Ισμαήλ Κανταρέ: «Το έργο μου υποτάχθηκε μόνο στους νόμους της λογοτεχνίας»

Το έργο του Κανταρέ είναι υπόδειγμα για τον τρόπο που ο πολιτικός λόγος αρθρώθηκε μέσα από την αλληγορία.

Αποχαιρετισμός στον Ισμαήλ Κανταρέ, τον σημαντικότερο σύγχρονο Αλβανό συγγραφέα που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 88 χρόνων.

«Το εργαστήρι του συγγραφέα μοιάζει με εκείνες τις μάντρες που βρίσκονταν άλλοτε πίσω από τα εργοστάσια μηχανικών επισκευών. Τις λέγαμε αλάνες κι εκεί μπορούσες να βρεις φύρδην μίγδην μέσα σε μια απερίγραπτη αταξία κομμάτια ξεκολλημένα, σιδερικά, ιμάντες κινήσεως, χαλασμένους ηλεκτρικούς κινητήρες, φύλλα από κομματιασμένες λαμαρίνες, κάθε λογής μεταλλικά καλώδια, μπουλόνια, μονωτικές θήκες, κλειδιά κ.λπ.». Ετσι περιγράφει ο Ισμαήλ Κανταρέ στο βιβλίο του «Πρόσκληση στο εργαστήρι του συγγραφέα» (εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, μτφρ. Μαρίχεν Τσαλίκη) τα ετερόκλητα στοιχεία που απαρτίζουν τους κόσμους που δημιουργεί ο συγγραφέας. Το έργο του αποτελεί υπόδειγμα λογοτεχνίας για τον τρόπο που ο πολιτικός λόγος εκφράζεται αλληγορικά –και μέσα από στοιχεία που αντλούνται από τη βαλκανική παράδοση– σε ένα αυταρχικό πολιτικοκοινωνικό πλαίσιο.

Αυτή η ιδιαιτερότητα που χαρακτηρίζει το έργο του του χάρισε το 2005 το Διεθνές Βραβείο Booker όταν η κριτική επιτροπή τον χαρακτήρισε «οικουμενικό συγγραφέα στην παράδοση της αφήγησης που φτάνει ως τον Ομηρο». Ο ίδιος τότε είχε πει πως ήλπιζε ότι η ευρωπαϊκή και η παγκόσμια κοινή γνώμη μπορούσαν να συνειδητοποιήσουν πως αυτή η περιοχή, στην οποία ανήκει η Αλβανία, είχε τη δυνατότητα να αποτελέσει το σπίτι άλλων ειδών επιτευγμάτων στον τομέα της τέχνης, της λογοτεχνίας και του πολιτισμού.

Βαθιά πολιτική γραφή

Ο επιφανέστερος Αλβανός συγγραφέας της εποχής μας, τον οποίο αρκετοί σύγκριναν με τον Κάφκα και τον Οργουελ, γεννήθηκε στο Αργυρόκαστρο στις 28 Ιανουαρίου 1936 σε μουσουλμανική οικογένεια – ο ίδιος ήταν άθεος. Σπούδασε λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο των Τιράνων και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Ινστιτούτο Γκόρκι στη Μόσχα, όπου ήρθε σε επαφή με Σοβιετικούς και Ευρωπαίους συγγραφείς και ποιητές – μεταξύ των οποίων ο ποιητής Πέτρος Ανταίος, τον οποίο θα αναζητούσε για δεκαετίες.

Ο Κανταρέ έγραφε από δώδεκα ετών, κυρίως νουβέλες και ποιήματα τα οποία δημοσιεύονταν σε κομμουνιστικά έντυπα για παιδιά. Καθιερώθηκε με το «σκληρό» –όπως το χαρακτήριζε– μυθιστόρημα «Ο στρατηγός της νεκρής στρατιάς» (εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, μτφρ. Κ. Ευαγγέλου) που δημοσιεύτηκε το 1963, τρία χρόνια μετά την επιστροφή του στη χώρα του – είχε μεσολαβήσει η διακοπή των διπλωματικών και οικονομικών σχέσεων της Αλβανίας με τη Σοβιετική Ενωση. Το βιβλίο αποτελεί την ιστορία δύο Ιταλών στην Αλβανία, ενός στρατιωτικού και ενός ιερέα, οι οποίοι δεκαπέντε χρόνια μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου προσπαθούν να βρουν τα οστά των σκοτωμένων Ιταλών στρατιωτών.

Σε αυτό προσπαθεί να αποδώσει την αίσθηση του κενού, της ανωνυμίας και του θανάτου. Παρότι για μεγάλο μέρος της κριτικής θεωρείται το καλύτερο βιβλίο του, ο Κανταρέ ένιωθε τρομερά αποστασιοποιημένος από αυτό. «Παρά την επιτυχία του “Στρατηγού” και παρά το ότι γενικά θεωρήθηκε πως έφερνε κάτι καινούργιο, βαθιά μέσα μου δεν είχα και τόσο πειστεί. Περισσότερο από νεωτεριστικό έργο, ο “Στρατηγός” μου φαινόταν ένας συμβιβασμός» θα έγραφε αργότερα.

Δύο χρόνια μετά ακολούθησε το «Τέρας», ένα μυθιστόρημα για τον πολιτικό τρόμο που συνταράζει μια ολόκληρη χώρα. Ο ίδιος το θεωρούσε ένα από τα σημαντικότερα έργα του, ωστόσο πίστευε πως το πρώτο του σοβαρό μυθιστόρημα ήταν το «Χρονικό της πέτρινης πόλης» (1971). Το αυτοβιογραφικό βιβλίο αναφέρεται στα χρόνια που έζησε στο Αργυρόκαστρο, μια πόλη όπου, όπως περιγράφει ο Κανταρέ, αν ήσουν μεθυσμένος κι έπεφτες καταμεσής στον δρόμο, κινδύνευες αντί να καταλήξεις σε κανένα χαντάκι να βρεθείς φαρδύς πλατύς πάνω στη στέγη ενός σπιτιού (λόγω της ιδιόμορφης κλίσης του εδάφους).

Το «Λυκόφως των θεών της στέπας» (1976) ξεκίνησε από έναν επαναλαμβανόμενο εφιάλτη που του προκαλούσε άγχος για καιρό (προσπαθούσε απεγνωσμένα να φτάσει σε ένα κτίριο αλλά ποτέ δεν το κατάφερνε) και το κείμενο αυτό ήταν η προσπάθειά του με έναν τρόπο να το αλλάξει ή να το διορθώσει. «Ο συγγραφέας βρίσκεται ανάμεσα σε αντίθετες δυνάμεις, σε συγκρουόμενες ψυχικές καταστάσεις, μεταξύ δισταγμού και αποφασιστικότητας, ανάμεσα στην αλαζονεία του να θέλει να είναι από τη ράτσα των μεγάλων και τη μομφή που του προσάπτει η συνείδησή του, μέχρις ότου αποφασίσει –ή για την ακρίβεια ότι αποφάσισε– να βάλει τάξη σε κάποιο αρχείο του» σημειώνει ο Κανταρέ.

Μακριά από την Αλβανία

Οι συγκρουόμενες ψυχικές καταστάσεις που ο ίδιος βίωσε αποτυπώνονται γλαφυρά στο μυθιστόρημά του «Το παλάτι των ονείρων», το αλληγορικό μυθιστόρημα κατά του καθεστώτος του Ενβέρ Χότζα το οποίο απαγορεύτηκε. Το βιβλίο δημοσιεύτηκε το 1986 στη Γαλλία, ένα χρόνο μετά τον θάνατο του Χότζα, όταν ανέλαβε τη θέση του ο Ραμίζ Αλία, ο οποίος αρχικά προσπάθησε να ακολουθήσει τα βήματά του, ωστόσο οι πολιτικοκοινωνικές συνθήκες στην ευρύτερη περιοχή είχαν αλλάξει. Σε αυτό το πλαίσιο ήταν που ο Κανταρέ εγκατέλειψε την Αλβανία το 1990 και ζήτησε πολιτικό άσυλο στη Γαλλία, υποστηρίζοντας πως ο συγγραφέας είναι ο φυσικός εχθρός της δικτατορίας. Αρκετοί ήταν εκείνοι που έσπευσαν να σχολιάσουν πως δεν αντιστάθηκε σθεναρά στο καθεστώς και ότι η αίτηση για άσυλο ήταν απλώς κίνηση εντυπωσιασμού. «Το έργο μου υποτάχθηκε μόνο στους νόμους της λογοτεχνίας» υποστήριζε ο ίδιος. Εγραψε συνολικά πάνω από 80 μυθιστορήματα, δοκίμια, θεατρικά έργα, ποιήματα και συλλογές διηγημάτων, τα οποία μεταφράστηκαν σε πάνω από 45 γλώσσες παγκοσμίως.