Αθήνα ώρα 9.00, αναχώρηση για Τρίπολη με μοτοσικλέτα. Αφιξη στην πρωτεύουσα της Αρκαδίας στις 10.30. Γι’ αυτά τα 158 χιλιόμετρα πριν από κάποια χρόνια απαιτούνταν ακόμη και πέντε ώρες ταξίδι με τα πρώτα υπεραστικά λεωφορεία. Ο προορισμός μας ήταν ο σταθμός των ΚΤΕΛ του νομού Αρκαδίας και σκοπός του ταξιδιού να νιώσουμε για λίγο επιβάτες των παλιών λεωφορείων τα οποία εξυπηρετούσαν τους κατοίκους της Πελοποννήσου και όχι μόνο.
Συναντηθήκαμε με την Κυριακή Ράλλη και την Αδαμαντία Μένη οι οποίες ανήκουν στο προσωπικό του οργανισμού και οι οποίες φρόντισαν να μας γνωρίσουν με τον Χρήστο Μήτσια, ο οποίος μας προμήθευσε το φωτογραφικό υλικό, αλλά και με δύο βετεράνους οδηγούς που αποτελούν τη ζωντανή ιστορία των ελληνικών δρόμων. Ο Γιώργος Καρακάσης και ο Ρήγας Ρούτσης μας έβαλαν συνοδηγούς στο ταξίδι μας στον χρόνο.
Ακολουθούν οι αφηγήσεις τους σε πρώτο πρόσωπο.
Ο Γιώργος Καρακάσης θυμάται…
Προτού γίνω οδηγός ήμουν γκαραζιέρης –και πιο πριν εκπαιδευτής στα άρματα μάχης–, πάντα εδώ στην Τρίπολη. Είχαμε ένα πολύ καλό συνεργείο και κάναμε μετατροπές και συντηρήσεις. Ενα από τα πρωτοποριακά που είχαμε κάνει ήταν να μεταφέρουμε τα μοτέρ από τα πλάγια προς τα πίσω, να γυρίσουμε τα διαφορικά ανάποδα, καθώς και τις μετρήσεις στις γωνίες κάμπερ και κάστερ, που ήταν βασικές για να πηγαίνει με ασφάλεια το λεωφορείο στους δρόμους εκείνης της εποχής. Ακόμη και προτού φτιαχτεί ο δρόμος, πάντα ήταν ευχάριστη η εμπειρία. Ημουν υπομονετικός τόσο ως άνθρωπος όσο και ως οδηγός καθώς οι παλιοί δρόμοι έκρυβαν παγίδες. Ο Κωλοσούρτης (σ.σ.: η παλιά εθνική οδός Αργους – Τρίπολης που περνούσε από τον Αχλαδόκαμπο) ήταν στενός και με ανάποδη κλίση και με όσα επικίνδυνα μπορεί να φανταστεί κάποιος.
Οι περισσότεροι επιβάτες έδειχναν κατανόηση και αν υπήρχαν κάποιοι βιαστικοί που διαμαρτύρονταν, οι υπόλοιποι φρόντιζαν να τους βάζουν στη θέση τους. Η ευγένεια, η εργατικότητα και η υπομονή ήταν και είναι τα βασικότερα προσόντα ενός οδηγού. Ειδικά τα παλιά χρόνια που είχαν αποσκευές όλων των ειδών, φρόντιζα να βρίσκω τρόπο να τους εξυπηρετώ όλους, βάζοντας πράγματα ακόμη και στα καθίσματα. Ο καθένας έφερνε το φαγητό του, γιατί τα ταξίδια κρατούσαν πολλές ώρες, και μετά έπρεπε να καθαριστεί το λεωφορείο, αν και οι μυρωδιές δύσκολα έφευγαν.
Οι μηχανές και τα ταξίδια ήταν πάντα η αγάπη μου. Τα ταξίδια με μια έννοια ήταν μέρος και της οικογένειάς μου, καθώς οι γονείς μου είχαν το ξενοδοχείο ύπνου Η Αργολίς για όσους ταξίδευαν και ήταν περαστικοί. Είχαμε μέσα έναν τεράστιο Κολοκοτρώνη και όταν ήρθε η Γκεστάπο να το επιτάξει, έβγαλαν τα περίστροφα και άρχισαν να πυροβολούν το άγαλμα. Τους είπα «καμαράντ, Κολοκοτρώνης νιξ καπούτ»· μου έδωσαν μια κλωτσιά κι έπεσα από τα σκαλιά του πρώτου ορόφου στο ισόγειο. Με κάτι τέτοια περιστατικά έγινα σκληρός στη δουλειά, γιατί ήταν δύσκολη δουλειά, με απαιτήσεις σε αντοχή και υπομονή.
Ολα τα δύσκολα με έμαθαν πάντα να χαμογελώ, ακόμη κι αν έκανα γιορτές –Χριστούγεννα, Πάσχα– πίσω από το τιμόνι. Αυτό το εκτιμούσε ο κόσμος και γινόμασταν όλοι μια οικογένεια. Πολλές φιλίες αλλά και έρωτες γεννήθηκαν στα καθίσματα του λεωφορείου. Ο κόσμος αντάλλασσε τηλέφωνα και διευθύνσεις, ήταν αγνή, καθαρή εποχή.
Ο Ρήγας Ρούτσης γυρίζει τον χρόνο πίσω
Ξεκίνησα από εισπράκτορας και οδηγώ από τις 20 Ιανουαρίου 1962. Το επαρχιακό οδικό δίκτυο ήταν γεμάτο χωματόδρομους με γούβες τότε. Ωστόσο οι δυσκολίες δεν ήταν μόνο στις μετακινήσεις αλλά και στην ίδια τη ζωή. Εκείνα τα χρόνια η διαδρομή Αθήνα – Τρίπολη διαρκούσε περίπου πέντε ώρες. Από εδώ μέχρι το Αργος θέλαμε δύο ώρες, ίσως και παραπάνω, ανάλογα με το φορτίο. Κάθε τρεις μήνες αλλάζαμε λάστιχα, χώρια τις υπόλοιπες φθορές που υπήρχαν.
Ζούσαμε με δυσκολίες και η βοήθεια στον συνάνθρωπο ήταν το πιο συνηθισμένο πράγμα, σε αντίθεση με αυτά που βλέπουμε σήμερα. Θυμάμαι ακόμη μια ταλαιπωρημένη γυναίκα που κατέβηκε στη Μεγαλόπολη και μου έδωσε όλες της τις ευχές όταν τη βοήθησα με τα μπαγκάζια της. Συγκινητικά πράγματα που δεν τα βλέπεις σήμερα.
Τα πράγματα ήταν διαφορετικά εκείνα τα χρόνια. Δεν είναι μόνο το φαγητό που έφερνε ο καθένας, αλλά και η ελευθερία του τσιγάρου, το οποίο αργότερα απαγορεύτηκε. Περνούσαμε πολλές ώρες μαζί, οδηγοί και επιβάτες, και ο καθένας έφερνε εκτός από τις αποσκευές και τις συνήθειές του. Ξεκίνησα από λεωφορείο 32 θέσεων· βέβαια πολύ σπάνια ήταν μόνο τόσοι οι επιβάτες. Συνήθως ήταν πάνω από 40, ο ένας πάνω στον άλλο μαζί με τα ταγάρια τους. Τα ταγάρια μού έχουν κοστίσει πρόστιμα από τη χωροφυλακή καθώς απαγορεύονταν οι αποσκευές μέσα στο λεωφορείο. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι άλλο καθώς οι χώροι αποθήκευσης ήταν ελάχιστοι. Το λεωφορείο το έβλεπαν σαν θεό, γιατί ήταν το μόνο μέσο μεταφοράς, ειδικά μεταξύ των χωριών. Δεν μπορούσα να πω όχι στους επιβάτες που ήθελαν να εξυπηρετηθούν.
Οταν ήρθαν τα 50άρια λεωφορεία, ήμουν ο τρίτος στην Αρκαδία που πήρε μεγαλύτερο. Και πάλι όμως δεν σταμάτησα να λέω όχι σε περισσότερους επιβάτες, ακόμη και υπό τον φόβο των ελέγχων της αστυνομίας. Θυμάμαι ένα περιστατικό με έναν υπομοίραρχο της χωροφυλακής. Κατά τη διάρκεια του ελέγχου γυρίζω και του λέω ότι μας βλέπεις καθημερινά όλους, εμένα αλλά και τους επιβάτες. Ακόμη και να μου δώσεις πρόστιμο, πάλι θα συνεχίσω να τους εξυπηρετώ όλους, γιατί πλέον έχουμε εξοικειωθεί μεταξύ μας, οδηγοί και επιβάτες και αστυνομικοί. Οι άνθρωποι πρέπει να πάνε στις δουλειές τους αλλά κι εγώ να κάνω τη δουλειά μου, για να ζήσουμε όλοι τις οικογένειές μας. Εκείνη τη φορά με άφησαν κι έφυγα…
Οι εποχές τότε ήταν διαφορετικές, ήταν ο άνθρωπος για τον άνθρωπο. Πολλές φορές παίρναμε επιβάτες που δεν είχαν χρήματα για εισιτήριο, όπως και φαντάρους που ήθελαν να πάνε στα σπίτια τους. Τα πληρώναμε από την τσέπη μας και το ευχαριστώ ήταν η μεγαλύτερη ανταμοιβή για μας. Τα δρομολόγια ήταν και πιο αραιά και δεν γινόταν να μην εξυπηρετήσουμε τους ανθρώπους. Οταν κάνεις αυτήν τη δουλειά έχεις άλλη σχέση με τον κόσμο γιατί βασίζεται πάνω σου. Το είχε πει και ο καγκελάριος Χέλμουτ Κολ, όταν είχα επισκεφτεί κάποτε τη Γερμανία, ότι η Ελλάδα έχει την καλύτερη συγκοινωνία στην επαρχία καθώς κάθε πρωί στις εφτά υπάρχει ένα λεωφορείο σε κάθε χωριό.
Αυτό που με θλίβει είναι ότι με εξαίρεση τον εθνικό δρόμο η Αρκαδία που είναι ένας τεράστιος νομός εξακολουθεί να έχει το χειρότερο επαρχιακό δίκτυο. Οι περισσότεροι βουλευτές και υπουργοί με καταγωγή από εδώ δεν έκαναν το παραμικρό για να βελτιωθεί η κατάσταση και θα πω και ονόματα: Λαλιώτης, Ρέππας, Σεχιώτης, Γιαννόπουλος, Γείτονας και πολλοί άλλοι σε μια εποχή που το ΠΑΣΟΚ ήταν σχεδόν όλο από εδώ άφησαν τον τόπο να ερημώσει. Ακόμη και στο χωριό του πρώην περιφερειάρχη Τατούλη, που έχει κοντά τη μονή Μαλεβής με πλήθος επισκεπτών, το οδικό δίκτυο είναι μια γιδόστρατα, όπως ακριβώς στο λέω. Η Ακαδημία, που παραδοσιακά υπήρχε εδώ, πήγε στην Πάτρα με απόφαση του Κουτσόγιωργα, το σύνταγμα πεζικού σχεδόν καταργήθηκε και εκεί λαλούν οι κουκουβάγιες πλέον. Η Αρκαδία είναι ξεχασμένη, αλλά έχει κτίρια που μπορούν να υποδεχτούν κόσμο, φοιτητές, στρατιώτες και μια και μιλάμε για τα ΚΤΕΛ, ακόμη και σήμερα οι οδηγοί εδώ παραμένουν οι αφανείς ήρωες, προσπαθώντας να ενώσουν αυτό τον τόπο με την υπόλοιπη χώρα. Αν δεν υπήρχε το εργοστάσιο στη Μεγαλόπολη, θα ήμασταν ένα μεγάλο χωριό. Ειδικά για το σύνταγμα πεζικού, καταργώντας το στρατόπεδο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, είναι σαν να καταργούμε την ίδια μας την παράδοση. Ακόμη και στο στρατόπεδο της αεροπορίας από 2.500 άτομα έμειναν περίπου 150.
Χαιρετήσαμε τους φιλόξενους Αρκάδες και ξεκινήσαμε την επιστροφή στην πρωτεύουσα. Οι ιστορίες του δρόμου, η μυρωδιά από τους κεφτέδες στο ταπεράκι και η ελαφρά ζάλη από τις στροφές του παλιού δρόμου μας συνόδευσαν μέχρι τα πρώτα διόδια, επαναφέροντάς μας στην πραγματικότητα του σήμερα.
Στιγμές από το ΚΤΕΛ νομού Αρκαδίας μέσα στον χρόνο. Από την εποχή που στα λεωφορεία χωρούσαν μετά βίας 14 επιβάτες έως την άφιξη των πενηνταθέσιων «θηρίων»: