Ιράν: Το όνομά μου είναι Νεντά

Ιράν: Το όνομά μου είναι Νεντά

Με αφορμή τις δολοφονίες γυναικών στο Ιράν ο Θωμάς Σίδερης ρίχνει ξανά φως σε μια ιστορία του 2009

Κάθε Πέμπτη λίγο μετά το μεσημέρι η Χαγιάρ Ροσταμί αφήνει το μικρό διαμέρισμά της στο ανατολικό τμήμα της Τεχεράνης και πηγαίνει μέχρι το κοιμητήριο Behesht-e-Zahra, δώδεκα μίλια μακριά, στα προάστια της ιρανικής πρωτεύουσας.

Η 58άχρονη γυναίκα περνά γρήγορα την πύλη και διασχίζοντας μια θάλασσα από μνήματα φτάνει στον τάφο της κόρης της. Το νεκροταφείο ετούτο είναι το μεγαλύτερο του Ιράν. Λέγεται αλλιώς «κοιμητήριο των μαρτύρων». Εδώ έχουν θαφτεί εκατοντάδες χιλιάδες νέοι άντρες που σκοτώθηκαν στον πόλεμο Ιράν – Ιράκ. Συνήθως υπάρχουν άνθρωποι γύρω από τον τάφο. Η Χαγιάρ Ροσταμί δεν τους γνωρίζει. Είναι οι δικοί της ξένοι που ήρθαν να αφήσουν μερικά λουλούδια στο μνήμα της κόρης της. Σε μια κρύπτη φυλάσσεται ένας φορητός υπολογιστής στον οποίο όλοι μπορούν να γράψουν τις αναμνήσεις τους από την κόρη της, προτού αφήσουν πάνω στο νωπό μάρμαρο μερικά φρέσκα ζουμπούλια. Σε διακριτική απόσταση δύο υπάλληλοι της ιρανικής μυστικής αστυνομίας παρακολουθούν προσεκτικά τις σκηνές που εκτυλίσσονται. Παρότι έχουν περάσει πολλά χρόνια από τη δολοφονία της, το ιρανικό καθεστώς δείχνει να τη φοβάται ακόμη. Οχι αυτή συγκεκριμένα. Τους νέους φοβάται, ιδιαίτερα τους νέους που βρίσκουν τρόπους να έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο. Τους νέους που μπορούν να επιλέγουν το Μέσο που θα ενημερωθούν και το Μέσο με το οποίο θα εκφραστούν.

Η Νεντά Αγά Σολτάν ήταν μόλις είκοσι έξι χρόνων όταν την πυροβόλησε εν ψυχρώ ένας ελεύθερος σκοπευτής. Είναι Ιούνιος του 2009 και η Τεχεράνη συγκλονίζεται από μαζικές αντικυβερνητικές διαδηλώσεις κατά της νοθείας που σημειώθηκε στις πρόσφατες προεδρικές εκλογές.

Είκοσι Ιουνίου, γύρω στις έξι και μισή το απόγευμα. Η Νεντά οδηγεί ένα Peugeot 206 στην κεντρική λεωφόρο Καργκάρ. Μαζί της στο αυτοκίνητο επιβαίνουν ο Χαμίντ Παναχί, στενός φίλος της και δάσκαλός της στη μουσική, και δύο ακόμη άτομα, τα ονόματα των οποίων για προφανείς λόγους δεν μαθεύτηκαν ποτέ. Εξω η ατμόσφαιρα είναι αποπνιχτική. Παρότι είναι απόγευμα πια, η θερμοκρασία βρίσκεται κοντά στους 35 βαθμούς Κελσίου και επιπλέον έχει πολλή υγρασία.

Η Νεντά παρκάρει το αυτοκίνητο και οι τέσσερις φίλοι κατεβαίνουν και αρχίζουν να περπατάνε προς το κέντρο της Τεχεράνης. Δίπλα τους περνούν ομάδες διαδηλωτών προκειμένου να ενωθούν με το κεντρικό σώμα της διαδήλωσης. Η Νεντά κόβει το βήμα της. Κάποια στιγμή σταματά και παρατηρεί ότι από διάφορα σημεία της πόλης ξεχύνονται διαδηλωτές σε μικρές παρέες.

«Αυτό δεν έχει ξαναγίνει ποτέ στην Τεχεράνη» ψιθυρίζει στον Χαμίντ.

«Δεν μπορούν να μας αγνοήσουν. Πιστεύω ότι πολύ σύντομα θα κάνουν πίσω» της απαντά εκείνος και την προτρέπει να συνεχίσουν.

Η Νεντά κατεβαίνει από το πεζοδρόμιο στο οδόστρωμα. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή την πυροβολεί στο στήθος ένας ελεύθερος σκοπευτής που ήταν ακροβολισμένος σε κάποιο κτίριο, πιθανότατα της οδού Καργκάρ. Μια άλλη εκδοχή είναι ότι ήταν ανεβασμένος στην ταράτσα του σπιτιού ενός Ιρανού βουλευτή το οποίο βρισκόταν σε έναν παράδρομο.

Η νεαρή σωριάζεται στο έδαφος. Τα τελευταία λόγια που λέει είναι: «Καίγομαι! Καίγομαι!». Ο Χαμίντ πέφτει πάνω της και προσπαθεί να τη συνεφέρει, δίνοντάς της το φιλί της ζωής. Ο γιατρός Αράς Χετζάζι, που βρέθηκε τυχαία στο σημείο αυτό, τρέχει προς το μέρος της Νεντά. Διαπιστώνει ότι η κοπέλα έχει πυροβοληθεί στο στήθος. Εκείνη τη στιγμή αναπνέει. Περίπου ένα χιλιόμετρο μακριά βρίσκεται σε εξέλιξη μια από τις μεγαλύτερες διαδηλώσεις που έγιναν ποτέ στο Ιράν. Οι φωνές των διαδηλωτών δονούν το κέντρο της Τεχεράνης και αντηχούν στην ατμόσφαιρα. Σε αντίθεση με τον σφυγμό της νεαρής κοπέλας που εξασθενεί συνεχώς.

Από τη στιγμή που πυροβολήθηκε, η Νεντά έζησε λιγότερο από δύο λεπτά.

«Βρισκόμουν ένα μέτρο μακριά» λέει ο γιατρός Χετζάζι. «Κοίταξα ασυναίσθητα το ρολόι μου. Ηταν επτά και πέντε. Πήγα αμέσως κοντά της και έσκυψα πάνω της για να δω το τραύμα. Κατάλαβα ότι δεν υπήρχαν ελπίδες επιβίωσης. Πέθανε στα χέρια μου. Οταν ήρθε το ασθενοφόρο και την πήρε ήταν ήδη νεκρή. Δεν ισχύει η πληροφορία ότι πέθανε καθ’ οδόν για το νοσοκομείο Σαριάτι της Τεχεράνης. Είχε πυροβοληθεί στην καρδιά. Ο θάνατος επήλθε σχεδόν αμέσως». Σήμερα ο γιατρός Χετζάζι ζει μακριά από τη χώρα του, γιατί φοβάται ακόμη και για τη ζωή του.

Η 20ή Ιουνίου άλλαξε για πάντα τη ζωή της οικογένειας Ροσταμί, που εξακολουθεί να ζει σε εκείνο το μικρό διαμέρισμα του πρώτου ορόφου στον ανατολικό τομέα της πόλης. «Δεν συνηθίζεις τον θάνατο» λέει ο πατέρας της. «Ξέρω ότι η Νεντά έχει γίνει ήρωας. Ανθρωποι σε όλο τον κόσμο διαδήλωσαν και κρατούσαν πλακάτ με τη φωτογραφία της. Το γεγονός αυτό όμως δεν απαλύνει τον πόνο μας. Θυμάμαι ότι της έλεγα χαριτολογώντας πως αν κάποτε αρρωστήσω, να φροντίσει να με πάνε στο νοσοκομείο Σαριάτι, γιατί είναι το καλύτερο στην πόλη. Ποτέ όμως δεν περίμενα να πάω στο νοσοκομείο και να δω την κόρη μου νεκρή».

Στο δωμάτιο της Νεντά δεν έχει αλλάξει τίποτε. Τα αγαπημένα αρκουδάκια της είναι διάσπαρτα πάνω στο κρεβάτι, μια αφίσα των Dire Straights και μια άλλη του κιθαρίστα Μαρκ Νόπφλερ στον τοίχο, ενώ πάνω στον κομό το νεσεσέρ της είναι ακόμη ανοιχτό.

Τελευταίες ΕιδήσειςDropdown Arrow
preloader
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Documento Newsletter