Καφενές του Καγιαμπή: Τέλος εποχής για το πολιτιστικό καταφύγιο του Ηρακλείου

«Αυτές τις μέρες περνάνε κι αυτοί που θέλουν να ψάξουν τις ζωγραφιές που έκαναν παιδιά στις λαδόκολλες των τραπεζιών. Εχω κρατήσει πάνω από πέντε χιλιάδες λαδόκολλες με ζωγραφιές, με στίχους άγνωστων ή διάσημων ποιητών, με σκίτσα ή σχέδια» μας λέει ο Μήτσος Καγιαμπάκης, ιδιοκτήτης του Καφενέ

H τουριστική «ανάπτυξη» κέρδισε το πολιτιστικό καταφύγιο που ταυτίστηκε με τη συλλογική μνήμη του Ηρακλείου της Κρήτης.

(φωτογραφίες: Τζένη Καρυωτάκη)

Κάθε πόλη έχει τον πολιτισμό που της αξίζει. Σε καμία δεν αξίζει όμως να χάνει μια εστία πολιτισμού που έχει γίνει μέρος της ταυτότητάς της. Εδώ και λίγες μέρες μάθαμε τα νέα. Ο διάσημος Καφενές του Καγιαμπή, στην περίμετρο της παλιάς πόλης του Ηρακλείου και σε μια ευθεία από την πλατεία των Λιονταριών, κατεβάζει ρολά στο τέλος Φεβρουαρίου και τη θέση του θα πάρει κάποιο νέο ξενοδοχείο. Ακόμη ένα. Λες και δεν είναι ήδη αρκετά τα κρεβάτια που στρώνονται για να κοιμηθούν οι ορδές που έχουν αλώσει τη ζωή των κατοίκων.

Ο Καγιαμπής δεν είναι ένας οποιοσδήποτε καφενές. Είναι ένας χώρος που φτιάχτηκε από τους ίδιους τους Ηρακλειώτες, επειδή ο Μήτσος είναι πολύ ποιητής και καθόλου μαγαζάτορας. Υπήρξε για χρόνια η αυλή του σπιτιού μας, εκεί όπου δεν ντρεπόμασταν να φέρουμε έναν φίλο να δοκιμάσει αυτά που τρώγαμε στις κουζίνες των μανάδων μας. Εκεί όπου δεν θα ένιωθε πελάτης, παράταιρος ή ξένος, αλλά θα μάθαινε άγνωστες κρητικές λέξεις, θα έριχνε λεμόνι στις τηγανητές πατάτες και θα γελούσε με τις ιστορίες του Μήτσου. Αυτής της αδιανόητης φιγούρας που εκτελούσε χρέη ψυχοπομπού όσων μας κοιτούσαν μέσα απ’ τις κορνίζες που κρέμονταν πάνω απ’ τα κεφάλια μας.

«Μπορεί και να μη φάτε σήμερα» είπε σε μια παρέα που μπήκε στον Καφενέ το μεσημέρι που επικοινωνήσαμε. Δεν είχαν πάει για το φαγητό αλλά γιατί έμαθαν τα νέα και ταράχτηκαν. «Ερχονται όλοι, δεν σταματάει το τηλέφωνο, θέλουν συνεντεύξεις, ήρθαν για ένα ντοκιμαντέρ, με ρωτάνε πού θα πάω όταν φύγω από εδώ. Δεν μπορώ να διαχειριστώ αυτό που συμβαίνει» λέει και σπάει η φωνή του. «Καλά, δεν είσαι θυμωμένος που αναγκάζεσαι να κλείσεις ένα μαγαζί που αγαπάμε όλοι;» τον ρωτάω. «Χαμένα τα ’χω με την αγάπη που μου δείχνει ο κόσμος. Δυο μέρες τώρα δεν έχω κατεβάσει μπουκιά, είμαι σε κρίση πανικού με όσα πρέπει να διευθετήσω, αλλά έχω συγκινηθεί πολύ. Ομως όχι, δεν κατηγορώ κανέναν. Στο ενοίκιο ήμουν, το ακίνητο αγοράστηκε και ο νέος ιδιοκτήτης έχει δικαίωμα να κάνει ό,τι θέλει» απαντά.

Η ώρα της αποκαθήλωσης

Ο Δημήτρης Καγιαμπάκης ή Καγιαμπής όπως τον ξέρουν όλοι, προσπαθεί να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα. Δεν ήταν ποτέ εύκολος άνθρωπος ο Μήτσος ούτε χαρίζεται σε κανέναν και ώρες ώρες μπορεί να γίνει ακόμη και απόλυτος. Αλλά αυτή η αλεγκρία, η ευγένεια ψυχής και η άνεση να αποδέχεται τους πάντες και τα πάντα τον κάνουν να ξεχωρίζει αμέσως. Σίγουρα δεν είναι εύκολο για εκείνον ούτε για οποιονδήποτε έχει ταυτιστεί τόσο με τη δουλειά του να πάρει απόφαση ότι μέσα σε λίγες μέρες το έργο της ζωής του θα πάψει να υπάρχει. Οτι ο Καφενές του θα ξεχαρβαλωθεί και οι 1.600 κορνιζαρισμένες φωτογραφίες που δεν αφήνουν ούτε σπιθαμή τοίχου ακάλυπτη θα αποκαθηλωθούν, θα στοιβαχτούν σε κιβώτια και θα φυλαχτούν στα σκοτάδια.

Περίπου 1.600 κορνιζαρισμένες φωτογραφίες που δεν αφήνουν ούτε σπιθαμή τοίχου ακάλυπτη θα αποκαθηλωθούν, θα στοιβαχτούν σε κιβώτια και θα φυλαχτούν στα σκοτάδια

Σαν να τον βλέπω τώρα μπροστά μου να σβήνει τα φώτα και να στρέφει τον φακό του σε μια φωτογραφία κάθε βράδυ την ώρα του κλεισίματος. Για να φωτίσει ένα πρόσωπο ή ένα γεγονός που λίγοι ξέραμε ή αγνοούσαμε. Για να μας πει ότι ο αποχαιρετισμός είναι και μια μορφή καλωσορίσματος, το πέρασμα σε έναν κόσμο που δεν πεθαίνει, διότι τον αναθυμούνται οι ζωντανοί. Οτι όλοι αυτοί οι άνθρωποι στους τοίχους, οι επαναστάτες, οι απόκληροι, οι ιδιοφυΐες, οι καλλιτέχνες, οι στοχαστές, οι ρομαντικοί είναι ωσεί παρόντες στη ζώσα μνήμη.

Σαν ψυχοσάββατο ήταν αυτή η ιεροτελεστία, σαν νύχτα των νεκρών ή σαν ένα καγιαμπίστικο νανούρισμα που μας ξαλάφρωνε την ψυχή ακόμη κι όταν η ιστορία της βραδιάς είχε πόνο, αίμα, προδοσία, σκοτεινούς οιωνούς ή μια σκιά από εκείνα τα ταλαιπωρημένα πράσινα μάτια που αντίκρισε ο Μήτσος στα 17 του στα σκαλιά της εκκλησίας του χωριού του και τον έκαναν ορκισμένο κομμουνιστή. «Τι θυμήθηκες μέρες που είναι…» μου λέει. Ομως είναι μια θύμηση καλοδεχούμενη που γαληνεύει τη φουρτουνιασμένη θάλασσα μέσα του, αλλάζοντας την εικόνα του κόσμου κάθε φορά που έρχεται στον αφρό. «Κανένας δεν έδινε το χέρι στον Νίκο Βασιλάκη, που είχε κάνει πολλά χρόνια εξορία και φυλακές. Εκτός από μένα» θυμάται.

Η ελεγεία της λαδόκολλας

Η πέτρα κυλάει και η μια ιστορία φέρνει την άλλη, όπως γινόταν επί χρόνια στον Καφενέ, με τις ατέλειωτες συζητήσεις, τις ζυμώσεις και τους προβληματισμούς μέχρι τις μικρές ώρες. Μου λέει για το χωριό του, το Αβδού, με τη μακρά ιστορία που φτάνει έως την ενετοκρατία, για την εποχή που δούλευε στις οικοδομές και παρακολουθούσε νυχτερινό σχολείο, για την αναγνωριστική «κάθοδο» στον Λάκκο, την πιο κακόφημη συνοικία τότε του Ηρακλείου, «όπου ποτέ κανείς δεν με πείραξε και πάντα έβρισκα ένα πιάτο φαΐ», όπως λέει. Και αργότερα όταν δούλευε στο Καφεθέατρο Ηρακλείου και μετά στο Φλου, το πιο πρωτοποριακό μπαρ της εποχής, μέχρι να αποφασίσει να ανοίξει τον Καφενέ, το 2001, μια ζαριά που άλλαξε τη ζωή του.

«Μου φαίνεται ότι το μαγαζί υπάρχει τουλάχιστον έναν αιώνα» παρατηρώ. Τόση ήταν η ταύτισή του με τη ζωή της πόλης, με τους πιο παλιούς, με τη δική μας γενιά και με τα νέα παιδιά που έρχονται τώρα να ρωτήσουν με αγωνία γιατί κλείνει ο Καγιαμπής. «Ξέρουν ότι οι γονείς τους γνωρίστηκαν εδώ μέσα, σε πολλούς απ’ αυτούς είχα κάνει μάλιστα και προξενιό. Ξέρεις, παρατηρούσα ένα βλέμμα, ένα ενδιαφέρον και άρχιζα τα κεράσματα για να σπάσει ο πάγος» λέει και γελάμε. «Ερχονται και φοιτητές και νέοι μουσικοί που τους θυμάμαι να κουβαλάνε τα πρώτα τους όργανα. Αυτές τις μέρες περνάνε κι αυτοί που θέλουν να ψάξουν τις ζωγραφιές που έκαναν παιδιά στις λαδόκολλες των τραπεζιών. Εχω κρατήσει πάνω από πέντε χιλιάδες λαδόκολλες με ζωγραφιές, με στίχους άγνωστων ή διάσημων ποιητών, με σκίτσα ή σχέδια. Η ελεγεία της λαδόκολλας. Φαντάσου μια έκθεση μόνο μ’ αυτές. Αφού πρώτα βρω έναν τρόπο να διασώσω το αρχείο μου».

Τον ρωτάω τι σκοπεύει να κάνει μ’ αυτόν τον τεράστιο χάρτινο θησαυρό, που είναι κάτι σαν ανεπίσημο αρχείο της πόλης, φτιαγμένο από τους κατοίκους και τους επισκέπτες, με τον ίδιο στον ρόλο του θεματοφύλακα. Πού θα πάνε οι αφίσες και τα προγράμματα που του έφερναν οι ξένοι καλλιτέχνες από το Μπερλίνερ Ανσάμπλ, το Μπρόντγουεϊ, τις όπερες και τα ιστορικά τζαζάδικα και έβρισκαν αμέσως τη θέση τους στον τοίχο, τα εκατοντάδες βιβλία, οι δίσκοι, οι ιστορικές φωτογραφίες, τα ιδιόχειρα σημειώματα, οι αφιερώσεις και τα κάθε λογής αναμνηστικά που συναρτούν τον μικρό και τον μεγάλο κόσμο του Καφενέ;

«Υπάρχει μια πιθανότητα να πάνε στο ΚΚΕ ή θα τα δώσω στον Δήμο Ηρακλείου αν βρεθεί ο κατάλληλος χώρος, για να εκτεθεί μόνιμα όλο το αρχειακό υλικό. Δεν θέλω να αφήσω τίποτα εκτός, γιατί θα νιώσω ότι προδίδω την εμπιστοσύνη όσων μου εμπιστεύτηκαν μοναδικά ντοκουμέντα. Οπως ο γιος του Τσε Γκεβάρα, που μου άφησε μια φωτογραφία του πατέρα του 18 ετών, η μακρινή ανιψιά του Ερνστ Τέλμαν, επικεφαλής του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος που δολοφονήθηκε στο στρατόπεδο Μπούχενβαλντ, η οποία μου παραχώρησε μια φωτογραφία του, ή μια Χιλιανή συντρόφισσα που μου έδωσε τη φωτογραφία του καλλιτέχνη Βίκτορ Χάρα, θύμα της δικτατορίας του Πινοτσέτ. Και τόσοι άλλοι».


Μεζέδες έπνιγαν την πίκρα

Επιπλέον, ο Μήτσος είναι διατεθειμένος να βοηθήσει αφιλοκερδώς, όπως λέει, τη λειτουργία του δημοτικού χώρου, να ξεναγεί τους επισκέπτες και να τους προσφέρει πορτοκαλάδα ή έναν καφέ. Μα, όπως τον ξέρω τόσα χρόνια, αποκλείεται να μείνει μονάχα στον καφέ. Ολο και κάτι παραπάνω θα φιλεύει τους επισκέπτες, όπως έκανε με μας κάθε φορά που περνούσαμε την πόρτα του μαγαζιού, ιδίως όταν οι κεραίες του έπιαναν ένα πρόβλημα ή κάποια στενοχώρια μας. «Δυο λεπτά να φέρω ρακές και κάτι καλό για αρχή» έλεγε και έτρεχε στο κουζινάκι. Και μετά οι εκρηκτικές μοριακές αντιθέσεις των κρητικών πρώτων υλών, το αρισμαρί στους χοχλιούς, τα βότανα στους κεφτέδες, το ξίδι στο λουκάνικο ή πάνω στο ωμό λάχανο, η αψάδα του ντολμά ή η παχύρρευστη πανδαισία του ανθόγαλου εξαφάνιζαν την πίκρα στον ουρανίσκο και την επίμονη αλμύρα από κάποιο παλιό, αντεστραμμένο δάκρυ.

Τους ίδιους μεζέδες δοκίμασαν τόσοι και τόσοι. Κάτω από τις φωτογραφίες των Βασίλη Λογοθετίδη, Γιάννη Ρίτσου, Ψαρογιώργη, Αρη Βελουχιώτη, Ναπολέοντα Σουκατζίδη, των Ανωγειανών αναρχοκομμουνιστών που φυλακίστηκαν στην Ακροναυπλία και δεκάδων άλλων έφαγαν, ήπιαν και ένιωσαν σαν στο σπίτι τους –για να αναφέρουμε μερικούς– ο Κώστας Καζάκος, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, ο Σταμάτης Κραουνάκης, η Ματούλα Ζαμάνη, η Αλέκα Παπαρήγα, ο Αλέκος Αλαβάνος, ο Διονύσης Τσακνής, ο Νίκος Γιανναδάκης, ο Κώστας Γραμματικάκης. Αλλά κι αυτοί που καθισμένοι σε κάποιο γωνιακό τραπεζάκι έγραψαν αθόρυβα κάτι και το άφησαν για να το ξαναβρούν, χρόνια μετά, σε μια γωνιά του τοίχου δίπλα στους μεγάλους της Ιστορίας, της πολιτικής, της τέχνης και της λογοτεχνίας.

«Κανένας ανεξάρτητος χώρος δεν θα μείνει»

Στου Καγιαμπή έπρεπε να έχεις ένα είδος δημοκρατικής υπομονής όταν το μαγαζί ήταν τίγκα. Κι αν πεινούσες πολύ μπορούσες να σηκωθείς και να βοηθήσεις στο σερβίρισμα. Γιατί εκεί δεν εφαρμόστηκε ποτέ το κλασικό «ο πελάτης έχει πάντα δίκιο». «Πρώτα απ’ όλα επειδή δεν υπήρχαν πελάτες αλλά θαμώνες, κυρίως όμως γιατί δίκιο είχαν μόνο οι σκληρά εργαζόμενοι με την υπεραξία τους και κανείς δεν διαφωνούσε» εξηγεί ο Μήτσος. Οσο για την τροπή που βλέπει να παίρνει η εστίαση στο μέλλον της υπερτουριστικοποιημένης Κρήτης, προβλέπει ότι «έπειτα από τριάντα χρόνια θα υπάρχουν τρία τέσσερα συγκροτήματα στο Ηράκλειο που θα στεγάζουν όλα τα μαγαζιά. Κανένας ανεξάρτητος χώρος δεν θα μείνει».

Τον ρωτάω, απορημένη που δεν το ανέφερε, αν στο άμεσο μέλλον σκέφτεται να ανοίξει έναν νέο Καγιαμπή σε άλλο σημείο. «Χρειάζομαι ξεκούραση. Και να κοιτάξω την υγεία μου. Η δουλειά του καφετζή είναι από τις πιο σκληρές μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει, μεσημέρι–βράδυ, δεν είναι αστεία υπόθεση. Πρέπει να ηρεμήσω κανένα χρόνο και μετά βλέπουμε» μου απάντησε. «Κι αν του λείψει η ντόπα της ανθρώπινης επαφής με τον ίδιο στο επίκεντρο;» αναρωτιέμαι, αν και ξέρω την απάντηση. «Αν βαρεθώ σε κανένα εξάμηνο, θα ξαναβάλω μπροστά έναν μικρό χώρο με δέκα τραπέζια» με προλαβαίνει. Ισως πάλι να ταξιδέψει, αφού, όπως έχει πει, κατάφερε να πάει μόνο στην Αθήνα, άντε και μέχρι το Κρανίδι. «Κάνεις λάθος. Εχω πάει παντού. Και στην Κούβα και στη Χιλή και στο Βερολίνο και σε όλη τη Γη μέσα από τα αρχεία που μου παραχώρησαν τόσοι άνθρωποι. Ταξίδια είναι κι αυτά και μάλιστα τα πιο σημαντικά της ζωής μου».

Διαβάστε ακόμα: Ο Καγιαμπής φεύγει, οι πόλεις-κοιτώνες έρχονται