Ήπια αύξηση του κατώτατου μισθού ζητούν οι εργοδότες

Ήπια αύξηση του κατώτατου μισθού ζητούν οι εργοδότες

Μήνυμα προς το οικονομικό επιτελείο στέλνουν οι εργοδότες με τα υπομνήματα τα οποία απέστειλαν στο ΚΕΠΕ και τα οποία προβλέπουν συγκρατημένη αύξηση του κατώτατου μισθού.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με ρεπορτάζ του Capital.gr, ο ΣΕΒ προτείνει φέτος μία «ήπια» αύξηση 4% σε συνδυασμό, όμως, με μείωση εισφορών, ο ΣΕΤΕ προτείνει φέτος αύξηση 3%-4%, ενώ ο ΣΒΕ συστήνει αύξηση 3%-5% το 2023 και όχι φέτος.

Στο υπόβαθρο των προτάσεων των εργοδοτικών ενώσεων βρίσκεται πρωτίστως η επιδείνωση της διεθνούς ενεργειακής κρίσης, λόγω του πολέμου στην Ουκρανία.

Οι προτάσεις αυτές αποτυπώνονται στα υπομνήματα, τα οποία εστάλησαν από τους κοινωνικούς εταίρους (εργοδοτικές ενώσεις και ΓΣΕΕ) προς το ΚΕΠΕ. Πρόκειται για ένα ακόμα βήμα στη διαδικασία ανακαθορισμού του κατώτατου μισθού.

Τόσο τα υπομνήματα των κοινωνικών εταίρων, όσο και τα πορίσματα των φορέων διαβιβάζονται στο Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) για τη σύνταξη Σχεδίου Πορίσματος Διαβούλευσης, η οποία θα λάβει χώρα το αργότερο έως την 31η Μαρτίου 2022.

Αμέσως μετά την αποστολή των εκθέσεων θα διαβιβαστεί το υπόμνημα και η τεκμηρίωση κάθε διαβουλευόμενου από την Επιτροπή Συντονισμού προς τους λοιπούς εκπροσώπους των κοινωνικών εταίρων (ΣΕΒ, ΓΣΕΒΕΕ, ΓΣΕΕ, κλπ.), με πρόσκληση για προφορική διαβούλευση, η οποία θα λάβει χώρα το αργότερο έως την 15η Μαρτίου 2022.

Το σχέδιο του πορίσματος διαβούλευσης ολοκληρώνεται το αργότερο έως την 15η Απριλίου 2022.

Η εισήγηση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων προς το Υπουργικό Συμβούλιο για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού υπαλλήλων και του κατώτατου ημερομισθίου των εργατοτεχνιτών θα λάβει χώρα εντός του τελευταίου δεκαπενθημέρου του Απριλίου 2022.

ΣΕΒ: Αύξηση 4% σε συνδυασμό με μείωση των εισφορών

Σύμφωνα με τον ΣΕΒ, «ο συνδυασμός αύξησης του κατώτατου μισθού με ταυτόχρονη μείωση των εισφορών του εργαζόμενου οδηγεί σε σημαντική αύξηση των καθαρών αποδοχών του.

Ειδικότερα, κάθε ποσοστιαία μονάδα αύξησης του κατώτατου μισθού με μείωση των εισφορών του εργαζόμενου κατά μισή ποσοστιαία μονάδα οδηγεί σε αύξηση των καθαρών αποδοχών του κατά 2%.

Η αύξηση του μεικτού κατώτατου μισθού κατά 4%, την οποία προτείνουμε, σε συνδυασμό με τη μείωση των εισφορών του εργαζομένου (4 διαφορετικά σενάρια), μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη αύξηση των καθαρών αποδοχών των αμειβομένων με τον κατώτατο μισθό. To 4%  στον ονομαστικό και μείωση 1,5% στις εισφορές εργαζομένου οδηγούν σε αύξηση 6%.

Η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών θα συμβάλλει στην μείωση της “φορολογικής σφήνας” (tax wedge) στην Ελλάδα (2η υψηλότερη θέση για τον έγγαμο μισθωτό με δυο παιδιά) και στη σύγκλιση με τις χώρες του ΟΟΣΑ.

Προκειμένου να υπάρχει εναρμόνιση του εθνικού συστήματος καθορισμού του κατώτατου μισθού με διεθνή πρότυπα εργασίας, προτείνουμε την κύρωση της Διεθνούς Σύμβασης 131 “Για τον καθορισμό κατώτατων μισθών και ημερομισθίων ιδιαίτερα στις αναπτυσσόμενες χώρες».

ΓΣΕΒΕΕ: «Αναγκαία» η αύξηση του κατώτατου μισθού

Στο υπόμνημά της, η ΓΣΕΒΕΕ, τονίζει πως «οι πρόσφατες δυσμενείς γεωπολιτικές εξελίξεις δημιουργούν μια ακόμα ιδιαίτερα οδυνηρή πρόκληση, η οποία έρχεται να προστεθεί στην εν εξελίξει αν και με χαμηλότερη ένταση πανδημική κρίση. Έρχεται, επιπλέον, να προστεθεί και στην πρόσφατη δεκαετή οικονομική κρίση, οι αρνητικές συνέπειες της οποίας, ιδίως προς τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, δεν υπερκεράστηκαν στο σύντομο διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της τυπικής λήξης των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής και της εκδήλωσης της πανδημίας.

Ο ιδιαίτερα υψηλός πληθωρισμός που τροφοδοτείται κυρίως από την αύξηση των τιμών ενέργειας, πλέον συνδέεται με την εξέλιξη του ρωσο-ουκρανικού πολέμου. Από τη μια μεριά, οι αβεβαιότητες για το μέλλον εντείνονται. Η οποιαδήποτε πρόβλεψη καθίσταται ιδιαίτερα επισφαλή.

Οι εκτιμήσεις για την ελληνική οικονομία αναθεωρούνται επί τα χείρω. Από την άλλη μεριά, οι αρνητικές επιπτώσεις του πληθωρισμού στο πραγματικό εισόδημα των απασχολούμενων και κατ’ επέκταση στην εγχώρια ζήτηση και στο ΑΕΠ επιβάλουν τη λήψη μέτρων για την ανάσχεση των δυσμενέστερων συνεπειών.

Σε αυτό το πλαίσιο η ΓΣΕΒΕΕ θεωρεί ότι μια αύξηση του κατώτατου μισθού είναι αναγκαία ώστε να απορροφηθούν οι έντονες πληθωριστικές πιέσεις και να στηριχθεί το διαθέσιµο εισόδημα ιδίως των χαμηλόμισθων εργαζομένων.

Η αύξηση του κατώτατου μισθού που κρίνεται αναγκαία τόσο για λόγους κοινωνικής προστασίας όσο και για λόγους κοινωνικής συνοχής θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις δυνατότητες κυρίως των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων.

Ως εκ τούτου θεωρούμε ότι θα πρέπει να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια λήψης ανακουφιστικών μέτρων που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες και τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει σημαντικός αριθμός μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, όπως αποτυπώνονται στην επόμενη ενότητα.

Τέλος, για μια ακόμη φορά τονίζουμε ότι η ΓΣΕΒΕΕ παραμένει σταθερή στη θέση της για αποκατάσταση των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων και επαναφοράς του δικαιώματος των κοινωνικών εταίρων στη διαμόρφωση του κατώτατου μισθού μέσω της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΣΕ).»

ΕΣΕΕ: Υπέρ μίας «σημαντικής αύξησης του κατώτατου μισθού»

“Ο κατώτατος μισθός αποτελεί μια δικλείδα ασφαλείας ώστε το βιοτικό επίπεδο των ωφελούμενων να διατηρείται σε ανεκτό επίπεδο.

Σήμερα, η ισχυρή αύξηση του κόστους ζωής όπως αντανακλάται από την άνοδο του επιπέδου των τιμών (με έμφαση στην ενέργεια) περιορίζουν το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών και διογκώνουν το λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων, ενώ οι γεωπολιτικές εντάσεις πιθανώς να διογκώσουν την αβεβαιότητα και να αναβάλλουν πιθανές επενδύσεις.

Συνεπώς, το οικονομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον παραμένουν ρευστά, πλήρη προκλήσεων και κινδύνων. Στο πλαίσιο αυτό, φαίνεται λογική μια ενίσχυση του κατώτατου μισθού, η οποία όμως να μπορούσε να συνδεθεί με επιδότηση των ασφαλιστικών εργοδοτικών εισφορών.

Σε κάθε περίπτωση υπό τις παρούσες εύθραυστες συνθήκες και σύμφωνα με την ανάλυση που ακολουθεί, η ΕΣΕΕ καταλήγει ότι θα πρέπει να υπάρξει σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού και ότι το ποσοστό του πληθωρισμού θα πρέπει αποτελέσει βασικό προσδιοριστικό παράγοντα της διαμόρφωσής του”.

ΣΕΤΕ: Επιπλέον αύξηση 3% -4% φέτος

Από πλευράς του, ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ), τονίζεται «σύμφωνα με την ανάλυση του Ινστιτούτου ΣΕΤΕ (ΙΝΣΕΤΕ) το βασικό οικονομικό κριτήριο για την εκτίμηση του περιθωρίου μιας επιπρόσθετης αύξησης του κατωτάτου μισθού είναι η διαφύλαξη και βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.

Αναγνωρίζεται, παράλληλα, ότι η αύξηση του κατωτάτου μισθού θα ενισχύσει άμεσα τα χαμηλά εισοδήματα, ιδιαιτέρα σε ένα περιβάλλον έντονων πληθωριστικών πιέσεων.

Στην έκθεση του ΙΝΣΕΤΕ εκτιμάται ότι οι θετικές προοπτικές ανάπτυξης της οικονομίας και το 2022, μετά την σημαντική ανάκαμψή της το 2021, δικαιολογούν μια επιπρόσθετη αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 3,0% έως 4,0% το 2022 (πέραν της αύξησης κατά 2% από τις αρχές τους έτους, συνολικά 5,0% έως 6,0%), υπό την προϋπόθεση ότι ή αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά το τρέχον έτος θα κυμανθεί πλησίον του 5% σε ετήσια βάση.

Με αυτά τα δεδομένα, η αύξηση του κατώτατου μισθού θα επιφέρει ενδεχομένως μια μικρή επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας σε ετήσια βάση, αλλά η διεθνής ανταγωνιστικότητα της χώρας το 2022 θα είναι βελτιωμένη έναντι του 2018.

Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, η αύξηση του κατώτατου μισθού θα λειτουργήσει ως μέτρο άσκησης αναδιανεμητικής πολιτικής στις συνθήκες δημοσιονομικής στενότητας που χαρακτηρίζουν τη χώρα μας και θα αποτελέσει στήριξη στα πιο χαμηλόμισθα στρώματα του εργατικού δυναμικού.

Η στήριξη αυτή πρέπει να ενισχυθεί με στοχευμένα μέτρα πολιτικής που επικεντρώνονται στα αδύναμα νοικοκυριά και τους χαμηλά αμειβόμενους. Παράλληλα, θα συγκρατήσει και την αύξηση του κόστους εργασίας σε επίπεδα που θα είναι κοντά στα αντίστοιχα των κύριων εμπορικών εταίρων, έτσι ώστε να διαφυλαχθεί η διεθνής ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και να αποφευχθεί ένα αρνητικό σπιράλ μισθολογικών αυξήσεων και πληθωρισμού.

Αν οι προσδοκίες για την ανάπτυξη το 2022 επιδεινωθούν, τότε η αύξηση του Κατώτατου Μισθού το 2022 θα πρέπει να είναι χαμηλότερη. Η επιλογή μιας αύξησης του Κατώτατου Μισθού πέραν των ανωτέρω ορίων συνολικά για το 2022, είναι πολύ πιθανόν να οδηγήσει σε μια επιδείνωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας, εξαλείφοντας πλήρως την βελτίωση που έχει επιτευχθεί την τελευταία τριετία.

Επιπροσθέτως οι επιχειρήσεις, που στην συντριπτική τους πλειονότητα είναι μικρού και πολύ μικρού… μεγέθους, ήδη αντιμετωπίζουν αυξημένο κόστος παραγωγής που οφείλεται στις τιμές ενέργειας, πρώτων υλών και ενδιάμεσων προϊόντων.

Μια υπέρμετρη αύξηση του εργασιακού κόστους στις συνθήκες αυτές θα επιτείνει τους κινδύνους είτε απώλειας θέσεων εργασίας, είτε μετατροπής θέσεων πλήρους απασχόλησης σε ευέλικτες μορφές απασχόλησης είτε και διεύρυνσης της αδήλωτης και υποδηλωμένης εργασίας.

Σε κάθε περίπτωση, οι ενδεχόμενες δυσμενείς επιπτώσεις από την υπέρβαση των ανωτέρω ορίων – ή των ορίων που εξυπηρετούν τον εθνικό στόχο της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας – μπορεί να είναι πολύ σημαντικές για την οικονομία, την ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση και συνεπώς και τις προοπτικές για μελλοντικές αυξήσεις του Κατώτατου Μισθού».

ΣΒΕ: Αύξηση 3%-5% το 2023

Στο υπόμνημα του ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Ελλάδας, επισημαίνει πως “ο κατώτατος μισθός κατά την επόμενη χρονιά να αυξηθεί σε ποσοστό από 3% έως 5%, μετά και την αύξηση 2% από την 1η Ιανουαρίου 2022.

Κατά τον ΣΒΕ η αύξηση αυτή θα πρέπει να συνοδεύεται απαραίτητα από φορολογικές ελαφρύνσεις των χαμηλόμισθων, ούτως ώστε να μην εξανεμισθεί από τις αυξήσεις στα είδη πρώτης ανάγκης και στην ενέργεια.

Τέλος, προτείνουμε να εκκινήσει διάλογος μεταξύ της Κυβέρνησης και των Θεσμικών Κοινωνικών Εταίρων, για να συζητηθούν οι δυνατότητες θεσμοθέτησης επιπλέον μέτρων τα οποία θα συμβάλλουν στη βελτίωση του εισοδήματος όσων λαμβάνουν τον κατώτατο μισθό”.

ΓΣΕΕ: Άμεση αύξηση 13,4%

Η ΓΣΕΕ, στον αντίποδα, προτείνει μία μεγάλη αύξηση (13,4%) και μάλιστα άμεσα, καθώς, υποστηρίζει την “επαναφορά του καθορισμού του κατώτατου μισθού στον θεσμό της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, καθώς ο ρόλος και η λειτουργία της ως ελάχιστου γενικού ορίου προστασίας με καθολική εφαρμογή σε όλους τους εργαζομένους στο πλαίσιο διαβούλευσης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων είναι κρίσιμης σημασίας για την αποδοχή του τελικού προσδιορισμού του ύψους του, την ενίσχυση της κοινωνικής και εργασιακής ειρήνης, και τελικά τη συμμόρφωση, που θα επιτρέψει την αύξηση της αποτελεσματικότητας των θετικών του επιδράσεων στην οικονομία, την κοινωνία και τη δημοκρατία”.

Συγκεκριμένα,  ζητά “άμεση αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ ανά μήνα” και “στη συνέχεια αύξηση του κατώτατου μισθού έως ότου καταστεί ίσος με το 60% του διάμεσου μισθού πλήρους απασχόλησης.

Η προσαρμογή του κατώτατου μισθού στο επίπεδο της αξιοπρεπούς διαβίωσης θα μπορούσε να γίνει και βάσει μιας συνδυαστικής μεταβολής με το 50% του μέσου μισθού πλήρους απασχόλησης, ως αποτέλεσμα ενός συμφωνημένου μεταξύ των κοινωνικών εταίρων χρονοδιαγράμματος”.

Documento Newsletter