Πριν από λίγες μέρες ένα δικαστήριο στη Βαρκελώνη αποφάσισε πως 748 ποδηλάτες που δουλεύουν για τη βρετανική εταιρεία διανομών Deliveroo θεωρούνταν λανθασμένα αυτοαπασχολούμενοι. Αυτή ήταν η 41η δικαστική νίκη των διανομέων έναντι των ψηφιακών πλατφορμών που τους απασχολούν καταχρηστικά ως αυτοαπασχολούμενους.
Η δίκη ήταν αποτέλεσμα έρευνας της επιθεώρησης εργασίας της Ισπανίας ύστερα από καταγγελία από συνδικάτα της Καταλονίας. Θεωρείται σημαντική καθώς το σύνολο των διανομέων που προσέφυγαν θα εγγραφούν στα μητρώα κοινωνικής ασφάλισης και η εταιρεία θα αναγκαστεί να πληρώσει περισσότερο από 1 εκατ. ευρώ στα ασφαλιστικά ταμεία.
Αυτή η ετυμηγορία δεν ήταν η πρώτη του είδους της. Τον περασμένο Σεπτέμβριο το ανώτατο δικαστήριο σε ανάλογη υπόθεση ενός διανομέα της εταιρείας Glovo ανακάλυψε ότι υπάρχει εργασιακή σχέση. Αυτή η υπόθεση έθεσε προηγούμενο και άνοιξε τον δρόμο για τις επόμενες κατακτήσεις των διανομέων στην Ισπανία. Από το 2017 που έχει ξεκινήσει ο αγώνας τους η επιθεώρηση εργασίας έχει αναγκάσει εργοδότες όπως η Glovo, η Amazon, η Deliveroo και η Uber να αναγνωρίσουν την υπαλληλική σχέση με σχεδόν 18.000 διανομείς που απασχολούν, επιβάλλοντας τους να πληρώσουν συνολικά 26 εκατ. ευρώ σε ασφαλιστικές εισφορές.
Στη Βρετανία τελεσιδίκησε πρόσφατα μια δίκη υπέρ του σωματείου Independent Workers Union of Great Britain – IWGB. Σύμφωνα με την απόφαση, τα δικαιώματα υγείας και ασφάλειας επεκτείνονται και στους εργαζόμενους πέραν των υπαλλήλων. Οι εταιρείες θα πρέπει να παρέχουν στους εργαζόμενους προσωπικό προστατευτικό εξοπλισμό, χωρίς τον οποίο ο εργαζόμενος δικαιούται να αρνηθεί να εργαστεί, πράγμα που δεν θα έχει συνέπειες στην εργασιακή του σχέση με την εκάστοτε πλατφόρμα. Οι αποφάσεις όμως δεν γίνονται απαραίτητα αυτόματα σεβαστές από τις εταιρείες. Οπως είπε ο επικεφαλής του σωματείου Αλεξ Μάρσαλ σε διαδικτυακή συνέντευξη: «Ακόμη και νόμοι να περάσουν, φαίνεται ότι αυτές οι τεράστιες εταιρείες ξεφεύγουν, εκτός αν πραγματικά τις στριμώξεις».
Στην Αυστραλία από φέτος οι επισφαλείς εργάτες έχουν το δικαίωμα συλλογικής διαπραγμάτευσης για τις αμοιβές τους. Η επιτροπή ανταγωνισμού και καταναλωτών της χώρας έδωσε την έγκρισή της για εξαίρεση των μικρών επιχειρήσεων με τζίρο μικρότερο από 10 εκατ. δολάρια Αυστραλίας από τους νόμους για τον ανταγωνισμό των επιχειρήσεων. Ετσι οι οδηγοί ιδιόκτητων αυτοκινήτων, διανομείς, δικαιοδόχοι επιχειρηματίες (franchisees) και υπεργολάβοι θα μπορούν να συνεννοούνται για τις αμοιβές τους, χωρίς όμως να έχουν το δικαίωμα περαιτέρω συνεννοήσεων ή οργάνωσης μποϊκοτάζ.
Οικονομία του ποδαριού
Στα αγγλικά έχει επικρατήσει να αποκαλείται «gig economy», το οποίο σε ελεύθερη μετάφραση μπορεί να αποδοθεί ως οικονομία της προσωρινής εργασίας. Ενέσκηψε στο προσκήνιο μετά το οικονομικό κραχ του 2008, όταν νέοι επιχειρηματίες της Silicon Valley προσπαθούσαν να επινοήσουν ένα νέο είδος εργασίας χωρίς αυστηρές ιεραρχίες, που «θα ήταν πάνω από τα χρήματα – ένα κοινωνικό πείραμα και μια ευκαιρία για μια πιο ανθρώπινη εναλλακτική στον παγκόσμιο καπιταλισμό», όπως γράφει η κοινωνιολόγος Τζούλιετ Σορ στο βιβλίο της «After the gig». Διάφορες εταιρείες που είτε ξεπήδησαν εκείνη την εποχή, όπως η Uber, η TaskRabbit και η Airbnb, είτε προϋπήρχαν, όπως η Couchsurfing, η Craigslist και το eBay, υπόσχονταν κάτι διαφορετικό. Ηταν πλατφόρμες οι οποίες λειτουργούσαν σαν μεσάζοντες ανάμεσα σε ιδιώτες ή και επιχειρήσεις και δημιούργησαν αυτό που αργότερα θα αποκαλούνταν οικονομία του διαμοιρασμού (sharing economy). Οι εταιρείες αυτές είχαν επιτυχία και μαζί με την επιτυχία προσέλκυσαν και μεγαλοεπενδυτές. Σύμφωνα με τη Σορ, 23 δισ. δολάρια εισέρρευσαν στον κλάδο από το 2010 μέχρι το 2017, τα οποία έπρεπε να αποδώσουν. Ετσι σήμερα οι ίδιες εταιρείες που ξεκίνησαν ως κάτι διαφορετικό κατηγορούνται «ότι πληρώνουν μισθούς πείνας, ανατρέπουν τις ισορροπίες σε αστικές γειτονιές και επιταχύνουν τις εκπομπές άνθρακα» (Σορ).
Οι εργαζόμενοι σε αυτές τις πλατφόρμες εξαιτίας της φύσης της εργασίας τους υφίστανται σοβαρές ψυχοκοινωνικές συνέπειες. Σε μελέτη του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου Συνδικαλιστικών Σωματείων (ETUI) αναφέρονται καταστάσεις όπως η φυσική και κοινωνική απομόνωση, αφού οι εργαζόμενοι καλούνται να δουλεύουν ατομικά και τα όρια μεταξύ χώρου εργασίας και προσωπικού χώρου θολώνουν. Ο αλγοριθμικός έλεγχος και η ψηφιακή επιτήρηση της εργασίας συμβάλλουν στην αύξηση του ρυθμού της εργασίας και της έλλειψης εμπιστοσύνης στην πλατφόρμα. Τέλος, το αίσθημα της εργασιακής ανασφάλειας λόγω της προσωρινότητας της εργασίας είναι πιο έντονο.
Μια σύγχρονη γαλέρα
Για πολλές πλατφόρμες υπάρχουν παράπονα ως προς τη μεταχείριση των εργαζομένων. Καμία όμως δεν φτάνει την περίπτωση της Arise. Η συγκεκριμένη εταιρεία είναι ένα ψηφιακό call center που έχει πελάτες όπως η Disney, η Comcast, η Airbnb κ.ά. Θεωρεί τους εργαζόμενούς της εξωτερικούς συνεργάτες, που σημαίνει ότι δεν έχουν τα εργασιακά δικαιώματα ενός υπαλλήλου. Οι εργαζόμενοι πρέπει να πληρώσουν την εταιρεία για τον εξοπλισμό και την εκπαίδευσή τους. Οι διευθυντές επιτηρούν εξ αποστάσεως τις κλήσεις που δέχονται οι εργαζόμενοι και μπορούν να διακόψουν για το παραμικρό το συμβόλαιό τους, χωρίς πρόβλεψη αποζημίωσης! Η εταιρεία ορίζει το ωράριο κατά το δοκούν, ακόμη και σε τριαντάλεπτες βάρδιες σκορπισμένες μες στη μέρα. Το κερασάκι στην τούρτα: αν ο εργαζόμενος παραιτηθεί, πρέπει να πληρώσει πρόστιμο «πρόωρου τερματισμού»! Σε έρευνα του υπουργείου Εργασίας των ΗΠΑ ανακαλύφθηκε ότι η Arise είχε υπεξαιρέσει 14 εκατ. δολάρια από τους εργαζόμενούς της και ότι όφειλε να καταβάλει τα διπλάσια σε ζημίες. Δυστυχώς όμως δεν πλήρωσε δεκάρα, αφού στη συνάντηση των εκπροσώπων της με το υπουργείο «διαφώνησε ευγενικά». Το υπουργείο τείνει να απέχει από υποθέσεις με μεγάλους παίκτες που μπορούν να εξαντλήσουν τους οικονομικούς πόρους του σε μακρόσυρτες δικαστικές διαμάχες…