Ισραήλ: Ο Νετανιάχου πέφτει, οι απόψεις του μένουν

Ισραήλ: Ο Νετανιάχου πέφτει, οι απόψεις του μένουν

Την οργή για τη διαφθορά και τον προσωποκεντρισμό φαίνεται να εξαργυρώνουν τα κόμματα που έφτιαξαν τρεις πρώην συνεργάτες του

Για τέταρτη φορά μέσα σε δύο χρόνια οι πολίτες στο Ισραήλ θα προσέλθουν στις κάλπες προκειμένου να εκλέξουν μια ανθεκτική στον χρόνο κυβέρνηση εν μέσω πρωτοφανούς πολιτικής κρίσης. Αφορμή για την πτώση της κυβέρνησης ήταν η αδυναμία της να περάσει επιτυχώς από την Κνεσέτ ο προϋπολογισμός για το τρέχον έτος. Αυτό είχε αποτέλεσμα την αυτόματη διάλυση της ισραηλινής Βουλής και την κήρυξη εκλογών για τις 23 Μαρτίου του 2021.

Εχουν προηγηθεί τρεις εκλογικές αναμετρήσεις, τον Απρίλιο και τον Σεπτέμβριο του 2019 και τον Μάρτιο του 2020, στις οποίες το κόμμα του Νετανιάχου, Λικούντ, παρόλο που κατάφερε να αποσπάσει αρκετές έδρες ώστε να αποτρέψει να σχηματίσουν οι αντίπαλοί του μια εναλλακτική συμμαχία, δεν κατάφερε να σχηματίσει κυβέρνηση με τους παραδοσιακούς θρησκευόμενους και εθνικιστές συμμάχους του. Ετσι αναγκάστηκε να συγκυβερνήσει με το Γαλανόλευκο κόμμα του κεντρώου πρώην στρατηγού Μπένι Γκαντζ. Μετά την τελευταία αναμέτρηση, έπειτα από διαπραγματεύσεις που κράτησαν δύο μήνες, συμφώνησαν να βάλουν στην άκρη τις διαφωνίες τους και να σχηματίσουν κυβέρνηση ενότητας, με κυλιόμενη πρωθυπουργία που σημαίνει ότι πρωθυπουργός του Ισραήλ φέτος θα ήταν ο Γκαντζ, πράγμα που δεν συνέφερε τον Νετανιάχου.

Αιτία της πτώσης

Η βαθύτερη αιτία της πτώσης ήταν η προβληματική συνεργασία των δύο κομμάτων, η οποία χαρακτηριζόταν από αμοιβαία εχθρότητα και έλλειψη εμπιστοσύνης από την αρχή. Για επτά μήνες ο Γκαντζ έχει υποστεί μια σειρά από ταπεινώσεις και έχει μείνει έξω από τη λήψη σημαντικών αποφάσεων, όπως η αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων του Ισραήλ με ορισμένες αραβικές χώρες υπό την αιγίδα των ΗΠΑ. Ο Νετανιάχου εξάλλου κατηγορεί το κόμμα του Γκαντζ ότι λειτουργεί σαν ενδοκυβερνητική αντιπολίτευση.

Στην καρδιά της δυσλειτουργικής αυτής σχέσης είναι οι δικαστικές περιπέτειες του Νετανιάχου, ο οποίος κατηγορείται για διαφθορά. Είναι ο πρώτος πρωθυπουργός στην ιστορία της χώρας που εμφανίστηκε τον περασμένο Μάιο ως κατηγορούμενος σε δίκη. Οι κατηγορίες που τον βαραίνουν είναι απάτη, δωροληψία και απιστία σε μια σειρά από σκάνδαλα στα οποία κατηγορείται ότι έκανε χάρες σε ισχυρές προσωπικότητες των ΜΜΕ με αντάλλαγμα τη θετική δημοσιογραφική κάλυψη των δραστηριοτήτων του.

Ο Γκαντζ κατηγορεί τον πρωθυπουργό ότι υπονομεύει τη συμφωνία τους για μοίρασμα της εξουσίας μεταξύ των κομμάτων τους με την ελπίδα ότι θα παραμείνει στο αξίωμα κατά τη διάρκεια της δίκης του, η οποία θα συνεχιστεί τον Φεβρουάριο με την ακρόαση των μαρτύρων. Επικριτές του Νετανιάχου πιστεύουν ότι ο ισχυρός άντρας της χώρας θέλει να σχηματίσει νέα κυβέρνηση ικανή να διορίσει πιστούς της οπαδούς σε καίριες θέσεις από τις οποίες θα μπορούσαν να του χαρίσουν την αθώωση ή να βάλουν το χέρι τους ώστε να καταπέσουν οι κατηγορίες εναντίον του.

Η επόμενη μέρα

Οι πιθανότητες ανάδειξης μιας κεντροαριστερής κυβέρνησης στο Ισραήλ είναι μικρότερες από τις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις καθώς ο εκ θέσεως ηγέτης της Μπένι Γκαντζ δέχτηκε να μπει σε μια καταδικασμένη συμμαχία με τον Νετανιάχου, απογοητεύοντας μεγάλο μέρος της εκλογικής του βάσης. Τόσο που στις δημοσκοπήσεις φαίνεται να δυσκολεύεται να περάσει το όριο ψήφων για να μπει στην επόμενη Βουλή.

Από την άλλη πλευρά του πολιτικού φάσματος όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Τρεις είναι οι επίδοξοι διεκδικητές του πρωθυπουργικού θώκου – και οι τρεις πρώην συνεργάτες του Νετανιάχου. Μάλιστα, σύμφωνα με δημοσκοπήσεις, μπορούν να αποσπάσουν την πλειοψηφία της Βουλής βγάζοντας τον μέχρι πρότινος αρχηγό τους εντελώς εκτός της κυβερνητικής εξίσωσης.

Πιο ψηλά στις δημοσκοπήσεις εμφανίζεται ο 52άχρονος δικηγόρος Γκίντεον Σάαρ, πρώην γραμματέας του υπουργικού συμβουλίου που τερματίζει δεύτερος πίσω από τον Νετανιάχου. Ο Σάαρ έφυγε από το Λικούντ κατηγορώντας τον Νετανιάχου ότι το είχε μετατρέψει σε «προσωπολατρική παραθρησκευτική οργάνωση» με κύριο μέλημά της την πολιτική του επιβίωση, ενώ έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν πρόκειται να συγκυβερνήσει μαζί του. Το κόμμα που δημιούργησε, η Νέα Ελπίδα, αναμένεται να αποσπάσει ψήφους από το κόμμα του Νετανιάχου. Αν γίνονταν εκλογές σήμερα ο Σάαρ θα μπορούσε να σχηματίσει κυβέρνηση με οριακή πλειοψηφία 63 εδρών –από τις 120 συνολικά– αν συμφωνούσαν να συμπράξουν μαζί του το κεντρώο κόμμα Γες Ατίντ, το δεξιό Γιάμινα και τα υπερορθόδοξα, Σας και κόμμα του Ενωμένου Ιουδαϊσμού της Τορά. Θα μπορούσε να αυξήσει τις έδρες του και αν κατάφερνε να συμφωνήσει με το εθνικιστικό, ακραία κοσμικό Γισραέλ Μπεϊτέινου του Αβιγκντορ Λίμπερμαν.

Ο Αβιγκντορ Λίμπερμαν είναι κι αυτός πρώην συνεργάτης του Νετανιάχου, καθώς υπήρξε για χρόνια υπουργός αλλά και διευθυντής του γραφείου του. Οπως και ο Ναφτάλι Μπένετ, πρώην υπουργός και αρχηγός του κόμματος της Νέας Δεξιάς που έχει ανοδικές τάσεις στις δημοσκοπήσεις, ισχυρίζεται ότι ο Νετανιάχου δεν έχει πλέον τα προσόντα να κυβερνήσει τη χώρα. Η κόντρα που έχουν με τον Νετανιάχου φαίνεται να είναι περισσότερο προσωπική παρά ιδεολογική, που σημαίνει ότι η επόμενη κυβέρνηση του Ισραήλ είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα συνεχίσει να διαπνέεται από δεξιά ιδεολογία και θα αντιτίθεται στην παλαιστινιακή ανεξαρτησία, ενώ παράλληλα θα συνεχίσει τον εποικισμό της κατεχόμενης Δυτικής Οχθης.

Documento Newsletter