«Ιπτάμενο» σκάνδαλο € 1,85 δισ. στην Καλαμάτα

«Ιπτάμενο» σκάνδαλο € 1,85 δισ. στην Καλαμάτα

Σκληρούς χαρακτηρισμούς, υψηλούς τόνους και ξεκάθαρες δεσμεύσεις για συγκρότηση προανακριτικής επιτροπής περιλάμβανε η συζήτηση της επίκαιρης επερώτησης της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην ολομέλεια της Βουλής για τη διακρατική συμφωνία με το Ισραήλ αναφορικά με την οργάνωση Διεθνούς Κέντρου Αεροπορικής Εκπαίδευσης στην 120 Πτέρυγα Εκπαιδεύσεως Αέρος της Πολεμικής Αεροπορίας (ΠΑ) στην Καλαμάτα.

Απόντος του πρωθυπουργού, ο υπουργός Εθνικής Αμυνας Νίκος Παναγιωτόπουλος μετατράπηκε σε σάκο του μποξ από τον πρόεδρο και τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίοι χαρακτήρισαν σκανδαλώδη τη σύμβαση με την ισραηλινή εταιρεία Elbit για την προμήθεια δέκα αεριωθούμενων εκπαιδευτικών αεροσκαφών ιταλικής κατασκευής Μ-346 (Leonardo) και τη συντήρηση των υφιστάμενων ελικοφόρων T-6 της ΠΑ, ενώ οι Ισραηλινοί θα παρέχουν προσομοιωτές εκπαίδευσης και υλικοτεχνική υποστήριξη.

Με φόντο την άμεση σύνδεση που έκανε η Θεοδώρα Τζάκρη με τις «εποχές του Ακη Τσοχατζόπουλου», ο Αλέξης Τσίπρας προειδοποίησε τον υπουργό Εθνικής Αμυνας ότι αν τελικά προχωρήσει η εν λόγω συμφωνία, τότε στην περίπτωση μεταβολής των πολιτικών συσχετισμών θα βρεθεί υπόλογος για τις ποινικές ευθύνες που προκύπτουν από τη διασπάθιση δημόσιου χρήματος.

«Μην υπογράψετε αυτήν τη σύμβαση έχοντας στο μυαλό σας ότι θα κρυφτούν οι ευθύνες πίσω από κάποιο ΚΥΣΕΑ. Γιατί την επόμενη φορά που θα συζητηθεί το ζήτημα αυτό στη Βουλή, δεν θα έρθει ως επίκαιρη επερώτηση, αλλά ως θέμα διερεύνησης ευθυνών όπως ορίζει το σύνταγμα σε περιπτώσεις απιστίας και διασπάθισης δημόσιου χρήματος» είπε και πρόσθεσε με νόημα: «Μην ξεχνάτε ότι δεν θα είστε ισόβια στη διακυβέρνηση του τόπου με την αλαζονεία της εξουσίας που έχετε. Οποτε και αν κάνετε εκλογές θα δείτε την πραγματική δημοσκόπηση. Επιπλέον, μην ξεχνάτε ότι δεν υπάρχει παραγραφή, έχουμε αλλάξει το σύνταγμα. Αυτή την πρωτοφανή ζημία του δημοσίου δεν θα την αφήσουμε έτσι ως αυριανή κυβέρνηση».

Οι τέσσερις πτυχές του σκανδάλου

Η αξιωματική αντιπολίτευση εγκάλεσε τον υπουργό Εθνικής Αμυνας και διά αντανακλάσεως τον Κυριάκο Μητσοτάκη για τέσσερα ζητήματα. Πρώτον, εκτός του ότι ο υπουργός δεν έφερε προς κύρωση τη συμφωνία στη Βουλή, την αποκρύπτει επιμελώς λες και πρόκειται για επτασφράγιστο μυστικό. Εξού και η «έκρηξη» του Αλ. Τσίπρα στην ολομέλεια. «Είμαι πρώην πρωθυπουργός και αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και σας εγκαλώ. Σας ζητώ, λοιπόν, να φέρετε τη σύμβαση στη Βουλή προκειμένου οι βουλευτές να έχουν γνώμη και να αποφασίσουν. Είναι θέμα δημοκρατίας» είπε απευθυνόμενος στον Ν. Παναγιωτόπουλο.

Δεύτερον, η σύμβαση όχι μόνο δεν έφτασε ποτέ στη Βουλή, αλλά μετά τη σχετική συζήτηση που διεξήχθη στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής τον Δεκέμβριο του 2020 το κόστος εκτινάχτηκε από το 1,375 δισ. στο 1,85 δισ. ευρώ, με τους βουλευτές της αντιπολίτευσης να πληροφορούνται την αύξηση μέσω των αποφάσεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτή την αύξηση είναι αφενός ο υπολογισμός των κρατήσεων ύψους 103 εκατ. ευρώ υπέρ των Μετοχικών Ταμείων της Αεροπορίας (ύψους 6,1%), αφετέρου ο εκ των υστέρων προσδιορισμός της ρήτρας τιμαριθμικής προσαρμογής.

Η συγκεκριμένη ρήτρα εξασφαλίζει την εταιρεία από τις μελλοντικές πληθωριστικές τάσεις του ευρώ, κοστίζοντας στο ελληνικό δημόσιο περί τα 350 εκατ. ευρώ. Μάλιστα, ο Ν. Παναγιωτόπουλος παραδέχτηκε ενώπιον της εθνικής αντιπροσωπείας ότι παρέλειψε να αναφερθεί στο συγκεκριμένο ζήτημα κατά τη συζήτηση στην Επιτροπή Εξοπλιστικών Υποθέσεων. «Αν υπήρχε μία παρατυπία στη συνεδρίαση της επιτροπής, είναι ότι δεν τέθηκε τότε ότι θα προέκυπτε ζήτημα τιμαριθμικής αναπροσαρμογής» ομολόγησε και συμπλήρωσε ότι από το 2,65% που είναι το ύψος της ρήτρας εξαιρέθηκαν τα τρία πρώτα χρόνια, κάνοντας λόγο για «επιτυχία».

H Μητσοτάκης ΑΕ ξέρει από… leasing

Τρίτον, επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ το ζήτημα της οργάνωσης Διεθνούς Κέντρου Αεροπορικής Εκπαίδευσης στην Καλαμάτα είχε απασχολήσει έντονα τόσο τη στρατιωτική όσο και την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εθνικής Αμυνας. Στο τραπέζι βρίσκονταν δύο σχέδια. Το πρώτο αφορούσε την απευθείας αγορά των απαιτούμενων πτητικών μέσων για την εκπαίδευση των Ικάρων, προκειμένου να εξοικονομηθούν πόροι σε μια ιδιαίτερα απαιτητική δημοσιονομική συνθήκη. Το δεύτερο έθετε στο επίκεντρο τη λύση του leasing, με την τότε πολιτική ηγεσία να προκρίνει την πρόταση καναδικής εταιρείας με κόστος 1,2 δισ. ευρώ. Κατά τις πληροφορίες του Documento, οι αντιφατικοί χειρισμοί από την πλευρά της εταιρείας οδήγησαν τον Αλ. Τσίπρα να πάρει πάνω του το θέμα και να απορρίψει την πρόταση.

Πέραν της κατάληξης, οι τότε διαπραγματεύσεις δημιούργησαν ένα προηγούμενο που δεν λήφθηκε υπόψη από τον Ν. Παναγιωτόπουλο, ο οποίος –κατά τα φαινόμενα– έβαλε την υπογραφή του σε μια συμφωνία που αγγίζει τα 2 δισ. ευρώ. Συν τοις άλλοις, επέλεξε τη μέθοδο του leasing για απόκτηση όχι απευθείας από την εταιρεία παραγωγής των Μ-346, αλλά μέσω της Elbit, η οποία θα αγοράσει τα αεροσκάφη και στη συνέχεια θα τα επινοικιάσει στην πολεμική αεροπορία.

Επ’ αυτού, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ έδωσε το εξής παράδειγμα: «Αυτό που κάνετε είναι σαν να θέλει κάποιος να αγοράσει ένα ακίνητο, και αντί να το αγοράσει, να δίνει σε κάποιον διπλάσιο ποσό της αξίας του και μετά να το παίρνει σε leasing». Επισήμανε δε ότι η αγορά δέκα με δώδεκα εκπαιδευτικών αεροσκαφών έχει κόστος σχεδόν 300 εκατ. ευρώ, ενώ το συνολικό κόστος υποστήριξης και αναβάθμισης δεν θα ξεπεράσει τα 700 εκατ. ευρώ σε βάθος εικοσαετίας. «Και δίνετε 2 δισ. ευρώ για να αγοράσει τα αεροσκάφη μία ισραηλινή εταιρεία –γιατί δεν τα έχει– και να μας τα δώσει leasing. Τι λογική έχει αυτό; Στην πρώτη τριετία τα χρήματα που θα δοθούν από το δημόσιο φτάνουν για να αγοράσουμε τα εκπαιδευτικά αεροσκάφη» διαπίστωσε και υπογράμμισε πως «η συνολική υπέρβαση της επιλογής σας σε βάθος εικοσαετίας ξεπερνά το 1 δισ. ευρώ. Δηλαδή, 50 εκατ. ευρώ τον χρόνο υπέρβαση. Εχουμε αυτήν την πολυτέλεια;».

Η πρόταση που απέρριψε ο Παναγιωτόπουλος

Σύμφωνα με την εισήγηση που έχει στη διάθεσή του το Documento και η οποία τέθηκε σε γνώση του Ν. Παναγιωτόπουλου, η απευθείας προμήθεια των Α/Φ Μ-346 αλλά και το κόστος χρήσης των Α/Φ Τ-6 θα ανερχόταν σε βάθος εικοσαετίας στα 966,4 εκατ. ευρώ. Η εισήγηση κατέληγε με την πρόταση αγοράς τεσσάρων έως έξι νέων τζετ που θα αυξάνονταν αργότερα στα οκτώ με δέκα, ενώ στη συνέχεια θα δρομολογούνταν οι διαδικασίες για υποστήριξη 25 Α/Φ Τ-6 και επαναφοράς των υπόλοιπων 20 που έχουν τεθεί εκτός λειτουργίας, ώστε να πωληθούν σε τρίτους για να καλυφθεί μέρος του κόστους προμήθειας. Τα δεδομένα αυτά θα έδιναν δυνατότητα παραγωγής πτητικού έργου στα δεδομένα του 2010, γεγονός που θα επέτρεπε στη χώρα μας να δημιουργήσει διεθνές εκπαιδευτικό κέντρο μετά το 2023, αποφέροντας κέρδη που θα μηδένιζαν το κόστος προμήθειας των τζετ.

Επιπρόσθετα, βουλευτής της αξιωματικής αντιπολίτευσης με πείρα στο συγκεκριμένο υπουργείο χαρακτήρισε «εξωφρενικό» ότι εκτός από τα αεροσκάφη και τη λοιπή υποδομή που θα προμηθευτεί η χώρα, το έργο θα εκτελεστεί με τις δικές μας δυνάμεις ως προς το έμψυχο δυναμικό και, ως εκ τούτου, η ισραηλινή εταιρεία το μόνο που θα προσφέρει θα είναι το management. «Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα» σχολίαζε, ενώ άλλος βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ με χρέωση στον συγκεκριμένο τομέα μίλησε για «έγκλημα απ’ όποια σκοπιά κι αν το δει κανείς».

Γιατί αυτό το άγχος αποπληρωμής;

Τελευταίο και κυριότερο, η διακρατική συμφωνία που θα διαρκέσει 22 έτη ορίζει τον εμπροσθοβαρή χαρακτήρα αποπληρωμής του έργου. Η Ελλάδα θα εκταμιεύσει για την επόμενη τριετία 550 εκατ. ευρώ προς την ισραηλινή εταιρεία, γεγονός που εκτός του ότι θα φορτώσει επιπλέον βάρος στα δημόσια ταμεία, προκαλεί και υποψίες. Πηγές από το Πεντάγωνο εξέφραζαν στο Documento την καχυποψία τους γι’ αυτήν τη σπουδή της κυβέρνησης, βάζοντας στην εξίσωση την επίσκεψη του Κυρ. Μητσοτάκη τον Ιούνιο του 2020 στο Ισραήλ, η οποία έθεσε τις βάσεις για τη συγκεκριμένη συμφωνία. Οι ίδιες πηγές σημείωναν ότι τέτοιου είδους πρακτικές είχαν εφαρμοστεί και την περίοδο του λεγόμενου «πάρτι» των εξοπλιστικών και συγκεκριμένα τότε που αποδεσμεύονταν οι υπέρογκες προκαταβολές ακόμη κι αν τα υποβρύχια έγερναν.

Παράλληλα, στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ δεν αποκλείει το ενδεχόμενο ο Ν. Παναγιωτόπουλος να μην έχει βάλει την υπογραφή του στην εν λόγω συμφωνία. Γι’ αυτό και αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο όταν ανοίξει ο φάκελος της υπόθεσης στο μέλλον το ζήτημα να περάσει με συνοπτικές διαδικασίες στη σφαίρα της διερεύνησης τραπεζικών λογαριασμών. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν φαντάζει τυχαία η προτροπή Τσίπρα προς τον υπουργό να μην υπογράψει τη συμφωνία, όπως επίσης η υπενθύμιση ότι «δεν υπάρχει παραγραφή, έχουμε αλλάξει το σύνταγμα».

Μπροστά στις ευθείες κατηγορίες, τις προειδοποιήσεις και τις υπόνοιες ο Ν. Παναγιωτόπουλος αρκέστηκε να πει για τις εμπροσθοβαρείς πληρωμές ότι στην υπογραφείσα σύμβαση με την κυβέρνηση του Ισραήλ τα πρώτα τέσσερα έτη περιλαμβάνουν συνολικές πληρωμές ποσού περί τα 550 εκατ. εμπροσθοβαρούς χαρακτήρα, ενώ εάν είχε επιλεγεί η προσφορά των Καναδών το ποσό θα ήταν 584 εκατ. ευρώ. Ισχυρίστηκε, επίσης, πως «η αύξηση του κόστους δεν οφείλεται σε κάποια υπόνοια σκανδάλου, ότι μοίρασε η ισραηλινή εταιρεία σε αξιωματούχους είτε της στρατιωτικής είτε της πολιτικής ηγεσίας, όπως υπαινίχθηκε η κ. Τζάκρη συγκρίνοντάς μας με τις εποχές Τσοχατζόπουλου, αλλά επειδή υπολογίζονται με συγκεκριμένο τρόπο οι κρατήσεις και η τιμαριθμική αναπροσαρμογή».

Δεσμεύτηκε ότι θα φέρει τη διακρατική συμφωνία στη Βουλή προκειμένου να λάβουν γνώση οι βουλευτές της αντιπολίτευσης, επιβεβαιώνοντας ταυτόχρονα τα λόγια του Γιώργου Κατρούγκαλου πως «το ζήτημα είναι τελειωμένο», αφού η συμφωνία έχει κλείσει και δεν αλλάζει. Πάντως, εντύπωση προκάλεσε το γεγονός ότι ενώ κατηγόρησε τον ΣΥΡΙΖΑ για κωλυσιεργία σε σχέση με την οργάνωση του Διεθνούς Κέντρου Αεροπορικής Εκπαίδευσης, παράλληλα δήλωσε για να αποκρούσει τα πυρά πως επί της ουσίας υιοθέτησε τη «συνταγή» της προηγούμενης κυβέρνησης.

Κερκόπορτα στα μυστικά των Ενοπλων Δυνάμεων κάθε χώρας

Τον Απρίλιο του 2021 το αυστραλιανό ΥΠΕΘΑ ειδοποίησε την Elbit Systems Australia (θυγατρική της Elbit) ότι θα διακοπεί η χρήση των υπαρχόντων συστημάτων διαχείρισης μάχης (Battle Management Systems – BMS), ειδικά για το πρόγραμμα «Μορφέας» (Morpheus) και το λογισμικό «Land 200-2», χωρίς όμως να συνοδεύεται από κάποια επίσημη δικαιολογία αλλά και ενδιάμεση λύση. Το συγκεκριμένο σύστημα παρουσιάζεται από τους εμπόρους όπλων ως το πλέον καινοτόμο, αφού προσφέρει ψηφιακή οπτική στο πεδίο μάχης από έδαφος και αέρα αντικαθιστώντας τους συμβατικούς χάρτες και τους ασύρματους, χρησιμοποιώντας κρυπτογράφηση και δίκτυα συντονισμού των μονάδων στο πεδίο.

Συνολικά η Αυστραλία είχε δαπανήσει 2 δισ. δολάρια τα τελευταία 15 χρόνια για το επίμαχο σύστημα. Το θέμα κρίθηκε περίεργο, ειδικά από τα ΜΜΕ στρατιωτικού ενδιαφέροντος, καθώς το πρωταρχικό πέπλο σιωπής, το μέγεθος της επένδυσης και η απουσία εναλλακτικής έδειχναν ότι κάτι «βρόμαγε». Δημοσιεύματα του ABC, του «Australian Defence Magazine», του Janes και του «The Australian» εκείνων των ημερών μιλούσαν για ύπαρξη μιας πίσω πόρτας στο λογισμικό του συστήματος (backdoor) που την ήλεγχε το Ισραήλ. Αργότερα η φήμη επιβεβαιώθηκε από πηγές του ABC ανοίγοντας τον ασκό του Αιόλου.

Οταν έλαβε γνώση των εξελίξεων ο βρετανικός στρατός –είχε μπει στο πρόγραμμα από τον Γενάρη του 2021 με 166 εκατ. δολάρια– ζήτησε ενημέρωση από τους Αυστραλούς. Μετέπειτα διέρρευσε απόρρητη έκθεση του αυστραλιανού ΥΠΕΘΑ που είχε συγχρηματοδοτηθεί από την Elbit και το θέμα «θάφτηκε», αφού οι λομπίστες της εταιρείας (μεταξύ αυτών και ο πρώην υπουργός Στρατιωτικού Υλικού που υπάγεται στο ΥΠΕΘΑ) «έπεισαν» τους αρμοδίους για τις καλές προθέσεις της εταιρείας, τα χρήματα που θα χαθούν και η πολιτική ιεραρχία αναίρεσε τη στρατιωτική, ασκώντας παράλληλα κριτική για τους χειρισμούς της.

Το πρόβλημα με το πρόγραμμα είναι πως όποιος έχει κρυφή πρόσβαση στο λογισμικό έχει και πρόσβαση στα στρατιωτικά μυστικά μέσω των δεδομένων (data) του χειριστή του, θέτοντας τον τελευταίο σε ομηρία, εάν και εφόσον τα συμφέροντά τους δεν ταυτίζονται. Ετσι το Ισραήλ γνωρίζει ανά πάσα στιγμή τη θέση των μονάδων, τις δυνατότητες κ.λπ. Ακόμη είναι γνωστό από τον Δεκέμβριο του 2017 ότι η θυγατρική της Elbit, Cyberbit, είχε αναπτύξει λογισμικό παρακολούθησης πολιτών. Η αποκάλυψη έγινε από το καναδικό Citizen’s Lab και δεν διαψεύστηκε από την Cyberbit. Συνεπώς, η Elbit έχει αποδεδειγμένα αναπτύξει δυνατότητες κυβερνοκατασκοπείας.

Documento Newsletter