Ιστορίες για πόρνες και νταβατζήδες στα Βούρλα

Το Documento συνάντησε και μίλησε με τη συγγραφέα Τέτη Σώλου για μπορντέλα, υπόκοσμο και «ηθική».

Το 1875, στην άκρη της πόλης, ολοκληρώθηκε η δημιουργία του πρώτου δημόσιου μπορντέλου της χώρας. Στα Βούρλα, την περιοχή του Πειραιά που αποτελούνταν από έλος και βούρλα, έμελλε να γραφτεί η ιστορία των γυναικών που χαρακτηρίστηκαν ως πόρνες τρίτης βαθμίδας, τις οποίες η κοινωνία είχε ανάγκη να περιφράξει ώστε να προστατεύσει την ηθική της. Κατά καιρούς έχουν γραφτεί διάφορα για τις συνθήκες διαβίωσης των γυναικών αυτών, με πρώτο το αποκαλυπτικό ρεπορτάζ που έκανε το 1936 η Λιλίκα Νάκου για την εφημερίδα «Ακρόπολις». Ηταν ίσως η πρώτη φορά που αναδεικνυόταν το ανθρώπινο πρόσωπο των γυναικών που πάνω τους είχε γαντζωθεί ο φόβος και η απέχθεια των ευυπόληπτων πολιτών. Για τα Βούρλα έχουν γραφτεί όλα αυτά τα χρόνια αρκετά άρθρα, ενώ υπάρχουν αναφορές και σε κάποια βιβλία. Ωστόσο, μέχρι πρότινος δεν είχε γραφτεί κάποιο βιβλίο ειδικά γι’ αυτά. Πριν από λίγες μέρες κυκλοφόρησε η έρευνα της συγγραφέα Τέτης Σώλου «”Κάτι να μείνει από μένα” – Πόρνες στα Βούρλα» (εκδόσεις Ars Libri).

Ποια ήταν αλήθεια η ανάγκη να δημιουργηθεί ένα δημόσιο μπορντέλο στα τέλη του 19ου αιώνα, μια εποχή που τα πάντα ήταν λίγο πολύ στον αέρα στο ελληνικό κράτος; Η κ. Σώλου απαντά: «Στα χρόνια που ακολούθησαν μετά την Επανάσταση ο Πειραιάς από λιμανάκι εξελίχθηκε σε μεγάλο λιμάνι. Εκεί είχε τραβηχτεί και ο υπόκοσμος· στα ντοκουμέντα της εποχής διαβάζει κανείς για διάφορα εγκλήματα, συχνά έπεφτε πιστολίδι, ήταν μια δύσκολη περιοχή. Τότε λοιπόν οι πόρνες ήταν σκορπισμένες παντού στον Πειραιά. Τα μπορντέλα βρίσκονταν ανάμεσα στις κατοικίες, οπότε προέκυπτε το θέμα του κινδύνου και της ηθικής. Κάπως έτσι, το δημοτικό συμβούλιο του Πειραιά αποφάσισε τη δημιουργία ενός τεράστιου πορνείου εκτός σχεδίου πόλης, με στόχο να τραβήξουν μαζί με τις πόρνες και τον υπόκοσμο εκτός πόλης. Συν τοις άλλοις, το γεγονός ότι θα υπήρχε ιατρική παρακολούθηση και οι γυναίκες θα ήταν επιτηρούμενες, σε μέρος περιφραγμένο, πρόσφερε την αίσθηση της ασφάλειας».

Ως ιδιοκτήτρια του οικοπέδου εμφανίζεται η οικογένεια Πιπινέλη. Σημειωτέον, η ίδια οικογένεια το 1963 ανέδειξε πρωθυπουργό υπηρεσιακής κυβέρνησης. Η κ. Σώλου λέει: «Εμφανίζεται τότε επίσης το όνομα Μπόμπολας. Δεν γνωρίζω αν υπάρχει σχέση με τον σημερινό Μπόμπολα, όμως έχει ενδιαφέρον η συνωνυμία. Αυτός ανέλαβε ως εργολάβος να χτίσει το ακίνητο, αλλά η σχέση του με το συγκρότημα των Βούρλων δεν περιορίστηκε σε αυτό. Ο Μπόμπολας έκανε συμφωνία με τον Δήμο Πειραιά, γιατί το μπορντέλο ήταν πλέον και κερδοσκοπική επιχείρηση. Ο δήμος ήθελε να περιέλθει το ακίνητο στην ιδιοκτησία του έπειτα από 50 χρόνια. Ο Μπόμπολας κατάφερε να μείνει το ακίνητο στην ιδιοκτησία του και να περάσει μετά τον θάνατό του στους κληρονόμους του. Η συμφωνία που έκανε ο Μπόμπολας με τον Δήμο Πειραιά όριζε ότι δεν θα υπήρχαν άλλα μπορντέλα στον Πειραιά, έτσι ώστε καμία πόρνη να μη δουλεύει εκτός Βούρλων. Μάλιστα πίεζε την αστυνομία να κυνηγά όσες πόρνες είχαν μείνει απέξω».

Υπήρχε κερδοσκοπική επιχείρηση, η οποία εισέπραττε το ενοίκιο, παρείχε τα δωμάτια, τον εξοπλισμό, τα κλινοσκεπάσματα κ.λπ. και έπαιρνε το χρήμα. Μια φορά τον χρόνο τα κατέβαλλε στον Δήμο Πειραιά. Τα Βούρλα είχαν δύο ιδιαιτερότητες. Εκτός του ότι ήταν, όπως λέει ο Πετρόπουλος, μια μαντρωμένη μπουρδελογειτονιά, δεν υπήρχαν μαμάδες και οι γυναίκες δούλευαν για λογαριασμό τους. Είχε δηλαδή καθεμία το δωμάτιό της και ζούσε και δούλευε σε αυτό.

Ανθρωποι στον πάτο του κόσμου

Πώς ήταν η καθημερινότητα μέσα στο συγκρότημα των Βούρλων; Η κ. Σώλου εξηγεί: «Υπήρχε πολλή ένταση, έπεφτε πολύ ξύλο σχεδόν κάθε μέρα. Οι γυναίκες τσακώνονταν μεταξύ τους, με τους πελάτες, με τους νταβατζήδες. Γίνονταν τρομερές συμπλοκές. Οι νταβατζήδες πετάγανε μαχαίρι για να λύσουν τα θέματα τιμής, ενώ δεν αποκλειόταν ο φόνος. Υπήρχε λοιπόν σταθμός της χωροφυλακής μέσα στον περίβολο των Βούρλων. Και σε έναν από τους δρόμους γύρω από το συγκρότημα υπήρχε αστυνομικό τμήμα – το αστυνομικό τμήμα της Δραπετσώνας, που υπάρχει στο ίδιο σημείο μέχρι σήμερα». Σύμφωνα με τον αριθμό των δωματίων, στα Βούρλα εργάζονταν ως πόρνες τουλάχιστον 74 γυναίκες· τουλάχιστον αυτό προκύπτει από το σχεδιάγραμμα που υπάρχει από την εποχή που το συγκρότημα είχε αλλάξει χρήση, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, και είχε γίνει φυλακή (ονομαστή η απόδραση 27 κομμουνιστών από εκεί το 1955). Ωστόσο είναι σχεδόν απίθανο ο Πειραιάς να είχε μόνο τόσες πόρνες, οπότε οι υπόλοιπες δούλευαν παράνομα έξω από τον χώρο αυτό.

Η αστυνομική διάταξη όριζε ότι οι ελευθέριες γυναίκες της τρίτης τάξης, της κατώτερης βαθμίδας δηλαδή, εργάζονται στα Βούρλα ή στο Αεριόφως, το Γκάζι. «Σε πιο δύσκολες συνθήκες ζούσαν οι γυναίκες που εκδιώκονταν από τα Βούρλα γιατί είχαν κάνει κάποιο παράπτωμα. Αυτές δεν είχαν πού να πάνε. Είτε έκαναν καλντερίμι, που σημαίνει ότι ήταν αδήλωτες και ήταν θέμα μηνών να νοσήσουν, είτε κατέληγαν σε κάτι παροπλισμένα καΐκια του Πειραιά. Εκεί ζούσαν την πλήρη εξαθλίωση. Η Λιλίκα Νάκου, που έκανε το ρεπορτάζ για τα Βούρλα εν έτει 1936, πήγε στην περιοχή και βρήκε ανθρώπους που την οδήγησαν στα καραβάκια αυτά, τα σλέπια – έχει γράψει και ο Καββαδίας ένα ποίημα γι’ αυτά: Κοινές γυναίκες το ‘χουν κάνει τώρα “σπίτι” / αλήτες και πρεζάκηδες η πελατεία… Οι γυναίκες αυτές έμεναν έγκυες και γεννούσαν μέσα σε αυτά τα καραβάκια, φοβερή ιστορία. Ανθρωποι στον πάτο του κόσμου».

Σύντομα γύρω από το συγκρότημα των Βούρλων άρχισε να δημιουργείται μια παραγκούπολη, στην οποία έβρισκαν διαφυγή όλοι οι απόκληροι. Οταν έσκασαν στον Πειραιά οι καραβιές με τους πρόσφυγες του 1922, σύντομα τους εκτόπισαν στην περιοχή της Δραπετσώνας. Τους δόθηκε η έκταση του παλιού νεκροταφείου, ωστόσο δεν χωρούσαν στον χώρο αυτό και εξαπλώθηκαν στην περιοχή. Η κ. Σώλου λέει: «Υπήρχε όλη αυτή η κατάσταση στη Δραπετσώνα, στην οποία ήρθαν και οι πρόσφυγες που προσπαθούσαν για να στήσουν μια καινούργια ζωή. Στην περιοχή υπήρχαν διάφοροι τεκέδες – σε κάποιους από αυτούς με το ζόρι χωρούσαν τρεις άνθρωποι. Ιδιοκτήτες δεν ήταν μόνο άντρες αλλά και γυναίκες, όπως η κυρα-Ρήνη η Σμυρνιά. Αρκετοί από τους τεκέδες γύρω από τα Βούρλα λειτουργούσαν και σαν μπουρδέλα και η συνουσία γινόταν από μια τρύπα στα σανίδια χωρίς να υπάρχει οπτική επαφή του πελάτη με την πόρνη – ήταν συνήθως προσφυγοπούλα και αδήλωτη. Αυτά όμως συνέβαιναν έξω από τη μάντρα των Βούρλων, μέσα δεν χρειαζόταν, μπορούσε κανείς να έχει τη γυναίκα ολόκληρη. Είχε σκάσει κι ένα σκάνδαλο τότε. Ο ηγούμενος της Μονής Φανερωμένης της Σαλαμίνας πήγαινε στη Δραπετσώνα και μοίραζε στους τεκέδες χασίσι εκλεκτό από την Προύσα. Εσκασε τότε ένα σκάνδαλο ότι η μονή της Φανερωμένης είχε μετατραπεί “εις χασισαποθήκη”».

Ξεμάλλιασμα στις «τίμιες»

Οι περισσότερες γυναίκες είχαν αγαπητικούς, όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις. Κάποιες έλεγαν ότι «έξω οι πλούσιες δίνουν χρήματα και χτήματα του πατέρα τους για λίγη αγάπη και ένα στεφάνι, εμείς εδώ που είμαστε να μην πληρώσουμε κάτι για λίγη ψεύτικη αγάπη;». Από το μπουρδέλο των Βούρλων πέρασε ως αγαπητικός δύο φορές και ο Βαμβακάρης. Ενα από τα τραγούδια του στα οποία υπάρχει αναφορά στο μπουρδέλο είναι «Το διαζύγιο». Η κ. Σώλου σημειώνει: «Αρκετά τραγούδια της εποχής αναφέρονται στα Βούρλα. Στο τραγούδι “Το διαζύγιο” ο Βαμβακάρης λέει μεταξύ άλλων: “Τρελή σε στεφανώθηκα μες στον Αγιο Διονύση / και σ’ έκανα νοικοκυρά και ποιος να σου μιλήσει”. Ο Αγιος Διονύσης ήταν η εκκλησία δίπλα από τα Βούρλα. Ο γάμος για τις περισσότερες γυναίκες των Βούρλων ήταν όνειρο. Η επιθυμία τους ήταν να παντρευτούν και να βγουν στην κοινωνία έχοντας πρόσωπο. Ωστόσο δεν ήταν πολλές εκείνες που κατάφεραν να φύγουν παντρεμένες από εκεί. Γιατί αυτές τις γυναίκες δεν τις ήθελε κανείς. Κάποια λέει: “Πού να πάμε; Εμείς όπου κι αν πάμε είμαστε σαν τα σκυλιά”. Ο τοίχος των Βούρλων δεν προστάτευε μόνο τους έξω από τις γυναίκες αλλά και τις γυναίκες από τους έξω. Μια μαρτυρία λέει ότι πήγαν τρεις γυναίκες των Βούρλων στην εκκλησία για να παρακολουθήσουν την κυριακάτικη λειτουργία και με το που τις είδαν οι “τίμιες” γυναίκες άρχισαν να τις αγριοκοιτάνε και να τις φτύνουν μέσα στην εκκλησία. Οπότε έγινε φασαρία, σταμάτησε η λειτουργία και τις έβγαλαν έξω σηκωτές. Ηταν πλάσματα χωρίς επιλογή. Και η καθεμία στη ζωή της είχε πέσει θύμα κάποιου σωματέμπορου. Μη φανταστείτε ότι οι σωματέμποροι ήταν απαραιτήτως άθλιες φυσιογνωμίες του λιμανιού, πολλές φορές ήταν άνθρωποι της καλής κοινωνίας, μεταξύ αυτών και πολλές γυναίκες».

Κατά καιρούς υπήρξαν διάφορες «τίμιες» γυναίκες, προφανώς βολεμένες σε μια καθημερινότητα πολύ πιο άνετη από εκείνες των Βούρλων, που προσπάθησαν να επαναφέρουν τις πόρνες στο σωστό δρόμο. Η κ. Σώλου λέει: «Τις “τίμιες” που μπαίνανε στα Βούρλα τις ξεμαλλιάζανε. Οταν δε έμπαιναν μέσα οι θεούσες έπεφτε το σύνθημα “απάνω τους”, κι έπεφτε ξύλο και ξεμάλλιασμα ταυτόχρονα. Νομίζω ότι ήταν γυναίκες ανυποψίαστες από τη ζωή και τελικά άπονες γιατί πήγαιναν και έκαναν κήρυγμα περί ηθικής στις πόρνες, προσπαθώντας να πουλήσουν θρησκευτικά βιβλία. Γι’ αυτό και στην είσοδο η χωροφυλακή έδινε σε αυτές τις γυναίκες, τις “τίμιες”, μια σφυρίχτρα, έτσι ώστε αν έβρισκαν τα σκούρα να σφυρίξουν για να τρέξουν να τις σώσουν».

Υπήρξαν πόρνες που κατάφεραν να φύγουν με ένα καλό κομπόδεμα από εκεί; Η κ. Σώλου λέει: «Οι πόρνες έβγαζαν πολλά λεφτά, αλλά δεν τους έμεναν. Τις καλές εποχές έπαιρναν 40-50 πελάτες τη μέρα· με 25 δραχμές ο πελάτης έβγαινε ένα ποσό περίπου 1.000-1.250 δραχμές τη μέρα. Αν σκεφτείς ότι το μεροκάματο του εργάτη στα μεταλλεία του Λαυρίου ή στα υφαντουργεία ήταν 40-50 δραχμές καταλαβαίνεις. Αλλά δεν του μένανε λεφτά. Ξόδευαν, γιατί έλεγαν “κι αν πεθάνουμε μαζί μας θα τα πάρουμε;”. Υπήρχαν πολλές που ήταν πολύ γενναιόδωρες· η Ασπασία η Κουφή, ας πούμε, ήταν μια πόρνη που διάβαζε πολύ, ήταν και φίλη του Καββαδία, του είχε διηγηθεί ιστορίες, τον είχε εμπνεύσει. Μια μέρα κάποια γριά πόρνη –τότε γριές θεωρούνταν γυναίκες μεταξύ 40-50 ετών– χτύπησε την πόρτα της Ασπασίας και της ζήτησε ένα σάλι γιατί κρύωνε. Κι εκείνη της έδωσε το παλτό της και της είπε: “Πάρ’ το, εγώ έκανα άλλο”. Μπορεί και να μην είχε κάνει άλλο, αλλά ήξερε ότι αυτή η γυναίκα ήταν φτωχή και άρρωστη. Υπήρχε συμπόνια. Επεφτε ξύλο πολύ, αλλά υπήρχαν ταυτόχρονα και συμπόνια και μεγαλείο».

==================

INFO

Το βιβλίο της Τέτης Σώλου «“Κάτι να μείνει από μένα” – Πόρνες στα Βούρλα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ars Libri (ISBN: 978-618-82634-5-1, σελ.: 96, τιμή: €10). Αρθρα της Τέτης Σώλου μπορείτε να διαβάσετε στο blog Hellas Special (tetysolou.wordpress.com)

Ετικέτες