Ο Μάρλον Μπράντο δεν ήταν μόνο ένας προικισμένος ερμηνευτής αλλά κι ένας ασυμβίβαστος καλλιτέχνης. Η αντισυμβατική καριέρα και η τρικυμιώδης ζωή του έδωσαν λαβή σε αρκετούς κινηματογραφικούς μελετητές και θεωρητικούς να μιλήσουν, ίσως κάπως υπερβολικά, για ένα αυθεντικό ακτιβιστή, υπερασπιστή των αδύναμων και υπέρμαχο της καλλιτεχνικής και μη ελευθερίας. Δεν αμφισβητούνται φυσικά όλα τα παραπάνω αλλά ίσως πρέπει να τα δούμε μέσα από το πρίσμα του ερμηνευτικού ενστίκτου και της αυτοκαταστροφικής φύσης του πληθωρικού Μάρλον Μπράντο ο οποίος δύσκολα έμπαινε σε καλούπια.
Με αφορμή λοιπόν τα 100 χρόνια από τη γέννηση του θρύλου του αμερικανικού σινεμά, ξαναδιαβάζουμε την αυτοβιογραφία του «Τραγούδια που μου έμαθε η μητέρα μου» (εκδόσεις Λιβάνη, 1993) και σταχυολογούμε κάποιες από τις αλήθειες του που αποφάσισε να εξομολογηθεί με δική του πρωτοβουλία στον συγγραφέα του βιβλίου Ρόμπερτ Λίντσεϊ, προκειμένου η ιστορία της ζωής του να μην χρησιμοποιηθεί για μυθεύματα και άλλες καταστάσεις που δεν έχουν συμβεί ποτέ, ενώ καταλύτης ήταν η διαπίστωση του ότι πλέον έχει μαλακώσει με τα χρόνια και δεν είναι όλα «άσπρο- μαύρο» όπως τα έβλεπε μέχρι πρότινος.
Για τη συνεργασία του με σκηνοθέτες
«Έχω δουλέψει με αρκετούς σκηνοθέτες. Κάποιοι από αυτούς ήταν πολύ καλοί, κάποιοι μέτριοι, κάποιοι ανυπόφοροι. Ο Τσάρλι Τσάπλιν για παράδειγμα, που δουλέψαμε μαζί στην «Κόμισσα του Χονγκ Κονγκ» ήταν ο πιο σαδιστής από όλους. Και ο καλύτερος όλων ήταν ο Ελία Καζάν. Ο Γκατζ που πήρε το παρατσούκλι του πό τα γκάτζετ που λάτρευε ήταν ο μόνος που μπορούσε να με ταρακουνήσει, να μπει μαζί μου στο ρόλο και να μπορέσει να τον παίξει μαζί μου. Ίσως τον βοήθησε το γεγονός πως πριν να γίνει σκηνοθέτης ήταν κι ο ίδιος ηθοποιός στο Γκρουπ Θίατερ κάτι που τον έκανε ιδιαίτερα οξυδερκή».
Για τη δύναμη της φήμης
«Έμαθα ότι η φήμη είναι δίκοπο μαχαίρι. Έχει τόσα πλεονεκτήματα όσο και μειονεκτήματα. Κερδίζεις αρκετές ανέσεις, δύναμη και προνόμια. Αν θες να κάνεις εξυπηρέτηση σε κάποιον φίλο μπορείς να κάνεις ένα τηλεφώνημα και το ζήτημα να λυθεί αμέσως. Αν θες να τραβήξεις την προσοχή γύρω από κάτι που σε απασχολεί, μιλάς κάπου κι αυτό γίνεται αμέσως είδηση. Ακούνε αμέσως αυτό που θες να πεις. Παρεμπιπτόντως αυτό το θεωρώ γελοίο. Γιατί η άποψη ενός σταρ του κινηματογράφου έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από την άποψη ενός απλού πολίτη;»
Για την καλύτερη ερμηνεία της καριέρας του
Ούτε ο Βίτο Κορλεόνε του «Νονού», ούτε ο ταγματάρχης Κουρτς της «Αποκάλυψης τώρα», ούτε ο Στάνλεϊ Κοβάλσκι του «Λεωφορείου ο πόθος», ούτε ο Τέρι Μαλόι του «Λιμανιού της αγωνίας» αλλά ο… άγγλος κατάσκοπος Ουίλιαμ Γουόκερ στο «Κουεμάδα»! Όπως λέει ο ίδιος «εκτός του Καζάν και του Μπερτολούτσι ο καλύτερος σκηνοθέτης που δούλεψα μαζί του ήταν ο Τζίλο Ποντεκόρβο παρόλο που κοντέψαμε να σκοτωθούμε το 1968 στα γυρίσματα του «Κουεμάδα», ενός φιλμ που δεν είδε κανείς και στη συνέχεια άλλαξαν τον τίτλο του σε «Κάψτε!».
Εκεί υποδύομαι ένα άγγλο κατάσκοπο ο οποίος συμβόλιζε όλες τις συμφορές που είχαν επιφέρει οι ευρωπαϊκές δυνάμεις στις αποικίες τους στο 19ο αιώνα. Το θέμα έκανε παραλληλισμούς με το Βιετνάμ καθώς περιέγραφε ανάγλυφα το παγκόσμιο πρόβλημα της εκμετάλευσης του αδύνατου από τον δυνατό. Προσωπικά πιστεύω πως σε αυτή την ταινία έδωσα ως ηθοποιός την καλύτερη ερμηνεία της ζωής μου, όμως ελάχιστοι άνθρωποι ήρθαν να τη δουν».
Για τη σχέση με τους γονείς του
«Εκείνο που θυμάμαι πιο έντονα από τον πατέρα του ήταν η αδιαφορία του για μένα. Μπορεί να είχα το όνομα του αλλά τίποτε από ότι έκανα δεν τον ευχαριστούσε ποτέ ούτε καν τον ενδιέφερε. Η μητέρα μου ήταν πάντα εκκεντρική. Μερικές φορές όταν έβρεχε φορούσε μια σακούλα στο κεφάλι, με ένα μικρό άνοιγμα σαν γείσο που είχε φτιάξει σκίζοντας τις άκρες. Ήταν γελοίο αλλά εκείνη το θεωρούσε αστείο. Εγώ ντρεπόμουν για αυτό, παρότι αν το έκανε σήμερα θα έσκαγα από τα γέλια. Είχε αρκετές στιγμές τρυφερότητας για μένα όταν δεν έπινε. Καθώς όμως έπινε όλο και περισσότερο δυσκολευόταν να κρύψει τον αλκοολισμό της. Το αποτέλεσμα του εθισμού της ήταν πως προτιμούσε να μεθάει από το να μας φροντίζει. Κι ο πατέρας μου ήταν αλκοολικός και μάλιστα του χειρότερου είδους. Ήταν ένας δυστυχισμένος μέθυσος».
Για τις επιλογές των ταινιών του
«Ορισμένες από τις ταινίες που γύρισα στα 60ς είχαν επιτυχίες κι άλλες όχι. Κάποιες από αυτές, σαν την «Νύχτα της επόμενης μέρας» τις έκανα αποκλειστικά για να κερδίσω χρήματα. Κάποιες άλλες όπως την «Κάντι» τις έκαναν επειδή με παρακάλεσε κάποιος φίλος κι εγώ δεν ήθελα να τον απογοητεύσω. Ειδικά σε αυτό το φιλμ θυμάμαι πόσο γελοίος ήμουν, όπως κι ολόκληρη η ομάδα των ηθοποιών που υποβιβαζόταν το ίδιο. Μερικές από αυτές τις ταινίες μου απέφεραν κέρδος, άλλες όχι. Ουσιαστικά με ενδιέφεραν άλλα πράγματα, έπρεπε όμως να δουλέψω για να ζήσω. Έτσι άρπαζα όποια ευκαιρία μου εμφανιζόταν, χωρίς να κάνω εξαιρέσεις».
Για τα βραβεία όσκαρ
«Από τη στιγμή που ο κόσμος αντιμετωπίζει τόσα πολλά προβλήματα είναι γελοία η προβολή και η δημοσιότητα που παίρνει η τελετή των όσκαρ. Η εν λόγω τελετή έχει βαθιά τις ρίζες της στην εικόνα αυτοπροβολής που έχει το Χόλιγουντ για τον εαυτό του. Ξέρω ηθοποιούς που προετοιμάζονται μήνες πριν για την τελετή και προβάρουν τα λόγια τους στην περίπτωση που νικήσουν. Αυτό που σε σας φαίνεται αυθόρμητο στην πραγματικότητα είναι μια καλά δουλεμένη πρόβα. Είναι ανόητο όλο αυτό το σκηνικό και θεώρησα γελοίο όταν προτάθηκα για το βραβείο με το ρόλο του Κορλεόνε, να πάω εκεί για να πλέξω το εγκώμιο σε μια βιομηχανία η οποία συστηματικά συκοφαντούσε τους Ινδιάνους και διαστρέβλωνε την αλήθεια γύρω από αυτούς. Έτσι έστειλα την Σατσίν Μικρό Φτερό να πει όσα ήθελα. Όσον αφορά το όσκαρ παρότι η Ακαδημία μου το έστειλε δεν το παρέλαβα ποτέ».
Για τον «Νονό»
«Όταν διάβασα το βιβλίο του Πούζο κατάλαβα ότι ο ρόλος του Βίτο προσφερόταν άριστα για ερμηνεία χαμηλών τόνων. Σκέφτηκα ότι θα είχε τεράστιο ενδιαφέρον να μεταφέρω ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία του σινεμά έναν γκάνγκστερ που δεν θα θύμιζε σε τίποτα τους κλασικούς κακούς του παρελθόντος».
Αυτά λοιπόν για τον Μάρλον Μπράντο. Να είστε όλοι καλά, να πηγαίνετε σινεμά και θα τα ξαναπούμε την επόμενη βδομάδα.