Ταυτόχρονα με το χτύπημα του κουδουνιού ξεκίνησε και η εφαρμογή των αλλαγών, κυρίως στη Γ΄ λυκείου, που είχαν ψηφιστεί επί Γαβρόγλου.
*H Χρύσα Κακατσάκη είναι φιλόλογος ιστορικός Τέχνης
Ωστόσο μάλλον δεν θα προλάβουμε να διαπιστώσουμε κατά πόσο ήταν επιτυχημένες και αποτελεσματικές αφού η νέα ηγεσία του υπουργείου Παιδείας σχεδιάζει νέες σαρωτικές μεταρρυθμίσεις, πιστή κι αυτή στη χρόνια παθογένεια του ράβε ξήλωνε.
Δεν ξέρουμε φυσικά ακόμη ποιο θα είναι το περιεχόμενό τους, όμως τα πρώτα δείγματα από δηλώσεις της κ. Κεραμέως μας προϊδεάζουν σε ποια κατεύθυνση θα κινηθεί. Οι πρώτες αντιδράσεις, π.χ., αφορούσαν την έμμεση αμφισβήτηση της απόφασης της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων για μη αναγραφή του θρησκεύματος και της ιθαγένειας, επειδή μάλλον αντιβαίνει στην ενδόμυχη πρόθεσή της να συμπεριλάβει το κατηχητικό στο ωρολόγιο πρόγραμμα.
Σφοδρότερος υπήρξε ο σάλος από την αποστροφή μιας συνέντευξής της ότι «η ιστορία δεν πρέπει να είναι κοινωνικού χαρακτήρα αλλά να καλλιεργεί την εθνική συνείδηση». Ποια εθνική συνείδηση όμως; Αυτήν που θα στοιχηθεί με το πρότζεκτ «Δερβενάκια 2021 ΑΕ»; Αυτήν που θα σφυρηλατηθεί με τον μέλανα ζωμό τον οποίο θα έχουν υποχρεωτικά τα κυλικεία; Αυτήν που στην έναρξη του σχολικού έτους θα μοιράζονται μαζί με τα βιβλία νάιλον λάβαρα και πλαστικές περικεφαλαίες; Η κ. Κεραμέως επιλέχτηκε για τον συντηρητισμό της και γνωρίζει καλά ότι βγήκε ωφελημένος όποιος κήρυξε πόλεμο στα σχολικά εγχειρίδια και έχασε όποιος υπερασπίστηκε την επιστημονική και θεσμική σοβαρότητα απέναντι στην οργή των σταυρομάχων και «μακεδονομάχων».
Το πιθανότερο είναι ότι η υπουργός δεν έχει υπόψη το δοκίμιο του λαμπρού παιδαγωγού Αλέξανδρου Δελμούζου «Παιδεία και εθνική μόρφωση», όπου γράφει μεταξύ άλλων: «Η υπερτίμηση του εαυτού μας, το μονοπώλιο κάθε αρετής, η εθνικός ξιπασμός, η αδιαφορία ή υποτίμηση και πιο πολύ η περιφρόνηση των άλλων, μίσος ή εκδίκηση, αυτό ήταν συχνότατα το κύριο περιεχόμενο της εθνικής αγωγής. Μια τέτοια ιστορία διαμόρφωνε στην παιδική ψυχή την προοπτική για ένα μέλλον που θα έσταζε αίμα».
Η εθνική συνείδηση είχε νόημα για τους απελευθερωτικούς αγώνες του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού γιατί αποτελούσε τον συνεκτικό κρίκο για το τρίπτυχο ομόθρησκον, ομόδοξον, ομόγλωσσον. Εχει νόημα και σήμερα, αλλά μόνο ως άσκηση αυτογνωσίας και συντήρηση μνήμης. Η ιστορία λοιπόν μπορεί να την υπηρετήσει αλλά χωρίς αποσιωπήσεις, χωρίς αποκλειστικότητα, μονομέρεια και υποκειμενισμό. Το ζητούμενο είναι η προσέγγιση της ιστοριογραφίας ως διαρκούς βασανιστικού διαλόγου, ως ανακατασκευής του παρελθόντος βασισμένης σε πηγές, ως κατεξοχήν επιλεκτικής διαδικασίας. Που θα επιβραβεύει την αυτενέργεια και την κριτική σκέψη. Μόνο έτσι οι μαθητές θα βγουν σώοι από τα τρικυμισμένα νερά του «οίνοπος πόντου» και δεν θα ναυαγήσουν στις ξέρες ενός απαρχαιωμένου τρόπου μάθησης. Μόνο έτσι η Ιστορία θα αναγορευτεί σε έλλογη θεά και δεν θα στέκει ως ακίνητο άγαλμα στη μέση της πλατείας, λαμβάνοντας ως τίμημα δυο τρεις φορές τον χρόνο στεφάνια με μαραμένες δάφνες.