Ιστορίες εκεί που σκάει το κύμα – Η νύφη, ο Οδυσσέας και η Ιθάκη

Κάµπινγκ κάθε καλοκαίρι. Και Κορσική και Ανδαλουσία και Φοινικούντα και Μυτιλήνη και Παλαιόχωρα και Κουτσουνάρι και όπου γης πατρίς.

Αλλοτε ελεύθερο, άλλοτε οργανωµένο, ανάλογα τα κέφια και τις ανάγκες. Αλλοτε µε φίλους, άλλοτε µε παιδιά, άλλοτε µε φίλους και παιδιά, άλλοτε οι δυο µας.

Θα ήθελα κάποτε και µόνη µου, µα δεν έχω ακόµη τη δύναµη. Αν δεν ήµουν συγγραφέας, θα ήµουν ηθοποιός. Ο ένας ρόλος µετά τον άλλο, κι όλο θα απέφευγα να µείνω µόνη µαζί µου.

Ενα βράδυ φύσηξε τέτοιο άγριο µελτέµι ώστε κινδύνευσε το αντίσκηνο να γίνει αερόστατο στα ανατολικά της Κρήτης. Χωθήκαµε στο αυτοκίνητο που ’χαµε ξεχάσει την ύπαρξή του ακινητοποιηµένο δέκα µέρες σερί. Οδηγήσαµε µέσα στη νύχτα αναζητώντας καταφύγιο στο απάνεµο χωριό της Μεγάλης Μαµάς και του Μεγάλου Μπαµπά.

Η πλούσια ελληνική γλώσσα, για την οποία µάθαµε να κοµπάζουµε προτού µάθουµε να τη χρησιµοποιούµε, αρκείται σε ηχοµιµητικές λέξεις µιας επινοηµένης βρεφικότητας όταν αναφέρεται σε τόσο σηµαίνοντα πρόσωπα στο δρώµενο της ζωής µας.

Λες και κάποιος πίσω στα βάθη των αιώνων είδε µια γυναίκα µε τσεµπέρι κι είπε για-για κι έναν άντρα µε άσπρες µουστάκες κι είπε πα-που κι επικράτησαν οι δυο ηχοµιµητικές λέξεις. Η άλλη µου µητρική γλώσσα, η γλώσσα που µε βύζαξε λογική, είναι η αγγλική. Και επεφύλαξε το ακριβέστατο grandmother, για τη γυναίκα από την οποία προερχόµαστε. Η γιαγιά της γιαγιάς της γιαγιάς της γιαγιάς σου… Ποια είναι η πρώτη σου πρόγονος; Αυτή είναι και η µόνη πατρίδα.

«Τ’ αγαπάτε το ατσιγγανιλίκι» παρατήρησε την επαύριο του άγριου µελτεµιού η Μεγάλη Μαµά χαµογελώντας συγκαταβατικά και εγκρίνοντας κάθε επιλογή µου, ακόµη κι όσες της φαίνονταν ολότελα ακατανόητες, όπως την προτίµησή µας να καταλύουµε στο αίθριο.

Το όνειρό µου από παιδί ήταν να γίνω µια γλυκιά γιαγιάκα, µε εγγόνια ή χωρίς. Είχα πρότυπο τη ∆ιδώ Σωτηρίου, έβλεπα να φεγγοβολά µια παιδική φυσιογνωµία ανάµεσα σε ρυτίδες και χιονισµένες τούφες κάτω από έναν µπερέ κι έλεγα έτσι θέλω να γίνω. Το ενδιάµεσο στάδιο, της τεκνοποιίας, µε τρόµαζε, µου φαινόταν πελώρια η ευθύνη. Και έτσι πράγµατι ήταν. Μα η σοφή µητέρα Φύση το αντισταθµίζει µε του κόσµου τα καλά.

∆ιαβάζω στην αιώρα «Τα αστέρια του Σίντι Μουµέν». Η κόρη µου είναι µε τον πατέρα της στην παραλία, ο γιος µπροστά στο αντίσκηνο παίζει µε τα αυτοκινητάκια.

Ακούγεται ένα σούρσιµο στο χώµα.

Ενα νήπιο αυτή, ξυπόλυτη, σέρνει τα πέλµατα ράθυµα, ατηµέλητη, ξεχτένιστη. Εκθαµβωτική.

Ενα προνήπιο αυτός, µονολογεί φανταστικούς διαλόγους ξαπλωµένος κατάχαµα.

Βουλιάζω πιο βαθιά στη γούβα της µήτρας από καραβόπανο, να παραµείνω αθέατη.

«Σου αρέσει εδώ στο κάµπινγκ;» τον ρωτάει.

«Λίγο µου αρέσει, ναι» της απαντά.

«Γιατί δεν σου αρέσει πολύ;» επιµένει εκείνη.

«Μου λείπει η Αθήνα».

«Εκεί είναι το σπίτι σας;».

«Ναι» αποκρίνεται µονολεκτικά δίχως να σηκώσει τα µάτια του από το αυτοσχέδιο µποτιλιάρισµα.

«Εδώ δεν σου αρέσει που είσαι ελεύθερος, σου αρέσει στο σπίτι, στο σπίτι έχει όλο κανόνες, µη αυτό, µη εκείνο» τον κατακεραυνώνει µε µια ανάσα, κάνει επιτόπου στροφή, σέρνει τα πόδια της στο χώµα και πάει.

Ήθελα να του φωνάξω: «Οδυσσέα, µην την αφήνεις να φύγει! Απ’ αυτήν θέλω να δω εγγόνια!».

Αχ, βρε Οδυσσέα, χάσαµε την Ιθάκη. Και η Ιθάκη είναι µονάχα η µήτρα που µας γεννά. Ο,τι άλλο σου πουν είναι ψέµα ενός κόσµου φτιαγµένου από λευκούς ισχυρούς άντρες που εύχοµαι να εξαφανιστούν όπως οι δεινόσαυροι και τα µαγιό σε παραλία γυµνιστών.