Η θερμοκρασία ανεβαίνει, η άσφαλτος βράζει, τα κορμιά στάζουν και η ανάγκη να βρεθούμε δίπλα και μέσα στο νερό γίνεται πλέον επιτακτική. Το σημερινό μας ραντεβού κλείνεται εν πλω για να διασχίσουμε παρέα τις ανοιχτές θάλασσες μέσα από αγαπημένα βιβλία, ξεκινώντας από την «Αφήγηση του Άρθουρ Γκόρντον Πιμ από το Ναντάκετ» (Εκδόσεις Gutenberg, μτφρ.: Πολύκαρπος Πολυκάρπου), το μόνο μυθιστόρημα που έγραψε ο Έντγκαρ Άλαν Πόε και το πιο σπουδαίο έργο του σύμφωνα με τον Μπόρχες.
Ο Πιμ του τίτλου είναι ένας νεαρός ο οποίος μπαρκάρει λαθραία σε ένα φαλαινοθηρικό που έχει προορισμό τις Νότιες Θάλασσες, έρχεται αντιμέτωπος με φουρτούνες, ανταρσίες, πλοία-φαντάσματα, ναυάγια και κανιβαλισμούς για να καταλήξει σε ένα νησί της Ανταρκτικής με περίεργους κατοίκους. Το 1838 που εκδόθηκε το βιβλίο προκάλεσε αντιδράσεις γιατί ο Πόε είχε την πρόθεση να το παρουσιάσει ως ρεπορτάζ.
Παρότι την εποχή εκείνη ήταν πολύ δημοφιλείς οι θαλασσινές περιπέτειες –οι μεταφορές και το μεγαλύτερο μέρος του εμπορίου γινόταν ακόμη διά θαλάσσης– το έργο του Πόε ξεχωρίζει μέχρι σήμερα για τη μεθυστική αφήγηση και τις πολυεπίπεδες αναγνώσεις πάνω στην ανθρώπινη φύση και τη μεταφυσική, αντίστοιχες με εκείνες τις οποίες συναντάμε και στον «Μόμπι Ντικ ή Η Φάλαινα» (Εκδόσεις Gutenberg, μτφρ.: Α. Κ. Χριστοδούλου) δεκατρία χρόνια μετά.
Στο βιβλίο του Χέρμαν Μέλβιλ παρακολουθούμε μέσα από τα μάτια του ναύτη Ισμαήλ το ταξίδι του φαλαινοθηρικού «Πίκουοντ» από το Μανχάταν στις Νότιες Θάλασσες με καπετάνιο τον Αχαάβ, ο οποίος ακολουθεί εμμονικά τα ίχνη μιας λευκής φάλαινας που τον είχε τραυματίσει σε προηγούμενο μπάρκο. Τόνοι μελανιού έχουν χυθεί σχετικά με τις αναφορές στη μυθολογία, τη θρησκεία, τη σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον κ.λπ. που υπάρχουν στον «Μόμπι Ντικ», το αρχέτυπο του Μεγάλου Αμερικανικού Μυθιστορήματος.
«Λέγε με Ισμαήλ. Πριν από μερικά χρόνια –δεν έχει σημασία πόσο ακριβώς– έχοντας λίγα ή καθόλου χρήματα στο πουγκί μου και τίποτα ιδιαίτερο που να με ενδιαφέρει στη στεριά, σκέφτηκα να ταξιδέψω λίγο στη θάλασσα και να δω το υδάτινο μέρος του κόσμου. Είναι ένας τρόπος που έχω να διώχνω το σπλήνιασμα και να ρυθμίζω το κυκλοφορικό.
Όταν πιάνω τον εαυτό μου να στραβώνει το στόμα όταν μες στην ψυχή μου είναι Νοέμβρης υγρός, που ψιλοβρέχει όταν πιάνω τον εαυτό μου να σταματάει άθελα μπρος σε φερετροπωλεία και να γίνεται ουραγός κάθε κηδείας που συναντώ και ειδικά όταν οι υποχονδρίες μου με κυβερνούν τόσο, που χρειάζεται ένας δυνατός ηθικός φραγμός να με εμποδίσει να βγω επίτηδες στο δρόμο και μεθοδικά να ρίξω χάμω τα καπέλα του κόσμου – τότε θεωρώ πως ήρθε πια η ώρα να μπαρκάρω, όσο πιο γρήγορα μπορώ».
Τα πλοία θα σαλπάρουν για λιμάνια ξένα
«ΟΠΟΙΟΣ ΜΠΑΙΝΕΙ ΕΔΩ
Τ’ ΟΝΟΜΑ ΚΑΙ Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΣΒΗΝΟΥΝ
Μ’ ΕΝΑ ΦΥΣΗΜΑ Τ’ ΑΓΕΡΑ»
Αυτή την επιγραφή, που θυμίζει την εισαγωγή από την «Κόλαση» του Δάντη, αντικρίζουν οι ναύτες που μπαρκάρουν με «Το πλοίο των νεκρών» (Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, μτφρ.: Κώστας Σκορδύλης) του Μπ. Τράβεν, ενός συγγραφέα-μυστήριο του 20ού αιώνα ο οποίος φρόντιζε να κρατάει την ταυτότητά του κρυφή. Η υπόθεση του βιβλίου που πρωτοεκδόθηκε το 1926 εκτυλίσσεται στη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου και συγκεκριμένα σε ένα πλοίο-φάντασμα που μεταφέρει λαθραίο φορτίο και στο οποίο έχουν μπαρκάρει άνθρωποι χωρίς επίσημα έγγραφα οι οποίοι δεν έχουν δικαίωμα να κατέβουν σε κανένα λιμάνι.
Σε αυτό το πλοίο μπαρκάρει και ο κεντρικός ήρωας, ένας Αμερικανός ναύτης ο οποίος έχει χάσει τα χαρτιά του. «Από το σουλούπι ενός καραβιού μπορείς να διαπιστώσεις πώς τρέφεται και ποια μεταχείριση επιφυλάσσεται στο πλήρωμα. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν σοβαρά ότι καταλαβαίνουν κάτι για τη θάλασσα, τη ναυτική τέχνη και τους ναυτικούς, επειδή έκαναν καμιά ντουζίνα ταξίδια με υπερωκεάνιο, και μάλιστα σε καμπίνα πολυτελείας. Στην πραγματικότητα όλοι αυτοί δεν μπορούν ούτε καν να πλησιάσουν το ζήτημα, γιατί ούτε οι καμαρότοι ούτε οι αξιωματικοί αποτελούν στην ουσία μέλη του πληρώματος. Οι πρώτοι είναι υπηρέτες και οι άλλοι υπάλληλοι, μέλλοντες συνταξιούχοι».
Στη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου βυθίστηκε το υπερωκεάνιο «Λουζιτάνια», γεγονός με το οποίο καταπιάνεται στο βιβλίο του «Βουβό κύμα – Το τελευταίο πέρασμα του Λουζιτάνια» (Εκδόσεις Ίκαρος, μτφρ.: Κατερίνα Σχινά) ο Αμερικανός δημοσιογράφος και συγγραφέας Έρικ Λάρσον. Όπως διευκρινίζει στον πρόλογό του δεν πρόκειται για έργο μυθοπλασίας. «Παρά τον πόλεμο στην Ευρώπη, που τώρα διένυε τον δέκατο μήνα του –περισσότερο απ’ όσο περίμεναν όλοι να διαρκέσει– όλες οι θέσεις του πλοίου ήταν κλεισμένες.
Ήταν έτοιμο να μεταφέρει σχεδόν 2.000 άτομα, ή “ψυχές”, από τις οποίες 1.265 ήταν επιβάτες, ανάμεσά τους αναπάντεχα και πολλά παιδιά και βρέφη. Σύμφωνα με τους New York Times, ήταν ο μεγαλύτερος αριθμός επιβατών που θα μετέβαιναν στην Ευρώπη με ένα και μόνο σκάφος από την αρχή της χρονιάς. […] Καθώς πολλά επιβατηγά είχαν αποσυρθεί, το Λουζιτάνια ήταν το ταχύτερο μη στρατιωτικό σκάφος που έπλεε στις θάλασσες. Μόνο τα αντιτορπιλικά και τα σύγχρονα βρετανικά πετρελαιοκίνητα θωρηκτά της κλάση του Queen Elizabeth μπορούσαν να κινηθούν πιο γρήγορα». Το βιβλίο αποτελεί το χρονικό του ταξιδιού του πολυτελούς υπερωκεανίου από τη Νέα Υόρκη στο Λίβερπουλ στη διάρκεια του οποίου τορπιλίστηκε από γερμανικό υποβρύχιο και βυθίστηκε.
Ο Έρικ Λάρσον γράφει σχετικά με το βιβλίο: «Στόχος ήταν να βάλω σε τάξη τις πολλές στιγμές αγωνίας από την πραγματική ζωή και ναι ακόμα και κάποιες ειδυλλιακές στιγμές που σφράγισαν το επεισόδιο του Λουζιτάνια, οργανώνοντας τα γεγονότα με τρόπο που θα επέτρεπε στους αναγνώστες να τα ζήσουν με την ένταση που τα βίωσαν οι άνθρωποι εκείνη την εποχή.
Σε κάθε περίπτωση παραδίδω τη σάγκα του Λουζιτάνια και τους αναρίθμητους παράγοντες, σημαντικούς ή οδυνηρά ασήμαντους που συμμάχησαν μια όμορφη μέρα του Μαΐου του 1915 για να δημιουργήσουν μια τραγωδία μνημειώδους κλίμακας, της οποίας ο πραγματικός χαρακτήρας και ο ουσιαστικός αντίκτυπος έχουν εδώ και καιρό καλυφθεί από την αχλύ της ιστορίας».
Το βιβλίο της Κάθριν Αν Πόρτερ «Το πλοίο των τρελών» (Εκδόσεις Κλειδάριθμος, μτφρ.: Έφη Τσιρώνη) που πρωτοεκδόθηκε το 1962 αποτελεί την ιστορία των επιβατών ενός υπερωκεανίου που διαπλέει τον Ατλαντικό, με αφετηρία τη Βερακρούζ του Μεξικού και προορισμό το Μπρεμερχάφεν της Γερμανίας τον Αύγουστο του 1931. Από τα σημαντικότερα έργα της αμερικανικής λογοτεχνίας, βασίστηκε στο ημερολόγιο της συγγραφέα όταν έκανε ένα αντίστοιχο ταξίδι και αποτελεί αριστοτεχνική μελέτη της ανθρώπινης φύσης κατά τη διάρκεια της ανόδου του ναζισμού.
Στα ύδατα της ηδονής
Ο «Μέγας Ανατολικός» (Εκδόσεις Άγρα), το έργο ζωής του Ανδρέα Εμπειρίκου χρειάστηκε εικοσιπέντε χρόνια για να ολοκληρωθεί (1945-1970) και οκτώ τόμους για να χωρέσουν τα εκατό του κεφάλαια. Το μεγαλύτερο σε έκταση και τολμηρότερο μυθιστόρημα της ελληνικής γλώσσας αποτελεί την αφήγηση όσων συνέβησαν στο παρθενικό ταξίδι του υπερωκεανίου «Μέγας Ανατολικός» τον Μάιο του 1867, όταν διέπλευσε τον Ατλαντικό με αφετηρία την Αγγλία και προορισμό την Αμερική.
«Επρόκειτο αληθώς περί απίστευτου κολοσσού. Το εκτόπισμά του ήτο άνω των 25.000 τόννων. Το μήκος του υπερέβαινε τους 690 πόδας, το πλάτος του τους 80, το βάθος του ήτο 58 ποδών, το δε μέσον βύθισμά του έφτανε τους 20 πόδας. Και το μεγαλύτερον εκ των υπαρχόντων άλλων ανά την υφήλιον υπερωκεανείων, θα εφαίνετο νάνος παραβαλλόμενον προς τον θαλάσσιον αυτόν γίγαντα».
Μέσα στις δέκα μέρες που κρατάει το ταξίδι το υπερωκεάνιο γίνεται το απόλυτο δοχείο της ηδονής, μια ελεύθερη ζώνη έκφρασης των σεξουαλικών ενστίκτων, ένας τόπος που όλα επιτρέπονται σε αντίθεση με τους περιορισμούς που θέτει ο πολιτισμός. Οι περιγραφές του Εμπειρίκου είναι γλαφυρότατες. «Η Μιμί, κρατούσα πάντοτε την φούσταν της υψωμένην και απολαμβάνουσα ολονέν περισσότερον την ηδονικήν τρίψιν, εκινείτο τώρα με εξαιρετικήν λαγνείαν, άλλοτε μεν, δι’ αλλεπαλλήλων γοργών κάμψεων των γονάτων της επάνω-κάτω, άλλοτε δε, σείουσα τους γλουτούς της και τινάσσουσα σπασμωδικώς την ηβικήν της χώραν προς τα έξω, ενώ οι μαστοί της χοροπηδούσαν εις εκάστην κίνησίν της, με τα θηλάς των, εκ της διεγέρσεως, σκληρότατα εκτοξευμένας».
Εν πλω διαδραματίζεται και η υπόθεση του βιβλίου που χάρισε στον Πασκάλ Μπρικνέρ παγκόσμια αναγνώριση. Στα «Μαύρα φεγγάρια του έρωτα» (Εκδόσεις Πατάκη, μτφρ.: Γ. Στρίγκος) ο Φραντς αφηγείται στον συνταξιδιώτη του Ντιντιέ την ιστορία του ακραίου έρωτά του με τη σύντροφό του Ρεβέκκα κατά τη διάρκεια του θαλάσσιου ταξιδιού τους από τη Μασσαλία μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Τριάντα εννιά χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία του βιβλίου, ο διάχυτος ερωτισμός στα όρια της νοσηρότητας αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη σαν ιστός αράχνης.
Ο άνθρωπος, η φύση και ο θεός
Όταν το 1936 ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ ήταν εξωτερικός συνεργάτης του περιοδικού «Esquire» είχε δώσει ένα άρθρο με τίτλο «Στα γαλάζια νερά: Επιστολή από το Γκολφ Στριμ», στο οποίο κατέγραφε μεταξύ άλλων ιστορίες που του είχε αφηγηθεί ο Κουβανός φίλος του Κάρλος.
Μία από αυτές αφορούσε την προσπάθεια ενός γέρου ψαρά να βγάλει στην ακτή έναν μεγάλο ξιφία που είχε ψαρέψει και αποτέλεσε την πρώτη ύλη για το βιβλίο στο οποίο θα γινόταν ειδική μνεία το 1954, όταν ο συγγραφέας θα κέρδιζε το Νόμπελ Λογοτεχνίας και θα καταγραφόταν ως σπουδαία μελέτη σχετικά με τη σχέση ανθρώπου – φύσης.
«Ο γέρος και η θάλασσα» (Εκδόσεις Καστανιώτη, μτφρ.: Φώντας Κονδύλης) είναι η ιστορία του Σαντιάγο, ενός μοναχικού ψαρά στην Κούβα που δεν έχει καταφέρει να πιάσει ψάρι επί ογδόντα τέσσερις μέρες. Όταν συναντηθεί με έναν μεγάλο ξιφία στην ανοιχτή θάλασσα θα χρειαστεί τρεις μέρες για να καταφέρει να βγάλει στη στεριά ό,τι έχει απομείνει από τα δόντια των καρχαριών που του επιτίθενται. «Έβλεπε τώρα τα πλατιά πλακουτσωτά κεφάλια τους με το σουβλερό ρύγχος και τα φαρδιά πτερύγια του στήθους τους με τις άσπρες κηλίδες. Ήταν απαίσιοι καρχαρίες που βρωμοκοπούσαν, σωστοί φονιάδες, που δεν δίσταζαν στην πείνα τους να δαγκώσουν ακόμα κι ένα κουπί ή το τιμόνι μιας βάρκας».
Το ανθρώπινο μέγεθος σε σχέση με τη φύση αλλά και η σχέση του ανθρώπου με το θείο ενέπνευσε και τον Καναδό Γιαν Μαρτέλ να γράψει τη «Ζωή του Πι» (Εκδόσεις Ψυχογιός, μτφρ.: Μπελίκα Κουμπαρέλη), το μυθιστόρημα που του χάρισε το 2002 το Βραβείο Μπούκερ. Η ιστορία αφορά τον Πι Μολιτόρ Πατέλ, ένα αγόρι που ζει στην Ινδία με τους γονείς του οι οποίοι διατηρούν ζωολογικό κήπο. Άνθρωποι και ζώα επιβιβάζονται τον Ιανουάριο του 1977 σε ένα πλοίο με προορισμό τον Καναδά προκειμένου να εγκατασταθούν εκεί.
Το πλοίο όμως «δεν ήταν κανένα πολυτελές κρουαζιερόπλοιο. Ήταν ένα βρόμικο, ταλαιπωρημένο φορτηγό για εμπορεύματα, χωρίς ανέσεις για επιβάτες» και σύντομα ναυαγεί με αποτέλεσμα ο Πι να βρεθεί σε μια βάρκα με μια ύαινα, έναν ουρακοτάγκο, μια ζέβρα και μια βασιλική τίγρη της Βεγγάλης προσπαθώντας να επιβιώσουν στη μέση του πουθενά.
Κρουαζιέρα με τους προαιώνιους φόβους
«Το μέγεθός του τη σοκάρει. Είναι πιο ψηλό από την πολυκατοικία της. Το ένα κατάστρωμα μετά το άλλο, από μέταλλο σε λευκό και κίτρινο χρώμα “Δεν είναι δυνατόν να επιπλέει μια τέτοια κατασκευή”. Βλέπει την μπουκαπόρτα της πλώρης να ανοίγει, ένα τεράστιο πεινασμένο στόμα που καταπίνει αυτοκίνητα. Αναρωτιέται αν αυτό που βλέπει είναι πράγματι η μπουκαπόρτα».
Οι χίλιοι διακόσιοι επιβάτες του υπό σουηδική σημαία κρουαζιερόπλοιου «Μπάλτικ Καρίσμα» πρόκειται να ταξιδέψουν μέσα σε ένα 24ωρο από τη Σουηδία στη Φινλανδία. Μέσα στο πλοίο όμως βρίσκεται κάτι απίστευτα τρομακτικό που θα αλλάξει για πάντα τον κόσμο.
Περισσότερες λεπτομέρειες για την υπόθεση της «Κρουαζιέρας του τρόμου» (Εκδόσεις Κέδρος, μτφρ.: Γιώργος Μαθόπουλος) δεν γίνεται να αποκαλυφθούν γιατί θα χαλάσει η έκπληξη. Ωστόσο να πούμε ότι ο συγγραφέας Ματς Στράντμπεργκ υπήρξε από έφηβος λάτρης του Στίβεν Κινγκ και ότι αποζημιώνει, ειδικά στο δεύτερο μέρος, τους λάτρεις της λογοτεχνίας τρόμου.