Επανακυκλοφορεί το magnum opus του συγγραφέα και δημοσιογράφου Βαρλάμ Σαλάμοφ με διηγήματα για τα χρόνια που πέρασε στα σοβιετικά γκουλάγκ.
«Πώς χαράσσονται οι δρόμοι πάνω στη χιονισμένη χέρσα γη; Μπροστά μπαίνει ένας άντρας, ιδρώνοντας και βρίζοντας, κουνώντας μετά βίας τα πόδια του και βουλιάζοντας κάθε στιγμή στο εύθραυστο βαθύ χιόνι».
Δεν είναι συχνό φαινόμενο η πρώτη παράγραφος ενός βιβλίου να σε προετοιμάζει σε συμβολικό επίπεδο για όσα θα ακολουθήσουν στα επόμενα κεφάλαιά του. Ομως το βιβλίο του Βαρλάμ Σαλάμοφ «Οι ιστορίες από την Κολυμά», που πριν από λίγους μήνες συμπλήρωσε μισό αιώνα από την πρώτη έκδοσή του, είναι ένας συγγραφικός και εκδοτικός ηράκλειος άθλος, στον οποίο το μόνιμα παγερό τοπίο των γκουλάγκ στην Κολυμά γίνεται ο καμβάς όπου αποτυπώνονται οι 145 μοναδικές ιστορίες φρίκης, γραφειοκρατίας και απόγνωσης που συνθέτει ο Σαλάμοφ.
Μέσα σε αυτές ο δημοσιογράφος και συγγραφέας –που φυλακίστηκε και εκτοπίστηκε στο στρατόπεδο εργασίας για αντεπαναστατική δράση– δεν επιχειρεί τη συγγραφή ενός ρητού κατηγορητηρίου κατά του σταλινικού καθεστώτος αλλά την καταβύθιση στην απανθρωποποίηση των συνθηκών. Ετσι, μόνο τυχαίο δεν είναι πως στις ιστορίες που συνθέτουν το παλμαρέ του εγκλεισμού και της τιμωρίας δεν κυριαρχούν τόσο οι ανθρωποφύλακες όσο οι ποινικοί με τον ειδικό τους ρόλο εντός στρατοπέδων.
Ενδεικτική εδώ είναι η περίπτωση του Κανονιένκο. «Με το που ερχόταν ο καιρός να βγει από το νοσοκομείο, ο Κανονιένκο σκότωνε κάποιον στη μεταγωγή, του ήταν αδιάφορο ποιον, ένα οποιοδήποτε κορόιδο – τον στραγγάλιζε με μια πετσέτα. Η πετσέτα, μια κοινή πετσέτα του δημοσίου, ήταν το αγαπημένο όργανο δολοφονίας, η υπογραφή του. Τον συλλαμβάνανε, άνοιγαν εις βάρος του καινούργια υπόθεση, τον ξαναδίκαζαν, του έριχναν μια επιπλέον εικοσιπενταετή κάθειρξη στις πολλές εκατοντάδες χρόνια που είχε ήδη. Μετά τη δίκη, ο Κανονιένκο προσπαθούσε να βρεθεί στο νοσοκομείο για “ξεκούραση”, μετά ξανασκότωνε, κι όλα ξανάρχιζαν. Την εποχή εκείνη είχαν καταργηθεί οι εκτελέσεις των ποινικών. Επιτρεπόταν να εκτελούνται μόνο οι “εχθροί του λαού”, οι πενηνταοκτάρηδες – ήτοι οι τροτσκιστές».
Οι «φυλές» του στρατοπέδου
Παραθέτοντας την ανθρωπογεωγραφία των «φυλών» του στρατοπέδου και αναφερόμενος στους κρατικούς υπαλλήλους και αξιωματούχους, τους ποινικούς, και τους πολιτικούς εξορίστους ο Σαλάμοφ δεν εκπλήσσει τόσο με την περιγραφή των εγκλημάτων που διαπράττονται από τις δύο πρώτες κατηγορίες αλλά με τον κάθε είδους ξεπεσμό που απλώνεται υποβιβάζοντας την ανθρώπινη ζωή.
Και είναι ακριβώς με βάση αυτήν τη διάκριση που ο Σαλάμοφ προχωρά μέσα από τον γραπτό κόσμο του στην οδυνηρή απεικόνιση της προσπάθειας να τσακιστεί κάθε έννοια κύρους, με την έννοια της αντοχής να γίνεται κομβική αξία και οδηγός επιβίωσης.
«Εμαθα ότι τον κόσμο πρέπει να τον χωρίζεις όχι σε καλούς και κακούς ανθρώπους, αλλά σε δειλούς και μη δειλούς. Το 95% των δειλών με την παραμικρή απειλή είναι ικανοί να διαπράξουν κάθε είδους προστυχιές, προστυχιές που οδηγούν άλλους ανθρώπους στο θάνατο» γράφει μεταξύ άλλων.
Στη φρίκη γεννήθηκε και η αλληλεγγύη
Παρά όμως τα πικρά βιώματα του εγκλεισμού, των ξυλοδαρμών και του στερημένου από τόσο ευνόητα σε μας σήμερα χαρακτηριστικά του ανθρώπινου βίου ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Σαλάμοφ δεν μπαίνει στον πειρασμό μιας απλής αποτύπωσης του γκουλάγκ ως απλού locus horridus αλλά αφήνει περιθώριο ώστε περιοδικά να μπορέσει να αναδυθεί η προοπτική μιας αισιόδοξης σκέψης μέσα από μικρά παραδείγματα αλληλεγγύης. Την ίδια στιγμή είναι ακριβολόγος ως προς τις προθέσεις του δηλώνοντας:
«…Βασικά οι ιστορίες μου συνιστούν οδηγίες για το πώς να δρα κανείς μέσα στο πλήθος. Να είναι όχι απλώς λιγάκι αριστερότερα απ’ τ’ αριστερά, μα ακόμα περισσότερο αληθινός απ’ την αλήθεια την ίδια. Για το αίμα που είναι αληθές και ανώνυμο».
Θέλει να μιλήσει πρώτα και κύρια σ’ εκείνον με τον οποίο έμμεσα ή άμεσα μοιράστηκε αυτή την αλήθεια, γι’ αυτό και τον ενδιαφέρει πολύ να δημοσιευτεί το έργο του στη χώρα του. Ο Σαλάμοφ, που σε αντίθεση με τον έτερο καταγραφέα του πόνου και της παράνοιας των σταλινικών στρατοπέδων εργασίας Αλεξάντερ Σολζενίτσιν αρνήθηκε τη στρατολόγησή του από τη Δύση για τους σκοπούς του ψυχροπολεμικού αντικομμουνισμού, ξεκαθαρίζει ότι κύριος σκοπός του magnum opus του είναι η διάσωση της μνήμης.
Ισως δεν υπάρχει εναργέστερη σύνοψη του κόσμου που περικλείεται στον μικρόκοσμο –συγκλονιστικό μέσα στην καθημερινότητα του πόνου– της Κολυμά και των προθέσεων του ίδιου του Σαλάμοφ από αυτήν της ιστορίας του τρένου: «Φοβήθηκα την τρομαχτική δύναμη του ανθρώπου – την επιθυμία και τον τρόπο να ξεχνάει. Είδα ότι είμαι έτοιμος να τα ξεχάσω όλα, να διαγράψω είκοσι χρόνια από τη ζωή μου. Και τι χρόνια! Κι όταν το κατάλαβα αυτό κατανίκησα τον ίδιο μου τον εαυτό. Ηξερα ότι δεν θα επιτρέψω στη μνήμη μου να ξεχάσει τίποτα απ’ όσα είδε. Και τότε ηρέμησα κι αποκοιμήθηκα».