Ιστορίες εκεί που σκάει το κύμα – Παραλία με αλμυρίκια

Ιστορίες εκεί που σκάει το κύμα – Παραλία με αλμυρίκια

Στο νησί µε πήγε η µάνα µου όταν ήµουν έφηβος· κάτι περίεργο έτρεχε µε τα µάτια µου και µε τάξανε στην Παναγία. Αφού έγιναν τα αρµόζοντα, προσκύνηµα, τάµα ασηµένιο τα µατάκια µου, παρακλήσεις υπέρ νεκρών και ζώντων, κεριά και λιβάνια, µείναµε για τη νύχτα σε µια πανσιόν λίγο έξω από τη Χώρα. Κοιµισµένος στην καρέκλα άκουσα τη φωνή να ’ρχεται από τη θάλασσα, «καλά η ανοιχτοµατούσα µας, Πελαγία;». Και από την κουζίνα του σπιτιού να απαντάει η Πελαγία, «καλά η θυγατέρα σου, Παναγιώτη µ’», από ασύρµατο σε ασύρµατο οι φωνές.

Και η ιστορία πήγαινε έτσι: ο Παναγιώτης καπετάνιος στα γκαζάδικα, αλώνιζε ωκεανούς και γυναίκες αλλά πήρε µε το στανιό την Πελαγία, συµφωνηµένα όλα τα βρήκανε κι οι δυο. Κάµανε αµέσως τη Μαρίτσα, αλλά κάτι, πώς να γίνει, αυτό µόνο ανοιχτά µάτια είχε. Μέρα νύχτα, ξύπνια ή ναρκωµένη, κοιµισµένη, µε µάτια κλειστά ποτέ, γιατροί και κοµπογιαννίτες, όλοι είχαν λόγο, µάτια πελαγίσια στο χρώµα και στην αγρύπνια, οµορφιά στην εφηβεία να σκορπάει µυρωδιές, αλλά πώς να γίνει; Απλώθηκε στο νησί η φήµη πως ήτανε, καθώς έβλεπε τα πάντα, επικίνδυνο κορίτσι, µπορεί από αρρώστια του καπετάνιου. Tι να ’φερε στο σπέρµα του από τα ύποπτα λιµάνια της νιότης;

Ο καπετάνιος γύρισε, λίγο το κοµπόδεµα που είχε δηµιουργήσει από τα υπερπόντια, άντε κι ένα δάνειο, το συνεταιρίκι µε τον Σωτήρη, φίλο κι αδερφό στα ζόρικα, φέρανε ένα σκαρί από το ναυπηγείο απέναντι, στη Σύρα, να τρελαίνεσαι. Τώρα ντόπιοι και ξένοι θέλανε βόλτες στο ιερό νησί, τα δύσκολα περάσµατα της θάλασσας και τα προσκυνήµατα περασµένα αιώνες στο αίµα όλων, εδώ, στα νησιά του Κύκλου. ∆έθηκε µε την κόρη του, τα ολάνοιχτα µάτια της τον έµαθαν τον πόνο, η Πελαγία τους µισούσε και τους δυο. Και κάθε βράδυ επιστρέφοντας από τα δροµολόγια ο Πανάγος –είχε συνδέσει δέκτη/ποµπό στον ασύρµατο κι έπιανε το σπίτι του– ρωτούσε για το κορίτσι του. Ανησυχούσε γιατί αυτό είχε µια ολωσδιόλου δικιά του συνήθεια, να βγαίνει στην παραλία µπροστά στο σπίτι και στην ταβέρνα και να περνάει ώρα πολλή εκεί κάτω από τα αλµυρίκια. Είχε µάλιστα ακουστεί πως τάχα µου την είδανε γείτονες να αποκοιµιέται εκεί, κανονικά βρε, να κλείνουν τα µάτια της. ∆ουλειές του διαόλου, µουρµουρίζανε, και δώσ’ του η µάνα να παίρνει την ανηφόρα ως το µοναστήρι της Μεγαλόχαρης µε τα γόνατα, και άντε και τα τάµατα από χρυσάφι στον ναό.

Έκοψα από το νησί, τα θρησκευτικά δεν τα χώνεψα και συντόµως ο τόπος ο ανεµοδαρµένος έγινε µοδάτος, κοσµοπολίτες και κουλτουριάρηδες και πολιτικούς παράγοντες φίσκα το νησί. Βρέθηκα καλεσµένος του Σωτήρη, τα παιδιά µας είχαν γνωριστεί κάπου στην ξενιτιά. Τον ρώτησα το πρώτο κιόλας βράδυ τι κάνει η ανοιχτοµατούσα µας. «Ανοιξε η γη και την κατάπιε, ο καπετάνιος έπεσε στα βράχια στη Ρήνεια, είχε µεγάλη τρικυµία εκείνη τη νύχτα, λένε πως είχε ξεχαστεί και στο µπουζουκάκι του να καλοπιάνει τα κύµατα µε άσµατα περί οφθαλµών και άλλα τέτοια, ναι, είχε παραξενέψει µε τα χρόνια, η Μαρία η κόρη τον περίµενε στην παραλία, λυσσοµανούσανε τα αλµυρίκια, ξηµέρωσε, δεν φάνηκε το σκαρί τους, µε το όνοµά της φαρδύ πλατύ στην πλώρη, είπαν πως την είδαν να φεύγει. Ούτε τα χρυσά τάµατα των κλειστών µατιών της έµειναν – οι ιστορίες είναι για να ξεχνιούνται».

Documento Newsletter