Είχε µόλις παρκάρει όταν χτύπησε το κινητό του: «Είµαι έγκυος. Τι θα κάνουµε;». Βρισκόταν στη θάλασσα για το πρωινό καθιερωµένο του µπάνιο πριν να πάει στο γραφείο. Ηταν Αύγουστος και το νερό ήταν ζεστό, όµως αυτός κολυµπούσε ακόµη και τον χειµώνα, αφού η θάλασσα τον βοηθούσε να οργανώσει στο µυαλό του όλα όσα είχε να κάνει µέσα στη µέρα. Ενα παιδί ήταν το τελευταίο που ήθελε στη ζωή του αυτήν τη στιγµή. Ξαναδιάβασε το µήνυµα. Σκέφτηκε να την πάρει τηλέφωνο, αλλά τι θα της έλεγε; Επρεπε να προετοιµάσει πρώτα την απάντησή του.
Αναρωτήθηκε αν έπαιρνε προφυλάξεις και ύστερα θυµήθηκε εκείνο το βράδυ στο αµάξι που τελείωσε µέσα της. Τότε έγινε η «ζηµιά». Ενώ καταριόταν την ατυχία του προσπάθησε να αποκλείσει το ενδεχόµενο να τον έχει απατήσει. ∆εν µπορούσε να είναι σίγουρος, όµως πίστευε πως δεν το είχε κάνει. ∆εν είχε λόγο, δεν είχαν προβλήµατα στη σχέση τους. Σκέφτηκε αν υπήρχε κάποιος που να µπορούσε να τον βοηθήσει. Γρήγορα, όµως, απογοητεύτηκε. Κανένας γνωστός του δεν είχε αντίστοιχη εµπειρία –απ’ όσο τουλάχιστον γνώριζε–, ενώ οι φίλοι του ήταν ακατάλληλοι για να τον συµβουλέψουν. Ακόµη κι αν τους εµπιστευόταν το µυστικό του, εκείνοι δεν θα τον καταλάβαιναν. ∆εν µπορούσε να δουλέψει σήµερα. Ηταν αδύνατο να συγκεντρωθεί σε οτιδήποτε άλλο πέρα από αυτό. Με φωνή που µετά βίας ακουγόταν πήρε τηλέφωνο τον προϊστάµενό του και του είπε πως ήταν άρρωστος.
Η θάλασσα ήταν σχεδόν έρηµη, µόνο πέντε άνθρωποι µε καταδυτικές στολές ετοιµάζονταν να βουτήξουν. Εκανε να πλησιάσει κοντά τους, όµως εκείνοι έβαλαν τις µάσκες, πήραν τις µπουκάλες οξυγόνου στα χέρια τους και µπήκαν στη βάρκα που θα τους πήγαινε στα βαθιά. Εµεινε να τους παρατηρεί καθώς αποµακρύνονταν, ενώ παράλληλα σκεφτόταν την αντίδραση της µάνας του αν µάθαινε για την εγκυµοσύνη. Το να γίνει γιαγιά µπορεί και να της άρεσε ως ιδέα, ωστόσο σίγουρα δεν θα ήθελε για νύφη της τη συγκεκριµένη κοπέλα. Του το είχε ξεκαθαρίσει από την πρώτη στιγµή που τη γνώρισε.
Είχε αρχίσει να νυχτώνει όταν σηκώθηκε από την ακτή. Οι δύτες δεν είχαν επιστρέψει ακόµη και υπέθεσε πως θα είχαν βγει σε άλλη µεριά της παραλίας. Κοίταξε το κινητό του. Είχε πολλές κλήσεις και ακόµη περισσότερα αδιάβαστα µηνύµατα. Κανένα όµως από την κοπέλα του. Πληκτρολόγησε τον αριθµό της, προσπαθώντας να σχηµατίσει στο µυαλό του τις λέξεις που θα της έλεγε.
«Τα έχω λίγο χαµένα» της είπε τελικά, ζητώντας της να έρθει στην παραλία για να βρουν µαζί µια λύση. Εκείνη δέχτηκε, έχοντας προβλέψει την αντίδρασή του. Μόλις έφτασε έτρεξε και τον αγκάλιασε σφιχτά, µένοντας για λίγα λεπτά κολληµένη πάνω του. «Νοµίζω πως θα ήταν καλύτερα να το ρίξεις» της είπε και την αποµάκρυνε για να την κοιτάει στα µάτια. «Είµαστε πολύ νέοι για να αναλάβουµε µια τόσο µεγάλη ευθύνη». ∆εν µπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του µε οικογένεια. ∆εν ήταν ακόµη έτοιµος, οι υποχρεώσεις τον τρόµαζαν. Εκείνη ήταν µπερδεµένη. Πολλά πράγµατα στριφογύριζαν στο µυαλό της: «Αν το ρίξω, θα συνεχίσει να µε αγαπάει ή θα µε παρατήσει;», «Αν το κρατήσω, µήπως τον αναγκάσω να µείνει µαζί µου για το παιδί;».
Επιασε την κοιλιά της και έκλεισε τα µάτια. Ηξερε πως ήταν νωρίς για να το νιώσει, όµως προσπάθησε να το φανταστεί. «Θα το ρίξω» του είπε. «Σε θέλω, όµως, δίπλα µου». Τηλεφώνησε στον γυναικολόγο της και το ραντεβού ορίστηκε για την επόµενη µέρα. ∆εν έπρεπε να αφήσουν χρόνο για να το ξανασκεφτούν. Υστερα ξάπλωσαν στην παραλία και έµειναν εκεί αγκαλιασµένοι µέχρι το πρωί.