Ιστορίες εκεί που σκάει το κύμα – Aνθρώπινη κλεψύδρα

Ιστορίες εκεί που σκάει το κύμα – Aνθρώπινη κλεψύδρα

Στην ξαπλώστρα οι κόκκοι άµµου, ενοχλητικοί, στεγνώνουν αφήνοντας σηµάδια στα µαυρισµένα πόδια της ηλικιωµένης γυναίκας. Τους αποτινάζει µε χάρη και υποµονή. Μοιάζει να έχει όλο τον χρόνο δικό της. Μοιάζει να τον αγνοεί επιδεικτικά, να του βγάζει τη γλώσσα κοροϊδευτικά.

∆εν είναι νωχελικές οι κινήσεις της, όχι. ∆εν έχουν τη ραστώνη της καλοκαιρινής ζέστης ούτε την κούραση του καυτού ήλιου ούτε τη δροσιά της προηγούµενης βουτιάς που άφησε το σώµα χαλαρό και ευχαριστηµένο. Οχι, οι δικές της κινήσεις έχουν τη βαθιά γνώση του περασµένου χρόνου. Τη βίαιη αποκόλληση από την επιβολή και την επιβουλή του.

Όµορφη, κυκλωµένη από τις ρυτίδες και τις ραγάδες, η κυρία αποµακρύνει τους κόκκους της άµµου στην αρχή από τις πατούσες της, έπειτα από τις γάµπες και στο τέλος από τους ώµους της. Σχεδόν ευλαβικά επιστρέφει την άµµο στη γη, εκεί που ανήκει. Κι όσο τα µακριά δάχτυλά της, κοµψά και περιποιηµένα, µένουν απασχοληµένα από τούτες τις κινήσεις, το βλέµµα της αγκαλιάζει τη θάλασσα χαµογελαστό.

Είναι ώρα τώρα που την παρακολουθώ. Κρυµµένη πίσω από τα µαύρα γυαλιά, προστατευµένη από το γερτό αλµυρίκι, σχεδόν µεταµφιεσµένη µε το µαύρο καπέλο που σκεπάζει το µισό πρόσωπό µου. Τι είδους µεταµφιέσεις επιλέγουν οι άνθρωποι για να κρύψουν τα καλοκαιρινά τους σώµατα, σκέφτοµαι. Να συµφιλιωθούν µε το σώµα τους που τους εγκαταλείπει κάθε χρόνο και περισσότερο. Εκείνη όχι.

Τίποτε δεν φοβίζει αυτό το σώµα, σκέφτοµαι. Αφηµένο µε χάρη στην κατακίτρινη πετσέτα, έχει αναµετρηθεί µε τον χρόνο και τον έχει νικήσει. Με τον τρόπο που µόνο τα χορτασµένα σώµατα ξέρουν. Αυτό µε µαγνητίζει πάνω της. Αυτό ζηλεύω. Αυτό φθονώ σχεδόν µε θυµό καθώς εδώ και ώρα την παρατηρώ. Καθώς εδώ και ώρα παρατηρώ και το δικό µου σώµα, σφιγµένο, αυτοαναιρούµενο, εγκλωβισµένο στην αγωνία να κρατηθεί από µια απατηλή σφριγηλότητα. Οµως δεν τα καταφέρνει. Είναι αυτή η ώρα που το σώµα µου πρέπει να αποδεχτεί πως το θαλασσινό νερό δεν θα υγράνει σφιχτές σάρκες και µαυρισµένους µηρούς. Οχι. Εκείνη το ξέρει από καιρό. Εγώ το µαθαίνω µόλις τώρα. Και πρέπει να µάθω από εκείνη πριν η άµµος κολλήσει πάνω µου κι εγώ δεν µπορώ να τη διώξω. Πρέπει να µάθω από εκείνη να την τινάζω µε χάρη, µε υποµονή, σχεδόν µε συγκαταβατικότητα.

Τρέµω στην ιδέα πως θα τα καταφέρω. Ξέρω πως όταν αυτό συµβεί εγώ θα έχω αφήσει τον χρόνο πίσω µου, θα τον έχω νικήσει, αποδεχόµενη την ήττα µου. Ισως, σκέφτοµαι, η πιο σηµαντική αρένα γι’ αυτό τον πόλεµο να είναι η παραλία τελικά. Εδώ που τα σώµατα δεν µπορούν να υποκριθούν, δεν µπορούν να κρυφτούν. Εδώ που η άµµος έρχεται και κολλάει πάνω τους κατακτητικά και εισχωρεί αυθάδικα στις ρωγµές τους. Εδώ που η κλεψύδρα του χρόνου έχει τη δική της άµµο. Εδώ που τα µακριά της χέρια τώρα ακουµπούν τις δικές µου πατούσες και σιγά, απαλά, αποµακρύνουν την καυτή άµµο. Εδώ που η πετσέτα µου σιγά σιγά γίνεται κατακίτρινη. Εδώ που εκείνη γίνεται… εγώ.

Documento Newsletter