Τη γνωστή υπόθεση αργομισθίας του συζύγου της Φώφης Γεννηματά, Ανδρέα Τσούνη, στο «Ερρίκος Ντυνάν» κατήγγειλε στην Εξεταστική Επιτροπή για την Υγεία ο πρώην σύμβουλος του Ανδρέα Λοβέρδου, Λυκούργος Λιαρόπουλος, γνωστός και ως… «Γερούν γερά»!
Όπως κατέθεσε ο Λιαρόπουλος, που αρνήθηκε πάντως οποιαδήποτε σχέση με τον πρώην υπουργό Υγείας του ΠΑΣΟΚ, Ανδρέα Λοβέρδο, από τον έλεγχο που είχε κάνει – επισυνάπτεται το σχετικό έγγραφο που κατέθεσε στην Εξεταστική – είχαν προκύψει εννέα πρόσωπα, που ήταν αργόμισθα, μεταξύ των οποίων και ο σύζυγος της σημερινής προέδρου του ΠΑΣΟΚ, Φώφης Γεννηματά, οδοντίατρος Ανδρέας Τσούνης.
Στο έγγραφο, μάλιστα, αναφέρεται ότι υπάρχουν άτομα «τα οποία πληρώνονται κανονικά με τον μηνιαίο μισθό τους, αλλά δεν έγινε αντιληπτό το διακριτό έργο τους στο νοσοκομείο και δεν φαίνεται ότι προσέρχονται κανονικά». Υπενθυμίζεται ότι η υπόθεση Τσούνη είχε αποκαλυφθεί από το 2014 και είχαν τότε δημοσιοποιηθεί στον ημερήσιο Τύπο έγγραφα του νοσοκομείου που ανέφεραν ότι πληρωνόταν για εφημερίες «on call», ενώ ειδικά τον πρώτο χρόνο της απασχόλησής του στο Ντυνάν δεν… πατούσε το πόδι του!
«Προτείνουμε την άμεση διακοπή της καταβολής των μισθών και την επανεκτίμηση της σκοπιμότητας παραμονής τους στον οργανισμό με άλλης μορφής συνεργασία ή διακοπή της συνεργασίας τους», σημειώνεται αρχικά στην έκθεση του Λυκούργου Λιαρόπουλου
Ακολουθούν τα ονόματα 9 αργόμισθων μαζί με τους παχυλούς μισθούς που λάμβαναν. «Άννα Παναγιωταρέα, Σύμβουλος Γραφείου Τύπου, 3.000 ευρώ» είναι το πρώτο από τα ονόματα. «Πιερουτσάκος Ιωάννης, (Παιδίατρος, Μαιευτικό), 3.500 ευρώ» αναγράφεται στη λίστα και πρόκειται για τον πρώην πρόεδρο του ΚΕΕΛΠΝΟ και γ.γ. του υπουργείου Υγείας επί Αβραμόπουλου, ενώ ανάμεσα στα λοιπά ονόματα εντοπίζεται και αυτό του Ανδρέα Τσούνη. Σύμφωνα με την έκθεση Λιαρόπουλου, ο οδοντίατρος – επιστημονικός σύμβουλος και σύζυγος της Φώφης Γεννηματά έπαιρνε 2.500 ευρώ για να μην εργάζεται.
Όταν έγινε αναφορά του ονόματος του συζύγου της προέδρου του ΠΑΣΟΚ στην Εξεταστική Επιτροπή, η Εύη Χριστοφιλοπούλου άρχισε να ωρύεται, επαναλαμβάνοντας: «Η Γεννηματά δεν θέλει να συνεργαστεί μαζί σας και έχετε πρόβλημα». «Πρόβλημα έχουν οι προβληματικοί» απάντησε δηκτικά ο Σπύρος Λάππας.
Δείτε το σχετικό έγγραφο
Η απάντηση της Φώφης
Με μία επιστολή που παρουσιάζει την άποψη της διοίκησης Μαρτίνη απαντά στα όσα ακούστηκαν στην Εξεταστική Επιτροπή για την Υγεία, η Φώφη Γεννηματά. Σε αυτήν την περίπτωση, ο Μαρτίνης δεν είναι ένας υπόδικος που παραθέτει ανακρίβειες για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του, αφού μέσω της άποψής του τεκμηριώνεται πως ο σύζυγος της προέδρου του ΠΑΣΟΚ δεν ήταν αργόμισθος.
Η επιστολή κατατέθηκε στα μέλη της Επιτροπής από την εισηγήτρια της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, Εύη Χριστοφιλοπούλου και συντάχθηκε από την τότε προεδρεύουσα αντιπρόεδρο του ΚΙΕΝ, Θεοδώρα Παπαδάκη, με προορισμό το «Πρώτο Θέμα» και ημερομηνία 23/12/2014.
«Αυτό όμως που μπορώ να βεβαιώσω είναι πως πράγματι, όπως ο κ. Τσούνης ισχυρίζεται στο συνημμένο έγγραφο που μου απηύθυνε καθ’ όλη τη διάρκεια της συνεργασίας του με το Νοσοκομείο, δεν ασκήθηκε εναντίον του καμία πειθαρχική διαδικασία ή έλεγχος για θέμα εργασιακό ή ηθικής τάξεως, καθώς όπως με διαβεβαίωσε η προηγούμενη διοίκηση δεν υπήρχε ζήτημα αργομισθίας» είναι το επίμαχο σημείο που επικαλείται η κ. Γεννηματά.
Το έγγραφο αυτό προς το Πρώτο Θέμα ήταν και ο λόγος που η εφημερίδα είχε ανακαλέσει όσα είχε δημοσιεύσει για τον σύζυγο της κ. Γεννηματά, κάτι που δεν έκαναν οι «Δημοκρατία» και «Espresso» και γι’ αυτό κινήθηκαν ένδικα μέσα εναντίον τους.
Πάντως, εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι το κύριο επιχείρημα που χρησιμοποιεί η πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και ο σύζυγός της βασίζεται σε πεπραγμένα και λεγόμενα της διοίκησης Μαρτίνη, αφού για διάφορα στελέχη του κόμματος της αντιπολίτευσης ο πρώην πρόεδρος του ΚΙΕΝ είναι ένας υπόδικος και προφυλακισμένος που ψάχνει τρόπο για να «πάρει» κι άλλους μαζί του.
Επίσης, η δικηγόρος από τη Δράμα, Τότα Χατζοπούλου, η οποία είχε αναλάβει επί κυβερνήσεως Καραμανλή επικεφαλής της Διοίκησης Υγειονομικών Περιφερειών Βορείου Αιγαίου, έπαιρνε 4.550 ευρώ για να μην δουλεύει, ποσό που την κατατάσσει στην κορυφή της λίστας των αργόμισθων. Ο Σωτήριος Δρίτσας με μισθό 2.545 παρουσιάζεται ως άνθρωπος του περιβάλλοντος Πατούλη, αφού τα ονόματά τους βρίσκονταν στο ίδιο ψηφοδέλτιο κατά τις αρχαιρεσίες στον ιατρικό σύλλογο.
Κύκλοι της Δημοκρατικής Συμπαράταξης σχολίαζαν την αναφορά του συζύγου της κ. Γεννηματά ως «ξανά ζεσταμένο φαγητό». «Το θέμα είναι παλιό και κατά της εφημερίδα που είχε γράψει πρώτη αυτή την ανακρίβεια κινήθηκαν ένδικα μέσα από την κ. Γεννηματά και τον σύζυγό της» έλεγαν οι ίδιες πηγές. Η εισηγήτρια της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, Εύη Χριστοφιλοπούλου, μετά το ολιγόλεπτο διάλειμμα, κατέθεσε επιστολή που είχε συντάξει η ασκούσα χρέη προέδρου αντιπρόεδρος του Δ.Σ. του «Ντυνάν», Θεοδώρα Παπαδάκη. Παραλήπτης της επιστολής ήταν το «Πρώτο Θέμα» που είχε δημοσιεύσει σχετικό ρεπορτάζ, με την κ. Παπαδάκη να υποστηρίζει πως η προηγούμενη διοίκηση δεν είχε προβεί σε καμία αναφορά ή παραπομπή στα πειθαρχικά όργανα κατά του κ. Τσούνη. Βέβαια, το ερώτημα που προκύπτει είναι αν παραπέμφθηκε ποτέ κανένας από τους υπόλοιπους αργόμισθους ή αν έστω κλήθηκε για εξηγήσεις…
Ποικιλοτρόπως σχολιάστηκε και το γεγονός ότι στην απάντηση της προέδρου του ΠΑΣΟΚ υιοθετούνται πλήρως τα λεγόμενα της προϋπάρχουσας διοίκησης του ΚΙΕΝ, δηλαδή της διοίκησης Μαρτίνη. Για πολλούς ο πρώην πρόεδρος του ΚΙΕΝ δεν ήταν παρά ο κύριος υπεύθυνος για την κατάληξη του «Ντυνάν» κι ένας υπόδικος που ήθελε να συμπαρασύρει αθώους πολιτικούς για να τύχει της ευμένειας της Δικαιοσύνης.
Από την άλλη δε, άλλα μέλη της Επιτροπής αποκάλεσαν «έρμαιο του Λοβέρδου την κ. Γεννηματά», αφού ο κ. Λιαρόπουλος έχει συνδέσει το όνομά του με τον πρώην υπουργό Υγείας κατά τη τρίμηνη θητεία του στο «Ντυνάν», ενώ σύμφωνα με τα πρακτικά της Βουλής που κατέθεσε ο κ. Λάππας ο καθηγητής με εξειδίκευση επί των οικονομικών της Υγείας ήταν «επιλογή του υπουργείου».
5 δικηγόροι και συνταξιούχοι με μισθό
Στην έκθεση του Λιαρόπουλου αναγράφεται πως υπήρχαν 5 δικηγόροι που κόστιζαν στο Κοινωφελές Ίδρυμα περίπου 25.000 ευρώ μηνιαίως. «Προτείνεται η επανεκτίμηση της σκοπιμότητας και των όρων απασχόλησής τους» τονίζεται στην έκθεση καθόσον κάποιοι απ’ αυτούς ήταν άνευ αντικειμένου.
Παράλληλα, υπήρχαν 18 συνταξιούχοι που εργάζονταν στο «Ντυνάν», δίχως να κατονομάζονται στην έκθεση. Πρόκειται για 3 διοικητικούς υπαλλήλους, 3 που απασχολούνταν ως παραϊατρικό προσωπικό και 12 νοσηλευτικοί.