Ιστορίες εκεί που σκάει το κύμα – Η αλλαξιέρα της Κυανής Ακτής

Απόγευµα. Ο ήλιος έχει πλαγιάσει αρκετά, ξεφλουδίζεται η παντοδυναµία του, µόλο που ένα πύρωµα µένει πίσω. Η ανάµειξή του µε την υγρασία που αγκαλιάζει όλο το κορµί ζυµώνει την παχύρευστη κρέµα που νιώθω να απλώνεται σ’ όλη την επιφάνεια.

Σηκώνοµαι όρθιος, η θάλασσα δεν απέχει πάνω από 20 µέτρα µακριά. Βουτάω το κεφάλι µου µέσα στο νερό. Και δεύτερη φορά. Και τρίτη. Ισιώνω το κορµί, το θαλασσινό νερό αυλακώνει το δέρµα βρίσκοντας περάσµατα ανάµεσα στην πέτσα που είχε φτιάξει η υγρασία. Το νερό απορροφάται από τους πόρους του κορµιού, νιώθω τα κύτταρά µου να αναζωογονούνται. Στέκω ακίνητος. Σκύβω,. µε τις δυο χούφτες ρίχνω πάνω στο ταλαιπωρηµένο σώµα σταγόνες δροσιάς. Μέρες τώρα η ζέστη είναι ανυπόφορη. Κάθε φορά που σκέφτοµαι το πύρωµα του µεσηµεριού οι χούφτες επιταχύνουν την κίνηση ραίνοντας το τριχωτό της κεφαλής µε θάλασσα.

Το νερό σκορπίζει παντού. Το πιο πολύ ακολουθεί τον δρόµο των µατιών. Τα µατοτσίνορα µουλιάζουν, οι µορφές των λουοµένων που στέκουν στην ακτή φαίνονται εξπρεσιονιστικός πίνακας, αφαιρετικές, σαν παζλ που του λείπουν κοµµάτια. Ακόµη και τα σχόλια της παρέας µπροστά από την ξύλινη αλλαξιέρα ακούγονται αλαργινά. Οι φωνές πλέκονται. «Τα ’θελε ο κώλος της. Πήγαινε γυρεύοντας. ∆εν µπορούσε να κρατήσει τη θέση της; Τι ζητούσε στο ξένο σπίτι;». Ιδρώνω. ∆εν κουνιέται κλαράκι. Ακινησία. Ολος ο τόπος µια εικόνα ακινητοποιηµένη. Σαν να έχει κρατήσει την ανάσα του περιµένοντας τη ριπή του αέρα που θα δροσίσει. «Και πού τα ξέρεις αυτά, Κασσιανή; Τα ίδια δεν έκανες κι εσύ παλιότερα;».

Το θαλασσινό νερό κάνει αυλάκια στο κορµί µου. Το νιώθω να ακολουθεί τον δικό του δρόµο, το ευγνωµονώ που είναι γενναιόδωρο. Βγαίνω έξω στην ακτή. Μιµούµαι ένα σκύλο καφετί, που το χώµα της γούβας που έχει ανοίξει µε τα πόδια του έχει ασπρίσει το καφέ τρίχωµά του. Τον βρίσκω πάντα στην ίδια θέση, µου ρίχνει ένα συγκαταβατικό βλέµµα και προσπαθεί να βολευτεί καλύτερα.

Ξαπλώνω στο χώµα κάτω από τη ρίζα των δύο ευκαλύπτων. Απλώνω σε έκταση τα δυο µου χέρια, ανοίγω σε διάσταση τα πόδια. Μια σταγόνα κυλάει αργά στον αφαλό µου, εκεί τελειώνει η διαδροµή της, η ζέστη την εξαΰλωσε. Οι δυο ευκάλυπτοι υψώνονται στον ουρανό. Στον φλοιό τους διαβάζονται ακόµη οι όρκοι µιας αγάπης διαρκούς. Στον ευθυτενή κορµό του ενός χάραξα κι εγώ το πρώτο µου σκίρτηµα. Ματαίως ψάχνω κάθε χρόνο ίχνη αυτών των παθιασµένων όρκων.

«Στραβοµάρα είχες; Εκφυλε! ∆εν ντρέπεσαι; Μέσα σε τόσο κόσµο;». Τα λόγια φτάνουν ως την κορυφή των ευκαλύπτων και µε βρίσκουν στον σταυρό καθώς προσγειώνονται στην αµµουδιά. «Μπήκε στην αλλαξιέρα να µε βιάσει» συνεχίζει η παθούσα. Είναι απόλυτη. Τηλεφωνεί στην αστυνοµία, «µην καθυστερήσετε, θα δραπετεύσει».

«Ζητώ συγγνώµη, κυρία. Σας πέρασα για τον νεανικό µου έρωτα. Σ’ αυτή την αλλαξιέρα δώσαµε ραντεβού τέτοια ώρα πριν από δέκα χρόνια. Κάθε χρόνο αρχές Αυγούστου είµαι εδώ. Κάθε απόγευµα κολυµπάω εδώ µε τα µάτια στραµµένα στην αλλαξιέρα. Κι όταν σας είδα… µου κόπηκε η ανάσα. Συγγνώµη. δεν είστε εσείς».

Μαζεύει την τσάντα του, σκύβει το κεφάλι και αποχωρεί περίλυπος. Από µακριά ακούγεται η σειρήνα του περιπολικού. Στην απέναντι ακτή του Ακτίου η Κλεοπάτρα απογειώνεται µε τσάρτερ και προορισµό την Αίγυπτο.