Τα προοδευτικά κόμματα προσπαθούν να ξεπεράσουν τα εμπόδια της κυβερνησιμότητας και της εκλογικής τους κατάρρευσης για να μπουν εμπόδιο στην επέλαση της Δεξιάς
Η επέλαση της Δεξιάς σε όλη την Ευρώπη φαίνεται ότι θα επηρεάσει και την Ισπανία. Τα κεντροαριστερά κόμματα παλεύουν να επιπλεύσουν, έχοντας να επιλύσουν την παραδοσιακή τους πολυδιάσπαση αλλά και θέματα που κυμαίνονται από τη φθορά της διακυβέρνησης μέχρι την ύπαρξη τους ως πολιτικών σχηματισμών. Το πώς θα τα πάνε οι αριστερές δυνάμεις στις εκλογές της 23ης Ιουλίου θα αποτελέσει το μέτρο αντίστασης της διασπασμένης ισπανικής Αριστεράς στην πλημμύρα του συντηρητικού λαϊκισμού που πνίγει την Ισπανία όπως και τη γηραιά ήπειρο.
Ο Πέδρο Σάντσεθ αιφνιδίασε τους πάντες όταν ανακοίνωσε την επίσπευση των εκλογών κατά πέντε μήνες μετά τη νίκη του Λαϊκού Κόμματος στις περιφερειακές και δημοτικές εκλογές της 28ης Μαΐου. Ετσι ανέκτησε το επικοινωνιακό πλεονέκτημα από τον αντίπαλό του, ενώ ταυτόχρονα ανάγκασε την εσωκομματική αντιπολίτευση να ταχθεί στο πλευρό του ενόψει μιας δύσκολης μάχης.
Ολη η αντιπολιτευτική ρητορική στηρίζεται στο προσωποκεντρικό αφήγημα ότι ο Σάντσεθ είναι εξουσιολάγνος νάρκισσος καθώς αδυνατεί να τον πλήξει στο πεδίο της οικονομίας, όπου τα έχει πάει σχετικά καλά, τουλάχιστον σε σύγκριση με άλλους Ευρωπαίους εταίρους. Οι προβλέψεις για ανάπτυξη φέτος δείχνουν ότι θα ξεπεράσει τον ρυθμό ανάπτυξης της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας. Οι εξαγωγές σημείωσαν σημαντική αύξηση το 2022, ο πληθωρισμός είναι χαμηλός (1,9%) παρά το γεγονός ότι παραμένει ψηλά στα τρόφιμα (10,3%), ενώ η ανεργία είναι στο χαμηλότερο σημείο εδώ και 15 χρόνια παρά το γεγονός ότι είναι από τους υψηλότερους στον ΟΟΣΑ (12,7%). Παράλληλα, η μικρή εξάρτηση από το ρωσικό αέριο και η μοναδικότητα του ισπανικού ηλεκτρικού δικτύου έδωσαν την ευκαιρία στην Ισπανία να αποφύγει μεγάλο μέρος των οικονομικών συνεπειών της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Επίσης, η αναστολή ΦΠΑ σε βασικά είδη διατροφής και η επιδότηση των εισιτηρίων βοήθησαν τα φτωχά νοικοκυριά. Ομως τα πράγματα δεν ήταν ποτέ ρόδινα για τον Ισπανό σοσιαλδημοκράτη.
Η κυβέρνηση Σάντσεθ δεν ήρθε στην εξουσία με τους καλύτερους όρους. Το 2019 σε δύο εκλογικές αναμετρήσεις δεν κατάφερε να συγκεντρώσει τις απαραίτητες ψήφους για αυτοδύναμη κυβέρνηση. Η συγκυβέρνηση με τους Podemos ήρθε σε περίοδο που οι αυτοδύναμες κυβερνήσεις έπαψαν να είναι εφικτές: η συγκυβέρνηση ήταν η πρώτη μετά τη μετάβαση της χώρας σε δημοκρατικό καθεστώς το 1975. Οι δύο κυβερνητικοί εταίροι δεν είχαν την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή και αναγκάστηκαν να βασιστούν στα τοπικά κόμματα για να περάσουν την ατζέντα τους, κυρίως στο βασκικό Bildu και στη Δημοκρατική Αριστερά Καταλονίας (ERC).
«Αποψίλωση» Podemos
Τα αριστερά κόμματα που υποστήριζαν το πιο κεντρώο σοσιαλιστικό κόμμα τα τελευταία χρόνια παραπαίουν. Ηταν η αδύναμη απόδοσή τους στις 28 Μαΐου που ανέτρεψε την ισορροπία στις αναμετρήσεις σε όλη τη χώρα και επέτρεψε στη Δεξιά να «πάρει» σοσιαλιστικά «φρούρια» όπως η Βαλένθια.
Κορυφαίος χαμένος είναι οι Podemos, το κόμμα που κάποτε ενσάρκωνε τις ελπίδες της ισπανικής και ευρωπαϊκής Αριστεράς. Η πτώση ήταν ιδιαίτερα απότομη από το 2019, αφού οι τοπικοί εκπρόσωποι των Podemos μειώθηκαν από 168 σε 34. Οι Podemos έχουν εξαφανιστεί από πολλά περιφερειακά και δημοτικά συμβούλια, μεταξύ άλλων στη Μαδρίτη και τη Βαλένθια όπου κυριαρχούσαν στο παρελθόν.
Η ηγεσία των Podemos ισχυρίζεται ότι η παρακμή τους οφείλεται κυρίως στην εχθρότητα των εταιρικών ελίτ και των δεξιών μέσων ενημέρωσης, τα οποία έχουν επιδοθεί σε ασταμάτητο μπαράζ ψεύτικων ειδήσεων, ψευδών δικαστικών υποθέσεων και επινοημένων σκανδάλων. Παράλληλα, το κόμμα έχει υποφέρει και από εσωτερικές συγκρούσεις, που συχνά ακολουθούνται από εκκαθαρίσεις ή αποστασίες. Αυτές περιλαμβάνουν μερικούς από τους πιο εξέχοντες ιδρυτές του κόμματος, οι οποίοι επέκριναν την άκαμπτη από πάνω προς τα κάτω ηγετική δομή του Podemos, που διαψεύδει την ιδρυτική υπόσχεση του κόμματος για πολιτική ανανέωση και λήψη αποφάσεων από τα κάτω με καθοριστικές συνελεύσεις μελών.
Μια παλιά γνώριμη
Οι επιδόσεις της διασπασμένης ισπανικής Αριστεράς στις εκλογές της 23ης Ιουλίου θα δείξουν κατά πόσο η πλημμύρα του συντηρητικού λαϊκισμού που παρασύρει την Ευρώπη θα επηρεάσει και την Ισπανία
Ανάμεσα σε αυτούς που αποχώρησαν από τους Podemos ήταν και η υπουργός Εργασίας Γιολάντα Ντίαθ. Η ανοιχτή σύγκρουση μεταξύ της Ντίαθ και της ηγεσίας των Podemos σχετικά με τα σχέδιά της να αναθεωρήσει τον χώρο της Αριστεράς συνεχίζεται για περισσότερο από ένα χρόνο και δημιούργησε ατμόσφαιρα έντασης πριν από τις τοπικές εκλογές. Μετά το στραπάτσο, πάντως, στις εκλογές της 23ης Ιουλίου Podemos και Sumar θα κατέλθουν σε κοινό σχήμα.
Ωστόσο δεν είναι εύκολο να ξεχάσει κανείς ότι ο ίδιος ο ιδρυτής των Podemos Πάμπλο Ιγκλέσιας ονόμασε την Ντίαθ διάδοχό του το 2021, λόγω της αυξανόμενης προβολής της ως υπουργού Εργασίας. Ωστόσο, μη θέλοντας να είναι μια φιγούρα «Pablista» της σειράς (όπως αποκαλούνται οι πιο σταθεροί υποστηρικτές του Ιγκλέσιας) και πιστεύοντας ότι μια πολύ ευρύτερη διαδικασία ανανέωσης ήταν απαραίτητη στην Αριστερά, η Ντίαθ επιδίωξε γρήγορα μεγαλύτερη ανεξαρτησία. Δημιουργώντας την πλατφόρμα Sumar τον περασμένο χρόνο, επιδίωξε τη σύναψη συμμαχιών με άλλες αριστερές δυνάμεις και συνδικάτα, ενώ επέμενε ότι η υπάρχουσα δομή των Podemos δεν ήταν πλέον κατάλληλη για τον σκοπό της. Σημαία του προγράμματος της Ντίαθ είναι η «βασική κληρονομιά», η χορήγηση 20.000 ευρώ στους νέους από 18 έως 23 ετών για στήριξη στην αρχή της ενήλικης ζωής τους.