Προδημοσίευση από τις «Ιστορίες καθημερινής τρέλας» του Τσαρλς Μπουκόβσκι το οποίο κυκλοφορεί στις 22 Ιουνίου
Ασωτος, ασεβής, αποδεσμευμένος από καθωσπρεπισμούς. Ο Τσαρλς Μπουκόβσκι κατέγραψε το Λος Αντζελες της εποχής του όπως κανένας άλλος, ρίχνοντας φως σε καθημερινές καταστάσεις συνήθως όχι ιδιαίτερα γοητευτικές σε ό,τι αφορά την ανθρώπινη φύση. Οι «Ιστορίες καθημερινής τρέλας» κυκλοφορούν σε νέα μετάφραση του Γιάννη Λειβαδά από τις εκδόσεις Μεταίχμιο και το Documento προδημοσιεύει το ακόλουθο απόσπασμα:
Συχνά, η κατάσταση που επικρατεί στην κουζίνα φανερώνει την κατάσταση που επικρατεί στο μυαλό, οι μπερδεμένοι και αβέβαιοι άντρες, οι ευεπηρέαστοι άντρες είναι σκεπτόμενοι. Οι κουζίνες τους μοιάζουν με τα μυαλά τους, είναι πήχτρα στα σκουπίδια, στα βρόμικα πιατικά, στην ακαθαρσία, έχουν όμως συνείδηση της πνευματικής τους κατάστασης και την αντιμετωπίζουν με χιούμορ. Μια στο τόσο, μ’ ένα σφοδρό ξέσπασμα φωτιάς, αψηφούν τις αιώνιες θεότητες και εμφανίζουν μια τρομερή λάμψη, την οποία ορισμένες φορές ονομάζουμε δημιουργία – όπως και μια στο τόσο μεθούν κάμποσο και καθαρίζουν τις κουζίνες τους. Αλλά πολύ σύντομα τα πάντα καταπέφτουν και πάλι στο χάος και βρίσκονται ξανά στο σκοτάδι και χρειάζονται γκόμενα, χάπια, προσευχή, σεξ, τύχη και σωτηρία. Από την άλλη, ο άντρας που έχει πάντοτε απολύτως τακτοποιημένη και καθαρή κουζίνα είναι ένα τέρας. Να έχεις τον νου σου. Η κατάσταση της κουζίνας του φανερώνει την κατάσταση του μυαλού του: τα πάντα είναι σε τάξη, τακτοποιημένα, έχει αφήσει τη ζωή γρήγορα να τον καθορίσει και να του επιβάλει έναν τρόπο σκέψης πολύπλοκο, μονοδιάστατο, αμυντικό και κατευναστικό. Εάν τον ακούσεις να μιλάει για δέκα λεπτά, θα καταλάβεις πως όλα όσα λέει στη ζωή του δεν θα έχουν απολύτως κανένα νόημα και θα είναι πάντοτε ανιαρά. Είναι ένας άνθρωπος από τσιμέντο. Οι περισσότεροι άντρες ανήκουν σ’ αυτό το είδος. Συνεπώς, αν ψάχνεις για έναν άνθρωπο ζωντανό, τσέκαρε πρώτα την κουζίνα του, ώστε να μη χάνεις άδικα τον χρόνο σου.
Μια γυναίκα, όμως, με βρόμικη κουζίνα δεν είναι το ίδιο πράγμα – από την οπτική γωνία του άντρα. Εάν δεν εργάζεται έξω από το σπίτι και δεν έχει παιδιά, η καθαριότητα ή η βρομιά στην κουζίνα της είναι σχεδόν πάντα (εκτός εξαιρέσεων βέβαια) απόλυτος δείκτης του πόσο νοιάζεται για σένα. Υπάρχουν γυναίκες που έχουν άποψη για το πώς μπορεί να σωθεί η ανθρωπότητα αλλά δεν είναι σε θέση να πλύνουν ούτε ένα φλιτζάνι του καφέ. Αν τους το πεις αυτό, θα σου απαντήσουν: «Το να πλένει κανείς τα φλιτζάνια του καφέ δεν είναι σημαντικό». Δυστυχώς, είναι. Ειδικά για έναν άντρα που σκοτώνεται καθημερινά στη δουλειά επί οκτώ ώρες συν άλλες δύο υπερωρία. Για να σώσεις την ανθρωπότητα μπορείς να αρχίσεις σώζοντας έναν άνθρωπο τη φορά· όλα τ’ άλλα είναι απλώς πομπώδεις ρομαντισμοί ή πολιτική.
Υπάρχουν καλές γυναίκες στον κόσμο, γνώρισα μάλιστα μία ή δύο απ’ αυτές. Υπάρχει όμως και το άλλο είδος, όταν κάποια εποχή η γαμημένη η δουλειά που έκανα με ξετίναζε σε τέτοιο βαθμό που ύστερα από οκτώ ή δώδεκα ώρες εργασίας όλο μου το κορμί πονούσε και γινόταν άκαμπτο σαν σανίδα. Λέω «σανίδα» γιατί μόνο έτσι μπορώ να το σκεφτώ. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι, όταν νύχτωνε για τα καλά, δεν ήμουν σε θέση ούτε το σακάκι μου να φορέσω. Ηταν αδύνατο να σηκώσω τα χέρια μου και να τα βάλω μέσα στα μανίκια. Ο πόνος ήταν τόσο ισχυρός που δεν μπορούσα να σηκώσω αρκετά κανένα μου χέρι. Η παραμικρή κίνηση μου προκαλούσε εκείνες τις κόκκινες φωτεινές φρικαλέες εκρήξεις πόνου διαρκείας, ήταν σκέτη παράνοια. Εκείνη την εποχή είχα πάρει πάρα πολλές κλήσεις από την τροχαία, συνήθως στις τρεις ή στις τέσσερις τα ξημερώματα. Μια νύχτα μάλιστα, καθώς επέστρεφα στο σπίτι από τη δουλειά, προσπαθώντας να αποφύγω τις πολλές μικρές κινήσεις, σκέφτηκα να βγάλω το αριστερό μου χέρι από το παράθυρο για να δείξω ότι θα έστριβα αριστερά. Τα φλας του αυτοκινήτου ήταν χαλασμένα, αφού κάποια στιγμή από το μεθύσι μου είχα ξεκολλήσει όλο τον διακόπτη από το τιμόνι του αυτοκινήτου, κι έτσι προσπάθησα να βγάλω έξω από το παράθυρο το αριστερό μου χέρι. Το μόνο που κατάφερα όμως ήταν να βγάλω απλώς τον καρπό μου έξω από το παράθυρο και να τεντώσω το μικρό μου δάχτυλο. […] Τελικά τα κατάφερα. Πάρκαρα όπως όπως, έβαλα το κλειδί στην πόρτα και μπήκα στο σπίτι. Αχ. Επιτέλους ήμουν στο σπίτι!
Εκείνη ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, έτρωγε σοκολατάκια (στ’ αλήθεια!) και ξεφύλλιζε το «New Yorker» και το «Saturday Review of Literature». Πρέπει να ήταν Τετάρτη ή Πέμπτη και οι κυριακάτικες εφημερίδες ήταν ακόμη πεταμένες στο πάτωμα του καθιστικού. Ημουν πολύ κουρασμένος για να φάω και γέμισα την μπανιέρα με νερό μόνο ως τη μέση, μην τυχόν και πνιγόμουν (είναι προτιμότερο να επιλέξεις εσύ την ώρα που θα πεθάνεις παρά να το αφήσεις στην τύχη).
Αφού βγήκα από την καταραμένη την μπανιέρα με τις ελάχιστες δυνατές κινήσεις, λες και ήμουν μια ταλαίπωρη σαρανταποδαρούσα, κατάφερα να φτάσω στην κουζίνα για να πιω ένα ποτήρι νερό – ο νεροχύτης ήταν βουλωμένος. Σκούρο και βρομερό νερό έφτανε ως το χείλος· λίγο έλειψε να ξεράσω. Παντού υπήρχαν πεταμένα σκουπίδια. Κι εκείνη η γυναίκα είχε το κακό συνήθειο να μαζεύει κενά βάζα και καπάκια. Και μέσα στο νερό, ανάμεσα στ’ άπλυτα πιάτα και όλα τα υπόλοιπα, ήταν κι εκείνα τα μισογεμάτα βάζα και τα καπάκια τους, ανακατεμένα μ’ έναν τρόπο χαλαρό και παράλογο που ήταν απολύτως εξευτελιστικός.
*INF0 Το βιβλίο «Ιστορίες καθημερινής τρέλας» του Τσαρλς Μπουκόβσκι κυκλοφορεί σε νέα μετάφραση του Γιάννη Λειβαδά από τις εκδόσεις Μεταίχμιο στις 22 Ιουνίου