Ένα ζευγάρι φθαρμένα αθλητικά παπούτσια ήταν παρατημένα δίπλα από έναν κάδο απορριμμάτων στην οδό Ζαν Μορεάς, στο Κουκάκι. Στον κάδο αναγράφονταν: «Ο καλός γείτονας κάνει τον καλό νοικοκύρη». Δεν ξέρω για τους γείτονες, αλλά το Κουκάκι τελευταία έχει γεμίσει νοικοκυραίους ερμπιενμπάδες.
Ο μικρός σταμάτησε. Ξεφόρτωσε ό, τι κουβαλούσε. Έσκυψε και επεξεργάστηκε για λίγο τα παπούτσια. Τα μέτρησε με το μάτι και την στιγμή που αποφάσισε να καθίσει στο πεζοδρόμιο να τα φορέσει, ένας νοικοκυραίος άνοιξε το παράθυρο του ημιυπόγειου σπιτιού του και του φώναξε: «Σήκω φύγε από δω ρε σκύλε».
Ο μικρός έχωσε βιαστικά τα δύο παπούτσια κάτω από μια μασχάλη και συνέχισε να προχωρά μέχρι που έπιασε Συγγρού. Κοντοστάθηκε δίπλα απ’ το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Ξαναξεφόρτωσε ό, τι κουβαλούσε πίσω από έναν πυροσβεστικό κρουνό. Άφησε πρώτα τον κουβά με το νερό, μετά το εργαλείο με το οποίο καθάριζε τα παρμπρίζ των αυτοκινήτων και μετά τα καινούρια του παπούτσια. Τέλος, έβγαλε το τσαντάκι που φορούσε στην μέση του, το τοποθέτησε σαν κολάρο στον κρουνό και αφού έσφιξε το λουρί έτσι που το τσαντάκι να στέκεται χωρίς να ακουμπάει το έδαφος, έκανε δύο βήματα πίσω για να βεβαιωθεί ότι δεν φαίνεται και άρα πως δεν θα του το κλέψουν.
Λένε πως τα παπούτσια συχνά λειτουργούν ως ταξικό σύμβολο. Έξω είχε 17 βαθμούς και έβρεχε. Ο μικρός φορούσε σαγιονάρες. Οι σαγιονάρες είχαν πάνω στάμπες από λάσπη, μπογιά και ασβέστη, το ίδιο και τα πόδια του. Έβγαλε τις σαγιονάρες και έκανε να φορέσει τα παπούτσια που μόλις βρήκε. Αφού τα φόρεσε, τα κοίταξε με ικανοποίηση και ξεκίνησε να πιάσει δουλειά.
Μόλις το φανάρι έγινε κόκκινο ο μικρός πλησίασε ένα ποντικί Volkswagen. Στον καθρέφτη κρεμόταν μια ελληνική σημαία, μια Παναγία και ένα κομποσκοίνι. Το παράθυρο ήταν κατεβασμένο και απ’ το ράδιο ακούγονταν: «Οι Ελληνίδες και οι Έλληνες θα έχουν την ευκαιρία να διαπιστώσουν ποια δύναμη εξελίσσεται και ποια μένει δέσμια του παρελθόντος. Να ζυγίσουν αν αυτή η αναγέννηση αξίζει να συνεχιστεί ή αν ο τόπος θα ξανακυλήσει στον βάλτο που όλοι γνωρίσαμε». Ήταν η ομιλία του πρωθυπουργού στο 14ο συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας.
Ο μικρός πλησίασε τον οδηγό με σκοπό να καθαρίσει το παρμπρίζ του αυτοκινήτου του. Ο οδηγός γύρισε και τον κοίταξε εκνευρισμένος. «Φύγε από δω ρε σκύλε», του είπε. Έβγαλε το κεφάλι του έξω απ’ το ανοιχτό παράθυρο και τον έφτυσε στα καινούρια του παπούτσια. Ο μικρός έκανε κάποια βήματα πίσω και επέστρεψε στο πεζοδρόμιο. Από εκεί έμεινε να κοιτάει μια τα παπούτσια του και μια τον οδηγό για αρκετή ώρα. Το φανάρι έγινε πράσινο. Το αυτοκίνητο συνέχισε την πορεία του και η αναγέννηση συνεχίστηκε.