Ήρθε η ώρα να ξαναζήσουμε τα σέβεντις (δεν ήταν ωραία…)

Ήρθε η ώρα να ξαναζήσουμε τα σέβεντις (δεν ήταν ωραία…)

Γκαντάμιτ που λένε και στην πραγματική πατρίδα του Κασσελάκη, αποκαλύπτω ηλικία τώρα σε μια χώρα που το “κρύβε χρόνια” είναι φιλοσοφία ζωής.

Τι να κάνω όμως, όλα για τη δημοσιογραφία, δεν μας αποκαλούν άλλωστε και τόσο τυχαία “λειτουργούς του Τύπου”. Λειτούργημα επιτελούμε κι εμείς όπως οι ιερωμένοι, τα σώματα ασφαλείας, οι κομματικοί μετακλητοί κλπ. κλπ.

Οπότε ανεβείτε στο DeLorean, κλείστε τις πόρτες καλά, δέστε τις ζώνες σας και πάμε ένα ταξιδάκι πίσω στην καταραμένη δεκαετία του εβδομήντα, τότε που η Ελλάδα αγωνιζόταν να βγει από τον βαθύ ζόφο του εμφυλίου και τον πολύ πιο βαθύ βόθρο της χούντας. Έχω την εντύπωση ότι ακόμη δεν το έχει καταφέρει, αλλά είναι άλλο θέμα αυτό και τέλος πάντων μην ξεχνάμε πως όλα θα τα λύσει η Τεχνητή Νοημοσύνη. Ίσως και τα Κρυπτονομίσματα…

Στη δεκαετία του εβδομήντα, λοιπόν, ζούσαμε με το φόβο του χωροφύλακα. Όχι μόνο εμείς τα παιδιά των αριστερών, δικαιολογημένα γιατί ο μπαμπάς άλλαζε δέκα χρώματα άμα έβλεπε ένστολο στα εκατό μέτρα, αλλά και η κοινωνία στο σύνολό της. Γιατί κάνανε ό,τι γουστάρανε, όπως το γουστάρανε, όποτε το γουστάρανε και λογαριασμό δεν δίνανε σε κανέναν. Πράγμα το οποίο δεν έληξε με την Αλλαγή (τίποτε κατασταλτικό δεν λήγει στην Ελλάδα…), περιορίστηκε όμως ξεκάθαρα και μπήκε σε κάποια καλούπια. Το ζήσαμε, το χαρήκαμε, μας ανακούφισε, ας ετοιμαστούμε τώρα για τη μεγάλη επιστροφή και για μια γερή κλωτσιά στα πάκια. Με πέταλο στη μύτη της αρβύλας…

Είχε και φτώχεια, επίσης. Μιλάμε τώρα για φτώχεια να μαζεύεις εβδομάδες επί εβδομάδων τα “τριφύλλια” απ’ το “ΟΜΟ” το απορρυπαντικό, για να πάρεις “δώρο” ένα επιτραπέζιο παιχνίδι τύπου “Γκρινιάρης”. Ο μπαμπάς να δουλεύει, η μαμά να δουλεύει, το σπίτι δικό μας, δάνειο δεν είχαμε και πάλι φόραγα εγώ για μεγάλο μέρος της δεκαετίας τα μπαλωμένα ρούχα του αδερφού μου και τα τριπλοσολιασμένα παπούτσια του. Και μη ρωτάτε για μπάλα ποδοσφαιρική (πέτσινη, όχι πλαστική!), αυτή την είχε μόνο το πλουσιόπαιδο της γειτονιάς και όποτε τσακωνόμασταν την έπαιρνε κι έφευγε. Λίγα χρόνια αργότερα, το χρήμα αντί να φτάνει απλώς, περίσσευε κιόλας, τι να το κάνουμε δεν ξέραμε. Έτσι να καταλαβαίνετε, δηλαδή, γιατί θυμάται ο κόσμος τον Αντρέα και ακόμη τον χειροκροτάει. Γιατί τη μεγάλη φτώχεια την περιόρισε (η μεγάλη φτώχεια δεν λήγει ποτέ στην Ελλάδα…) και έδωσε αναπνοή στον κόσμο με λεφτά δουλεμένα, λεφτά που του τα χρωστάγανε. Λεφτά που κοιτάει σήμερα ένα γύρω και δεν τα βλέπει πουθενά, όπως βυθίζεται όλο και περισσότερο στην ανέχεια και στην αφραγκία…

Κι έχω κι ένα τελευταίο, αλλά διόλου ασήμαντο. Έχω τον τομέα της Υγείας, όπου τότε στα Τρίκαλα των σέβεντις είχαμε τέσσερις ιδιωτικές κλινικές γενικού τύπου, πέντε μου λέει ο φίλος μου ο Αλέκος, δεν μπορώ ρε γαμώτι την πέμπτη να τη θυμηθώ. Συν ένα νοσοκομείο ακριβώς δίπλα στο σπίτι μας, όπου προσευχόταν ο λαουτζίκος να μην περάσει την πόρτα του, γιατί σε ουκ ολίγες περιπτώσεις έβγαινε με τα πόδια μπροστά. Ήρθε ο Γεννηματάς, τα ‘βαλε στη σειρά, έφτιαξε το ΕΣΥ, το νοσοκομείο Τρικάλων έχτισε καινούρια πτέρυγα διπλή απ’ την παλιά, εκσυγχρονίστηκε, εξοπλίστηκε, επανδρώθηκε με άξιο προσωπικό, φύσαγε σε λέω, κλείσανε οι ιδιώτες. Για να φτάσουμε στο 2024 και στην Ελλάδα 2.0, όπου γίνεται το έλα να δεις στο Εθνικό Σύστημα Υγείας και το σώζουν μόνο οι υπεράνθρωπες προσπάθειες ιατρών και νοσοκόμων. Αλλά άνθρωποι με σάρκα και οστά είναι και αυτοί με αυτές, κάποια στιγμή θα κλατάρουν. Και τότε…

Υ.Γ. 1: Το σημερινό το αφιερώνω στη μνήμη του συναδέλφου Κώστα Τέο, που μας έφυγε μόλις 44 ετών από καρδιά. Δεν πειράζει παιδιά, συνεχίστε να μας βρίζετε όλους και όλες ΑΡΔ, σάμπως ξέρετε και τίποτα καλύτερο να κάνετε;

Υ.Γ. 2: Να σας πω τι ήταν ωραίο από τη δεκαετία του εβδομήντα; Ότι ήμασταν κολλητά τα Προσφυγικά, τα Εργατικά και τα Γύφτικα (έτσι τα λέγανε, μην αρχίσετε…) στα Τρίκαλα και δεν σφαχτήκαμε ούτε μια φορά. Και όταν ρώτησα τη μαμά κάνα χρόνο πριν τη χάσουμε, αν τους είχαν δημιουργήσει ποτέ πρόβλημα οι απέναντι μου απάντησε ως εξής:
“Όχι παιδάκι μου. Μια φορά μόνο που διάβαζε ο αδερφός σου για να μπει στο Πανεπιστήμιο είχανε βάλει πολύ δυνατά μουσική, οπότε πήγα και τους παρακάλεσα να τη χαμηλώσουν. Τη χαμήλωσαν αμέσως και όλα καλά”!

Πηγή: Newpost.gr

Διαβάστε επίσης

Κιβωτός του Κόσμου: Ένοχος ο πατέρας Αντώνιος για σωματική κακοποίηση ανήλικων


Documento Newsletter