Ένας αιώνας από τη γέννηση του Iνγκμαρ Μπέργκμαν και ακόμη ο Σουηδός σκηνοθέτης μας στοιχειώνει!
Πολύ εύλογα θα αναρωτηθεί κάποιος: γιατί συμβαίνει αυτό; Ποια είναι τα στοιχεία της κινηματογραφικής δύναμης του Σουηδού που διατηρούνται όχι απλώς αναλλοίωτα αλλά σχεδόν αξεπέραστα στο πέρασμα του χρόνου; Πώς μετριέται η καλλιτεχνική ιδιοφυΐα του Μπέργκμαν και ποια είναι τα διαχρονικά αριστουργήματά του που κάνουν δεκάδες μοντέρνους και διαφορετικούς μεταξύ τους σκηνοθέτες (από τον Γούντι Αλεν μέχρι τον Λαρς φον Τρίερ) να στρέφουν συχνά πυκνά το βλέμμα τους στις ταινίες του;
Πέρυσι στο Φεστιβάλ των Καννών το ντοκιμαντέρ «Μπέργκμαν: Ενας αιώνας» της Μαργκαρέτε φον Τρότα ήταν η αφετηρία για μια σειρά εκδηλώσεων-φόρο τιμής στη διάνοια του «κορυφαίου σκηνοθέτη του κινηματογράφου για τον 20ό αιώνα» όπως τον αποκάλεσε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ Τιερί Φρεμό.
Ιδεολογική ραχοκοκαλιά
Μπορεί σε τεχνικό επίπεδο ή όσον αφορά τη γλώσσα του κινηματογράφου ο παραπάνω τίτλος να ακούγεται κάπως υπερβολικός αλλά ποιος μπορεί να αμφισβητήσει τη στιβαρή και απροσπέλαστη ιδεολογική ραχοκοκαλιά στη φιλμογραφία του εμβληματικού σκηνοθέτη που κατήργησε κάθε συμβατικό όριο ηθικής στην αποτύπωση του ερωτισμού και την αναζήτηση της υπαρξιακής αγωνίας;
O Μπέργκμαν γεννήθηκε και μεγάλωσε σε αυστηρό, προτεσταντικό περιβάλλον όπου η οποιαδήποτε προσπάθεια διαφυγής έμοιαζε με παραβίαση προαιώνιων κανόνων που είχαν τον χαρακτήρα της απόλυτης αλήθειας. Η εξερευνητική ματιά του γρήγορα οδηγήθηκε στην αμφισβήτηση με πυξίδα για τα έργα του πάντα την ίδια του τη ζωή. Τα φιλμ του «περίεργου» νέου Σουηδού αρχίζουν να αποκτούν σχετική φήμη στο εξωτερικό. Το γαλλικό Νέο Κύμα γοητεύεται από το «Καλοκαίρι με τη Μόνικα» που αποτελεί μια κατάδυση στα βάθη της ψυχής των εφήβων η οποία καταγράφει το πέρασμα από την ανεμελιά της εφηβείας στη σκληρή ενηλικίωση. Διφορούμενος εδώ ο συμβολισμός του θέρους, μπορεί να σημαίνει την έναρξη της ίδιας της ζωής (του έρωτα;) αλλά και το απρόσμενο φινάλε της. Στην πλέον βιογραφική ταινία του «Φάνι και Αλέξανδρος» ο ηλικιωμένος πλέον Μπέργκμαν επιστρέφει στο ίδιο θέμα και ξαναβρίσκει την ανόθευτη παιδική ματιά του. Δεν έχει γυριστεί καλύτερη ταινία για την παιδική ηλικία και το πώς διαχειρίζονται τα δύο παιδιά άγνωστά τους θέματα όπως η αγάπη και το μίσος, ο έρωτας και ο θάνατος. Είναι εντυπωσιακό το πώς η ταινία αυτή συνδιαλέγεται με τη γυρισμένη πριν από σχεδόν 30 χρόνια «Αγριες φράουλες» όπου ο γερασμένος καθηγητής βρίσκεται στο σπίτι των παιδικών του χρόνων και γαληνεύει μόνο όταν ακούει τις γνώριμες φωνές από το μακρινό παρελθόν. Τότε και μόνο τότε βάζει τέλος στο ταξίδι του και αποφασίζει να ξαπλώσει στο παιδικό του κρεβάτι όπου επιτέλους η ψυχή του γαληνεύει.
Ο ψυχισμός των γυναικών
Στη δεξιοτεχνικά ενορχηστρωμένη «Φθινοπωρινή σονάτα» ο φαύλος κύκλος απόδοσης ευθυνών ανάμεσα σε μητέρα και κόρες ανοίγει σε πρωτόγνωρα ψυχαναλυτικά μονοπάτια, ακολουθώντας τη διαδρομή δύο άλλων θηλυκών προσώπων στο «Περσόνα», όπου η διεισδυτική ματιά του Μπέργκμαν έφτασε βαθιά στον ψυχισμό των αγαπημένων του χαρακτήρων, των γυναικών. Πολλοί αντέδρασαν στην απόφασή του να δείξει μια γυναίκα με νευρικό κλονισμό, ψευδαισθήσεις και οράματα αλλά ο ίδιος ήξερε πολύ καλά για ποιο πράγμα μιλούσε όταν προχωρούσε στην ψυχική απογύμνωση των «ανώτερων όντων που κανείς άντρας δεν μπορεί να φτάσει».
Στην πλέον πρωτοποριακή και τολμηρή «Εβδομη σφραγίδα», την ταινία-σταθμό στην καριέρα του Σουηδού, η αυτογνωσία αποδεικνύεται ουτοπία καθώς ακόμη και ο θάνατος παραδέχεται την ήττα του: «Δεν ξέρω τίποτε». Ο Μπέργκμαν, όμως, όπως ισχυρίζεται και ο Γούντι Αλεν, ξέρει αν όχι τα πάντα, οπωσδήποτε περισσότερα από κάθε άλλο σκηνοθέτη του κινηματογράφου. Η μελέτη των ταινιών του είναι το κλειδί που ξεκλειδώνει την πόρτα με τα μυστικά όχι μόνο του σινεμά αλλά και της ίδιας της ζωής.