Η κριτικός κινηματογράφου, δημοσιογράφος και υπεύθυνη προγράμματος του Sydenham Arts Film Club γράφει στο Docville για το τελευταίο «γαλατικό χωριό» της κινηματογραφικής αίθουσας, το Ηνωμένο Βασίλειο
Πριν από χρόνια ο Γιώργος Τζιώτζιος είχε πει ότι «δεν έχει πρόβληµα το σινεµά, πρόβληµα έχει η κινηµατογραφική αίθουσα», σχολιάζοντας τη διαχρονική και επίµονη απουσία art house και σινεµά ρεπερτορίου αιθουσών στην Ελλάδα. Με τα χρόνια το σχόλιό του αποδείχθηκε προφητικό όχι µόνο για τις πιο ψαγµένες αίθουσες αλλά για όλες τις αίθουσες στην Ελλάδα, που άρχισαν να κλείνουν η µια µετά την άλλη χτυπηµένες από την οικονοµική κρίση, την επέλαση της συνδροµητικής τηλεόρασης και τελευταία τη θριαµβευτική άφιξη των παγκόσµιων streaming κολοσσών (Netflix, Prime Video). Και όλα αυτά λίγα χρόνια πριν, όταν ακόµη ζούσα στην Ελλάδα. Μετά ήρθε η πανδηµία…
Στο Λονδίνο όπου µετακόµισα τον ∆εκέµβριο του 2015 η κινηµατογραφική πραγµατικότητα της µεγάλης οθόνης ήταν και –ως έναν βαθµό– παραµένει πολύ διαφορετική. Όχι µόνο σε σύγκριση µε την Ελλάδα αλλά και µε τις ΗΠΑ. Η πρωτεύουσα του Ηνωµένου Βασιλείου παραµένει ένας πραγµατικός παράδεισος για τους σινεφίλ, παρόλο που σε αντίθεση µε τη σαφώς φτηνότερη υπόλοιπη χώρα το σινεµά στη µεγάλη οθόνη της αίθουσας ήταν και είναι ακριβό σπορ (20 λίρες στο κεντρικό Λονδίνο, 9-15 λίρες στην περιφέρεια και στα σινεµά ρεπερτορίου). Ωστόσο, πέρα από τις κάθε είδους εκπτώσεις ανάλογα µε την ώρα προβολής ή/και την ηλικία του θεατή, η πρόσβαση στην αίθουσα διευκολύνεται από πλήθος προσφορών, µειωµένων εισιτηρίων και άλλων προνοµίων που διατίθενται µέσω ποικιλίας προγραµµάτων συνδροµών.
Μερικά χαρακτηριστικά παραδείγµατα: το British Film Institute (ή απλώς BFI) µε ετήσια συνδροµή 40 λίρες προσφέρει στα µέλη του (και σε έναν συνοδό τους) µείωση δύο λιρών σε όλες του τις προβολές (που κυµαίνονται µεταξύ 11 και 15 λιρών) και στις τρεις κινηµατογραφικές του αίθουσες στο περίφηµο BFI Southbank και online, στο BFI iPlayer, τουλάχιστον δύο δωρεάν εισιτήρια ετησίως, καθώς και έκπτωση στο κατάστηµα και σε όλα τα εστιατόρια και µπαρ του.
To εµβληµατικό και παγκόσµιας φήµης σινεµά ρεπερτορίου Prince Charles στην Chinatown πίσω από τη Leicester Square, στην καρδιά του West End, µε ετήσια συνδροµή 10 λιρών ή εφ’ όρου ζωής 50 λιρών σου εξασφαλίζει δύο λίρες έκπτωση σε κάθε προβολή, απλή (12 λίρες), διπλή, τριπλή ή µαραθώνιο (µε κυµαινόµενες τιµές, αλλά 15 λίρες κατά µέσο όρο), συν επιλεγµένες εβδοµαδιαίες προβολές για µία λίρα και κατά καιρούς δωρεάν εισιτήρια.
Αµφότερες δε οι µεγαλύτερες αλυσίδες multiplex της χώρας, Cineworld και Odeon, προσφέρουν πρόγραµµα µηνιαίας συνδροµής, χάρη στην οποία µπορείς µε πάνω κάτω 20 λίρες (συµπεριλαµβανοµένων των αιθουσών τους στο κεντρικό Λονδίνο) και 18 λίρες (εξαιρουµένου του κεντρικού Λονδίνου) να δεις όσες ταινίες θέλεις, όσες φορές θέλεις. Επιπλέον, πληρώνοντας µόνο 2,50-5 λίρες έξτρα έχεις πρόσβαση σε 3D, ΙΜΑΧ, Superscreen και άλλου είδους, ασυνήθιστες στην Ελλάδα, προβολές (4DX π.χ. µε κίνηση στα καθίσµατα, µυρωδιές, αέρα και νερό), καθώς και έκπτωση τόσο στα µπαρ τους όσο και σε συνεργαζόµενα εστιατόρια και µπαρ σε όλη τη χώρα.
Κάπως έτσι και λαµβάνοντας υπόψη τις αµέτρητες διάσπαρτες στις γειτονιές του Λονδίνου και της επαρχίας κινηµατογραφικές λέσχες και κλαµπ (που διατηρούν τις τιµές τους πολύ χαµηλές, λειτουργώντας ως µη κερδοσκοπικοί ή φιλανθρωπικοί οργανισµοί), οι Βρετανοί δεν εγκατέλειψαν ποτέ τη µεγάλη οθόνη, παρά την πρόσβαση που είχαν και έχουν σε µια πολύ πιο πλούσια και αναλογικά πολύ φτηνότερη τηλεόραση, συνδροµητική και µη. Μετά όµως ήρθε η πανδηµία…
Ο Γιώργος Τζιώτζιος αποδείχθηκε και πάλι προφητικός, αλλά µε µια σηµαντική, απρόβλεπτη ανατροπή. Όταν τα σινεµά ξανάνοιξαν πέρυσι το καλοκαίρι, µετά το πρώτο lockdown, ήταν τα multiplexes της Βρετανίας που βρέθηκαν να παλεύουν για την επιβίωσή τους. Το πολυσυζητηµένο «Tenet» του Κρίστοφερ Νόλαν δεν στάθηκε αρκετό από µόνο του να τα κρατήσει ανοιχτά, ειδικά όταν η Disney αποφάσισε να µετακοµίσει τη «Μουλάν» της στη streaming πλατφόρµα της Disney +. Η Odeon άρχισε να λειτουργεί τα σινεµά της µόνο τρεις µέρες την εβδοµάδα και για τον µισό αριθµό προβολών, ενώ η Cineworld, κατηγορώντας τα στούντιο για απαράδεκτη έλλειψη στήριξης, έκλεισε τα πάντα επ’ αόριστο τον περασµένο Οκτώβριο. Αντίθετα, τα art houses και τα σινεµά ρεπερτορίου, χωρίς το βάρος των πανάκριβων παραγωγών του Χόλιγουντ (που πρέπει να κόψουν όσο το δυνατό περισσότερα εισιτήρια για να καλύψουν το κόστος παραγωγής, διανοµής και προβολής τους), συνέχισαν ακάθεκτα, παρά τα µέτρα που χρειάστηκαν να πάρουν (µειώνοντας τα διαθέσιµα καθίσµατα, αυξάνοντας την απόσταση µεταξύ τους και απαιτώντας µάσκα καθόλη τη διάρκεια προβολής). Το ίδιο και οι ανά τη χώρα κινηµατογραφικές λέσχες και κλαµπ. Ειδικά το Prince Charles («Η δίκη των 7 του Σικάγου» του Ααρον Σόρκιν και το «On the rocks» της Σοφίας Κόπολα έκαναν πρεµιέρα εδώ) και το BFI αποδείχθηκαν οάσεις για τους Λονδρέζους σινεφίλ, που µπόρεσαν να απολαύσουν ακόµη και µερικές από τις πιο πολυαναµενόµενες ταινίες της χρονιάς (όπως τις «Another round» του Τόµας Βίντερµπεργκ και «Nomadland» της Κλόι Ζάο) και του Φεστιβάλ του Λονδίνου τόσο στις αίθουσες του BFI Southbank όσο και σε επιλεγµένα σινεµά εκτός πρωτεύουσας.
Κι αν τα (σχετικά) καλά νέα δεν διήρκεσαν πολύ καθώς η νέα έξαρση του κορονοϊού µας έκλεισε ξανά στα σπίτια µας, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, παράλληλα µε την ανακοίνωση της Warner ότι θα προβάλλει όλες τις προγραµµατισµένες για το 2021 ταινίες της ταυτόχρονα στα σινεµά και στο HBO Max, το φως στην άκρη του βρετανικού κινηµατογραφικού τούνελ παραµένει πιο φωτεινό. Για όλους. Όχι γιατί το HBO Max δεν διατίθεται ακόµη στο µεγάλο νησί. Αλλά επειδή το συνδικάτο των Βρετανών αιθουσαρχών έχει καταφέρει προ πολλού να προστατέψει διά νόµου την πρεµιέρα στις αίθουσες φιλµ που έχουν δηλώσει και παραδοσιακή κινηµατογραφική διανοµή µε διαφορά τουλάχιστον τριών εβδοµάδων πριν από τη µετακόµισή τους στο home cinema. Γι’ αυτό και η «Wonder Woman 1984» έκανε πρεµιέρα σε όσα σινεµά ανά τη χώρα ήταν ανοιχτά στις 16 ∆εκεµβρίου 2020 και έγινε διαθέσιµη προς αγορά σε διάφορες ψηφιακές πλατφόρµες (Prime Video, Sky Store, iTunes, Microsoft Store) µόλις στις 13 Ιανουαρίου 2021. Το οποίο σηµαίνει ότι αν το lockdown δεν διαρκέσει πέρα από τον Μάρτιο, και τα multiplexes (γιατί γι’ αυτά υπάρχει µεγαλύτερη ανησυχία τη δεδοµένη στιγµή) σταθούν όρθια και αρχίσουν να ανοίγουν στα τέλη Μαρτίου για να υποδεχθούν τον καινούργιο Μποντ («No time to die» 2/4) και το «A quiet place part II» (23/4), ακόµη και οι ταινίες της Warner, όπως το «Dune» του Ντενί Βιλνέβ (1/10), θα κάνουν πρώτα και αποκλειστικά πρεµιέρα στη µεγάλη οθόνη της κινηµατογραφικής αίθουσας όπως τους αξίζει. Αµήν.