταμένης ψηφιοποίησης δεδομένων κ.λπ..

4. Η λήψη των μέτρων αυτών έλαβε χώρα εκ των προτέρων, κατά τρόπο αμιγώς προληπτικό. Και επιπροσθέτως, για την άσκηση ενός ατομικού δικαιώματος (π.χ. ελευθερία της κυκλοφορίας) απαιτείται προηγούμενη άδεια. Τούτο δε σημαίνει ότι, η άσκηση του δικαιώματος, καταρχήν, είναι απαγορευμένη. Εύλογα δε, τίθεται το ερώτημα εάν και κατά πόσον το προληπτικό αυτό σύστημα περιορισμού των ατομικών δικαιωμάτων, που είναι η πιο επαχθής μορφή αναστολής των ατομικών δικαιωμάτων, συμβιβάζεται με την εν γένει προστασία αυτών.

5. Η συνταγματικότητα των ληφθέντων περιοριστικών μέτρων κρίθηκε κυρίως, με γνώμονα την αρχή της αναλογικότητας. Στο πλαίσιο αυτό επισημαίνεται κυρίως το ζήτημα της προσωρινότητας (του χρονικού ορίου) των μέτρων και συνομολογήθηκε η συνταγματικότητα των μέτρων.

Παράλληλα δε, η θέσπιση των μέτρων και η εν γένει νομοθετική πολιτική της Χώρας πραγματώνεται με την έκδοση αλλεπάλληλων Π.Ν.Π. και Κ.Υ.Α., σύμφωνα με το άρθρο 44 του Συντάγματος.

Παρά το γεγονός ότι, αμφισβητείται εάν η Π.Ν.Π. παρέχει, όπως και ο κοινός νόμος (άρθρο 43 του Συντάγματος) τη δυνατότητα εξουσιοδότησης για την εξειδίκευση του κανονιστικού περιεχομένου αυτής.

Η έκτακτη, εξαιρετική αυτή διαδικασία τείνει να υποκαταστήσει τη συνταγματικά προβλεπόμενη νομοθετική διαδικασία και να υποβαθμίσει πλήρως τον θεσμικό ρόλο της Εθνικής Αντιπροσωπείας.

Πλην όμως, εκτός από το εν λόγω όριο που τίθεται για τον περιορισμό των ατομικών δικαιωμάτων, πρέπει να συνεξετασθεί και να ερμηνευτεί δεόντως και το ζήτημα της προστασίας του πυρήνα των ατομικών δικαιωμάτων.

Καθίσταται προφανές ότι, με την ισχύ των συγκεκριμένων μέτρων θρυμματίζεται, κονιορτοποιείται και προσβάλλεται ουσιωδώς ο πυρήνας, η ουσία των θιγόμενων ατομικών δικαιωμάτων, γεγονός που δεν ευθυγραμμίζεται με το φιλελεύθερο Κράτος Δικαίου.

Εν κατακλείδι, είναι προφανές πλέον ότι, οι αλλεπάλληλες «κρίσεις» που ταλάνισαν την τελευταία δεκαετία τη Χώρα μας, (δημοσιονομική, δημόσιας τάξης, και ασφάλειας και τώρα υγειονομική) αντιστρέφουν πράγματι τη σχέση της ελευθερίας και περιορισμών αυτής.

Ως κανόνας πλέον, όπως έχει υποστηριχθεί, θεωρείται ο περιορισμός και εξαίρεση η ελευθερία, γεγονός που συνεπάγεται πλέον τη διακύβευση των συγκροτητικών συνιστωσών του σύγχρονου φιλελεύθερου Κοινωνικού Κράτους Δικαίου και την άμεση απειλή του φιλελεύθερου χαρακτήρα του Πολιτεύματος, με αποτέλεσμα το θεσμικό και αξιακό σύστημα της Δημοκρατίας να τίθεται ευθέως σε αμφισβήτηση.

Ο Διονύσης Φιλίππου είναι δικηγόρος στον Άρειο Πάγο – Επικουρος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Νομικής Σχολής