Πρωτοποριακή απόφαση δικαστηρίου απλώνει δίχτυ προστασίας σε ζευγάρια που δεν έχουν παντρευτεί σε περίπτωση θανάτου του ενός συντρόφου, δίνοντας στον ή στη σύντροφο του εκλιπόντος δικαίωμα στην περιουσία που αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια της κοινής τους ζωής.
Η κοινή πορεία και η οικοδόμηση αμοιβαίας εμπιστοσύνης αποδεικνύονται από την ίδια τη ζωή και όχι από το τυπικό μυστήριο του γάμου.
Δικαστικό πέπλο προστασίας και για τις ανύπαντρες συντρόφους σε περίπτωση που αποβιώσει το έτερόν τους ήμισυ.
Εχουν δικαίωμα στην περιουσία που απέκτησε ο εκλιπών, με την υλική συνδρομή τους, κατά τη διάρκεια της κοινής τους ζωής, καθώς όταν εκλείψει η «νόμιμη αιτία» για την οποία του παρείχαν χρήματα, που είναι –τι άλλο; – η εξασφάλιση της… μονιμότητας, τα λεφτά πρέπει να επιστρέψουν στην τσέπη από την οποία βγήκαν. Και δυστυχώς ο θάνατος ακυρώνει την… εφ’ όρου ζωής κοινή συμβίωση.
Αυτό αποφάνθηκε, εν ολίγοις, το δικαστήριο στο οποίο προσέφυγε μια Ελβετίδα υπήκοος όταν μετά τον θάνατο του Ελληνα συντρόφου της το σπίτι που αυτός είχε αγοράσει με δικά της χρήματα στην περιοχή της Ακρόπολης στην Αθήνα «πέρασε» στην κατοχή της αδερφής του…
Με ένα πρωτοποριακό σκεπτικό οι δικαστές έκριναν ότι υπήρξε «αδικαιολόγητος πλουτισμός» και ότι η αξίωσή του είναι «κληρονομητή», άρα η αδερφή όφειλε να επιστρέψει το ακίνητο στη σύντροφο του αδερφού της.
Για να δικαιωθεί, βέβαια, η ατυχήσασα σύντροφος «ελεύθερης ένωσης» χρειάστηκε να περάσουν δέκα χρόνια από την κατάθεση της αγωγής της σε βάρος της αδερφής του εκλιπόντος και η υπόθεσή της έφτασε μέχρι τον… Αρειο Πάγο για να κλείσει οριστικά και αμετάκλητα με απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας.
Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, που συνιστά νομολογία για παρόμοιες περιπτώσεις:
*Η αγορά διαμερίσματος με χρήματα που η σύντροφός εισήγαγε από το εξωτερικό και δραχμοποίησε, λόγω του μεταξύ τους δεσμού εμπιστοσύνης, επειδή πίστευε βάσιμα ότι παρέχοντας τα χρήματα στον σύντροφό της θα εξασφαλιζόταν η συμβίωση και η διαμονή τους εφ’ όρου ζωής στο διαμέρισμα αυτό, κατά δε την ημέρα του θανάτου του συντρόφου της έληξε η νόμιμη αιτία για την οποία δόθηκαν τα χρήματα, συνιστά αδικαιολόγητο πλουτισμό συντρόφου ελεύθερης ένωσης. Η αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι κληρονομητή.
Η κοινή ζωή
Η ενάγουσα άσκησε την αγωγή το 2007 στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κοζάνης αναφέροντας ότι:
*Από το 1983 συζούσε σε ελεύθερη ένωση με τον αποβιώσαντα (το 1997). Αναπτύχθηκε δεσμός εμπιστοσύνης με περιεχόμενο την προσφορά χρηματικών παροχών και προσωπικών υπηρεσιών από την ίδια στον σύντροφο της με την προϋπόθεση της μονιμότητας της συμβίωσης.
Οπως προέκυπτε από τα αντίστοιχα παραστατικά, πράγματι η ενάγουσα κατά διαστήματα εισήγε ελβετικά φράγκα (τα οποία δραχμοποίησε) για την κάλυψη βιοτικών τους αναγκών αλλά και για αγορά διαμερίσματος από τον σύντροφο της.
Το πρώτο δικαστήριο αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγομένης να μεταβιβάσει στην ενάγουσα το διαμέρισμα στην περιοχή της Ακροπόλεως Αθηνών.
Η αδερφή-κληρονόμος όμως άσκησε έφεση κατά της απόφασης και κατά τη δεύτερη συζήτηση της υπόθεσης η αγωγή απορρίφτηκε με το σκεπτικό ότι «η εξώγαμη συμβίωση και η σιωπηρώς ενυπάρχουσα συμφωνία για την αμοιβαία, μέσα στο πλαίσιο της δημιουργούμενης σχέσης εμπιστοσύνης, παροχή υπηρεσιών ή περιουσιακή επίδοση μεταξύ των συμβιούντων αποτελεί αιτία διατηρήσεως των περιουσιακών ωφελειών του ενός προς τον άλλο που αποκλείουν την αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού».
Η υπόθεση έφτασε στον Αρειο Πάγο που αναίρεσε την τελευταία απόφαση, κρίνοντας ότι «είναι νόμιμη η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού όταν αυτός προέρχεται από εξώγαμη συμβίωση με σιωπηρώς ενυπάρχουσα συμφωνία για την αμοιβαία, στο πλαίσιο της εμπιστοσύνης, παροχή υπηρεσιών ή περιουσιακών επιδόσεων μεταξύ των συμβιούντων και αποτελεί αιτία μη διατήρησης των εντεύθεν περιουσιακών ωφελειών που δικαιολογούν την αξίωση». Η αγωγή δικάστηκε εκ νέου στο ίδιο δικαστήριο με διαφορετική σύνθεση.
Στο σκεπτικό της επίμαχης απόφασής του το Τριμελές Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας αναφέρει –μεταξύ άλλων– ότι:
*Ο δεσμός μεταξύ τους (της ενάγουσας και του εκλιπόντος) ήταν ισχυρός και η απόφασή τους για συμβίωση σοβαρή, ως δύο άτομα που επιλέγουν τυπική τέλεση γάμου. Εζησαν μαζί την υπόλοιπη ζωή τους μέχρι την 27-11-1997 κατά την οποία ο … απεβίωσε λόγω καρδιακού προβλήματος.
*Κατά τη διάρκεια της ασθένειάς του η ενάγουσα του συμπαραστάθηκε ως συμβία.
*Η ενάγουσα δραχμοποιούσε σταδιακά ελβετικά φράγκα και από το 1985 εργαζόταν ως λογοθεραπεύτρια λαμβάνοντας ικανοποιητικές αποδοχές, ποσά που επαρκούσαν για τις προσωπικές της ανάγκες.
* Ο συμβίος της εργαζόταν ως αρχιτέκτονας μηχανικός και δεν είχε κανένα περιουσιακό στοιχείο κατά την έναρξη της συμβίωσης. Από την εργασία του απεκόμιζε σημαντικά ποσά που επαρκούσαν για τις προσωπικές του ανάγκες, από δε του 1990 έτους ανέστειλε τις επαγγελματικές του δραστηριότητες λόγω του προβλήματος υγείας.
*Το 1988 αγόρασε διαμέρισμα, το τίμημα του οποίου δόθηκε αποκλειστικά από την ενάγουσα, η οποία προέβη στη ενέργεια αυτή ενόψει του μεταξύ τους δεσμού εμπιστοσύνης με περιεχόμενο την προσφορά από αυτήν προσωπικών υπηρεσιών και της παροχής αυτής για την απόκτηση του διαμερίσματος, στο οποίο θα ζούσαν και οι δύο στα πλαίσια μονιμότητας. Δηλαδή η ενάγουσα βάσιμα πίστευε όταν παρείχε τα χρήματα για την αγορά του διαμερίσματος, ότι θα εξασφαλιζόταν η συμβίωσή τους και η διαμονή της εφ’ όρου ζωής στο διαμέρισμα αυτό, ως ζευγάρι, και με αυτή την προοπτική ενήργησε. Συνεπώς με την παροχή αυτή υπήρξε αδικαιολόγητος πλουτισμός εκ μέρους της εναγομένης, μοναδικής εξ αδιαθέτου κληρονόμου του …, καθόσον κατά την ημερομηνία θανάτου έληξε η νόμιμη αιτία για την οποία είχαν δοθεί τα χρήματα.