Ισχυρό ράπισμα από τη Χρύσα Παλιαδέλη για τις αρχαιότητες στον σταθμό Βενιζέλου

Ισχυρό ράπισμα από τη Χρύσα Παλιαδέλη για τις αρχαιότητες στον σταθμό Βενιζέλου

Η συνεργάτιδα του Μανόλη Ανδρόνικου, ομότιμη καθηγήτρια Κλασικής Αρχαιολογίας και πρώην ευρωβουλεύτρια του ΠΑΣΟΚ παραδίδει μαθήματα πολιτικής πρακτικής και αρχαιολογίας στην υπουργό Λίνα Μενδώνη και στην κυβέρνηση Μητσοτάκη

Μια φωνή από τη Θεσσαλονίκη συντάσσεται με τη βούληση της πλειοψηφίας των πολιτών απέναντι στην ανατροπή της in situ ανάδειξης των αρχαιοτήτων στη Βενιζέλου. Είναι η ομότιμη καθηγήτρια Χρύσα Παλιαδέλη, γνωστή ως βοηθός των καθηγητών Γιώργου Δεσπίνη και Μανόλη Ανδρόνικου και την παρουσία της στο Ευρωκοινοβούλιο.

Τι κι αν ο συνάδελφός της Μιχάλης Τιβέριος στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης υποστηρίζει μέχρις εσχάτων την απόσπαση μετά καταστροφής μικρού μέρους τους και την επανατοποθέτηση του μνημειώδους βυζαντινού συνόλου που ήρθε στο φως κατά τις εργασίες για τον σταθμό Βενιζέλου στο μετρό της Θεσσαλονίκης; Ο ίδιος μάλιστα έχει κάνει έκθεση επ’ αμοιβή για την Αττικό Μετρό στο ζήτημα αυτό.

Ο Μιχ. Τιβέριος μαζί με τον νυν βουλευτή της ΝΔ στη Θεσσαλονίκη Στράτο Σιμόπουλο αποτελούν τους πλέον ακραιφνείς υποστηρικτές της κυβερνητικής απόφασης στην πόλη, η οποία έχει εκφράσει τις αντιδράσεις της είτε μέσω κινήσεων πολιτών είτε μέσω δημοσκόπησης.

Η Θεσσαλονίκη αντιδρά και η Χρύσα Σαατσόγλου-Παλιαδέλη υψώνει κι αυτή τη φωνή της ζητώντας τη διατήρηση των αρχαιοτήτων ενώνοντάς τη με τις αντιδράσεις πανεπιστημιακών από όλο τον κόσμο αλλά και το Διεθνές Συμβούλιο Μνημείων και Τοποθεσιών ICOMOS  αναρτώντας Πρωτοχρονιά στο Facebook   το ακόλουθο κείμενο, που αποτελεί χαστούκι στην αδιαλλαξία της κυβέρνησης:

Ενα μου κείμενο χρωστούμενο από τα παλιά…

ΣΤΟ ΣΤΑΘΜΟ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟ ΣΤΗ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ: Ανασκάπτοντας λόγω Covid 19, στα ηλεκτρονικά αρχεία μου

Θυμάμαι πώς: στις αρχές Νοεμβρίου του 2013, στο εργοτάξιο του σταθμού στη Βενιζέλου, επτά χρόνια από σήμερα, με το προνόμιο της τότε θεσμικής μου ιδιότητας, αλλά κυρίως επιστρατεύοντας την επαγγελματική μου εξοικείωση με τις αρχαιότητες, αποκατέστησα στο μυαλό μου μέρος από την αρχική εικόνα του μνημειακού τετραπύλου, στο σταυροδρόμι των λιθόστρωτων προγόνων της Εγνατίας και Βενιζέλου, περίπου έξι μέτρα χαμηλότερα.

Ήταν εύκολο να το φανταστώ, γεμάτο ζωή και κίνηση, όπως και σήμερα, πολύβουο και πολύγλωσσο, όπως και σήμερα, στην εμπορική καρδιά της Θεσσαλονίκης κάποτε, αλλά όχι σήμερα, (λόγω των έργων για την κατασκευή του μετρό και της πανδημίας), της συμβασιλεύουσας, τωρινής συμπρωτεύουσας.

Το κράσπεδο του αρχαίου δρόμου, στρωμένο με τις αρχικές ασβεστολιθικές πλάκες του 4ου μεταχριστιανικού αιώνα, επισκευασμένο αργότερα με λίθινες από το Χορτιάτη, εκτεινόταν (και εκτείνεται) κάτω από τη σημερινή Εγνατία οδό, διασχίζοντας την πόλη στον άξονα Ανατολής-Δύσης, όπως και σήμερα. Είναι το αστικό τμήμα μιας μεγάλης αρχαίας οδού που ξεκινούσε από τη Ρώμη ως Via Appia, μέχρι την Αδριατική, και συνεχιζόταν, διασχίζοντας τα Βαλκάνια, ως Via Egnatia αυτή τη φορά, από το Δυρράχιο, στην ανατολική της ακτή, μέχρι την Τραϊανούπολη.

Θυμάμαι τον σκεπαστό λίθινο αγωγό στη μια πλευρά του λιθόστρωτου δρόμου να δέχεται κάποτε τα απόνερα της βυζαντινής πόλης, και τα εντοιχισμένα μαρμάρινα κομμάτια στους σωζόμενους πλίνθινους τοίχους να μαρτυρούν τη συνέχεια της ζωής στην πόλη, μετά την καταστροφή της από τον μεγάλο σεισμό του 7ου μ.Χ. αιώνα.

Περπατώντας προσεκτικά στην άκρη μιας πλατείας είδα να διατηρούνται χαραγμένες στο πλακόστρωτο, δύο τρίλιζες: σημάδια αλλοτινής ζωής από στιγμές ανθρώπινης ανεμελιάς σε περιόδους ειρήνης κι ευημερίας.

Ξαναθυμάμαι, καθώς ανέβαινα τα σκαλιά της σύγχρονης ξύλινης κατασκευής που οδηγούσε στην έξοδο από τον αρχαιολογικό χώρο, μια τελευταία υπόγεια ματιά μου προς τα ανατολικά και τα δυτικά του σκάμματος: ο μνημειακός δρόμος πίσω από τα άσκαφτα σημεία στις δυό άκρες του, επεκτεινόταν και προς τις δύο κατευθύνσεις, από την πλατεία Βαρδαρίου μέχρι την Αριστοτέλους, στο ύψος της ρωμαϊκής αγοράς, κι από κει στο ύψος της Αχειροποιήτου (όπου υπήρχε και τον αποκόλλησαν).

Φαντάστηκα ενοποιημένη την υπόγεια διαδρομή να συναντιέται στο μεγάλο σταυροδρόμι με τη Δημητρίου Γούναρη, εκεί που η Καμάρα ένωνε κάποτε τη Ροτόντα με το ανάκτορο, και να καταλήγει, πενήντα μέτρα ανατολικότερα, σε μια πύλη της οχύρωσης στο Συντριβάνι: από μέσα της θα περνούσε ο δρόμος που θα οδηγούσε στην Αμφίπολη, τη Νεάπολη (Καβάλα), την Πέρινθο και το Βυζάντιο, μέχρι τις δυτικές ακτές της Μαύρης Θάλασσας (εικ. 1).

Μ’ αυτές τις σκέψεις, το Αλκαζάρ και το Μπεζεστένι, έξω από το εργοτάξιο, με μετέφεραν στην οθωμανική πραγματικότητα, ενώ οι γύρω οικοδομές με προσγείωσαν απότομα στις δεκαετίες πριν και μετά τον μεγάλο πόλεμο και με γείωσαν στην βίαιη αντιπαροχή της δεκαετίας του ’60 και στα κρεμάμενα κλιματιστικά της, σήμερα.

Έμεινε στο μυαλό μου, μέχρι και σήμερα, η ουτοπική εικόνα ενός αρχαίου δρόμου από το Βαρδάρι μέχρι το Συντριβάνι, κάτω από την ασφαλτοστρωμένη Εγνατία και πάνω από τον υπόγειο συρμό του μετρό, να είναι προσπελάσιμος στους ρομαντικούς πεζούς, που θα επέλεγαν να τον περπατήσουν, αντί να χρησιμοποιήσουν την λεωφορειακή ή την υπόγεια, ταχύτερη και μοντέρνα, αλλά σκοτεινή και απρόσωπη εκδοχή του.

Αναρωτήθηκα αν η κατάργηση των σταθμών του υπόγειου συγκοινωνιακού μέσου, στο κομμάτι εντός των τειχών της αρχαίας πόλης, και η αντικατάσταση τους με ένα τραμ (που θα επανέφερε στη μνήμη της παρούσας γενιάς, ένα κυκλοφοριακό σύστημα που άφησε τα σημάδια του στις ξηλωμένες ράγες της Εγνατίας οδού) θα μπορούσε να είναι μια εναλλακτική και οικολογικότερη λύση στον φόρτο των αστικών λεωφορείων.

Δεν γνώριζα τότε αν ήταν τεχνικά εφικτή μια δυνατότητα που θα επέτρεπε τη διατήρηση των αρχαιοτήτων στη θέση τους και την υπόγεια αποκάλυψη της αρχαίας οδού σε όλο το αστικό μήκος της, πάνω από τις σήραγγες του σχεδιασμένου μετρό.

Έπρεπε να διαβάσω, τις προάλλες, το άρθρο της Κλεοπάτρας Θεολογίδου στην «Καθημερινή» της 22ας Νοεμβρίου, για την πρόταση του Δρ. Μιχαήλ Καββαδά, καθηγητή στο ΕΜΠ (ειδικού στην εδαφοτεχνική, βραχομηναχική και δημόσια έργα): τη δυνατότητα, δηλαδή, της συνύπαρξης αρχαίων και σύγχρονων, που συνοδεύει τη μελέτη Βέττα στη προσφυγή στο ΣτΕ όσων διαφωνούν με την (προσωρινή?) αποκόλληση των αρχαιοτήτων στο σταθμό του μετρό της Βενιζέλου (εικ.2). Μου φάνηκε λογική, καθώς δοκιμάστηκε αλλού και με επιτυχία, χωρίς τα «διλήμματα» του μετρό της Θεσσαλονίκης, που δυστυχώς υπερβαίνουν τα όρια της επιστημονικής διαφωνίας και χρωματίζονται –χωρίς λόγο- σχεδόν με ποδοσφαιρικό φανατισμό.

Λυπάμαι ότι ο παροδίτης, αποκλεισμένος, σήμερα, από τις λαμαρίνες που εμποδίζουν τη θέαση όσων συμβαίνουν χαμηλότερα, δεν αντιλαμβάνεται τη σημασία όσων αποκαλύπτονται με τις ανασκαφικές εργασίες για το μετρό, χαμηλότερα.

Αναρωτιέμαι αν όποιος είχε την τύχη, όπως εγώ, να επισκεφτεί τα αρχαία κάτω από την άσφαλτο, να δει τους πλίθινους τοίχους βυζαντινών οικοδομημάτων, που σώζονται σε ύψος 10 μέτρων, και να περπατήσει πάνω στις λίθινες πλάκες της μνημειακής οδού, θα ξαναερωτευόταν την γηραιά πόλη, όπως εγώ, και αν θα τη σεβόταν λίγο περισσότερο, αναλογιζόμενος την ηλικία και το παρελθόν της.

Εύχομαι πως η εικόνα που μου αποκαλύφθηκε κάτω από την πόλη μας δεν θα χαθεί, ούτε θα αλλοιωθεί, επειδή είναι απαραίτητη για την αυτογνωσία μας, όχι μόνον για τον τουρισμό μας: επειδή μας δένει με το παρελθόν μας, αλλά κυρίως επειδή μας φέρνει αντιμέτωπους με τις παρούσες ευθύνες μας και τις μελλοντικές επιπτώσεις τους.

Πιστεύω πως, για μένα τουλάχιστον, όσα αποκαλύπτονται κάτω από την άσφαλτο, στο σταυροδρόμι των οδών Εγνατίας και Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη, δεν πρέπει ούτε να καταχωσθούν ούτε να μετακινηθούν. Θεωρώ πως θα βρεθεί τρόπος να διατηρηθούν επισκέψιμα: ως ενιαίο σύνολο που καταγράφει, συνοπτικά και εποπτικά, τη στρωματογραφία της ιστορίας της, και ως τρισδιάστατο εργαλείο για την αποκατάσταση της σχέσης του σύγχρονου δημότη με την πόλη και τους συμπολίτες του: σε μια περίοδο, όπως η τωρινή, που δοκιμάζει τις αντοχές μας, εξαντλεί τις αντιστάσεις μας και κλονίζει τους δεσμούς όχι μόνον με το ιστορικό παρελθόν, αλλά και με το βιολογικό μέλλον μας.

Είναι υποχρέωση των ειδικών και των υπευθύνων να αποφανθούν για τη λύση των προβλημάτων μας: όχι με πολυάνθρωπες επιτροπές που θα ροκανίζουν τον πολύτιμο ιστορικό και οικονομικό χρόνο μας, αλλά με αντιπροσωπευτικές και ευέλικτες ομάδες που θα συζητήσουν επί του πρακτέου, το συντομότερο δυνατό.

Ποια είναι η Χρύσα Παλιαδέλη

Η Χρυσούλα Σαατσόγλου-Παλιαδέλη είναι σήμερα ομότιμη καθηγήτρια Κλασικής Αρχαιολογίας στο Τμήμα Ιστορίας – Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), στο οποίο είχε η ίδια φοιτήσει. Ως πτυχιούχος διετέλεσε βοηθός του Γιώργου Δεσπίνη (1972-1975) και, στη συνέχεια, του Μανόλη Ανδρόνικου (1975-1984).

Το 1975 εντάχτηκε στην ομάδα της συστηματικής ανασκαφής του ΑΠΘ στη Βεργίνα και υπήρξε μέλος της όλα τα χρόνια της ανασκαφής της Μεγάλης Τούμπας που αποκάλυψε τους βασιλικούς τάφους (1976-1980).

Από το 1982 έχει την επιστημονική ευθύνη για την έρευνα του Ιερού της Εύκλειας, στην αγορά των Αιγών, πανεπιστημιακή ανασκαφή την οποία διευθύνει από το 2001. Το εντυπωσιακό εύρημα του 2008-09 από τον τομέα του Ιερού της Εύκλειας εικονογράφησε το δραματικό τέλος που επεφύλαξε ο Κάσσανδρος στη γενιά των Τημενιδών.

Για την αρχαία Μακεδονία και τη Βεργίνα έχει συγγράψει μονογραφίες και αρχαιολογικούς οδηγούς. Έχει εκπαιδεύσει τους φοιτητές και τις φοιτήτριές της στην αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική, την πλαστική, τη ζωγραφική και την επιγραφική τόσο σε προπτυχιακό όσο και σε μεταπτυχιακό επίπεδο. Έχει επίσης συμμετάσχει σε ελληνικές αποστολές στην Αίγυπτο, το Πακιστάν και το Ουζμπεκιστάν και έχει δώσει πλήθος διαλέξεων σε συνέδρια στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Κατήλθε και στον πολιτικό στίβο καθώς διετέλεσε ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ κατά την περίοδο 2009 – 2015.

Documento Newsletter