Εικόνα πλήρους διάλυσης δείχνει η αγορά εργασίας που αποκαλύπτει την πολιτική κενότητα του αφηγήματος περί δίκαιης ανάπτυξης.
Η πανδημία λειτούργησε ως ευκαιρία για την de facto κατάργηση του 8ώρου και τη μείωση των ωρών εργασίας, ανοίγοντας διάπλατα το δρόμο της φτωχοποίησης για χιλιάδες εργαζόμενους
Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ που παρουσιάστηκε διαδικτυακά σήμερα, στην πρώτη φάση της πανδημίας στη χώρα οι ώρες απασχόλησης μειώθηκαν αισθητά, λόγω της αναστολής εργασίας. Ενδεικτικά, ο δείκτης των συνολικών ωρών απασχόλησης σε βασικές θέσεις εργασίας διαμορφώθηκε το β’ τρίμηνο του 2020 στις 62 μονάδες, έναντι 85,1 μονάδων το β’ τρίμηνο του 2019.
Πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας, το 73% των απασχολουμένων σε όλους τους κλάδους εργαζόταν υπερωριακά, ενώ σε ορισμένους κλάδους, όπως η μεταποίηση και οι μεταφορές, το αντίστοιχο ποσοστό ξεπερνούσε το 80%. Το β’ τρίμηνο του 2020 το ποσοστό των ατόμων που εργαζόταν υπερωριακά μειώθηκε σε 55%, ενώ το 19% εργαζόταν πάνω από 48 ώρες την εβδομάδα.
Έκπληξη προκαλεί η αποκάλυψη ότι ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα κυμαίνεται στο 40% του διάμεσου ευρωπαϊκού μισθού, ενώ το κατώφλι της απόλυτης φτώχειας έχει οριστεί στο 50%! Ως αποτέλεσμα, το 83% όσων αμείβονται με τον κατώτατο να μην μπορούν να καλύψουν ούτε τις βασικές ανάγκες.
Καταγράφεται επίσης μια ποιοτική μεταβολή στην καταγραφή των ανέργων. Όσοι εργαζόμενοι βγήκαν σε αναστολή εργασίας το Μάρτιο και τον Ιούνιο, που υπολογίζονται από 100 έως 180 χιλιάδες σε σχέση με το 2019, ενώ είναι οικονομικά μη ενεργοί δεν θεωρούνται άνεργοι και δεν δικαιούνται τις παρελκόμενες διευκολύνσεις, με αποτέλεσμα τον εγκλωβισμό τους σε ένα φαύλο κύκλο ανέχειας.
Κατάρρευση της ιδιωτικής κατανάλωσης
Τα νοικοκυριά, που ουσιαστικά στηρίζουν την οικονομική δραστηριότητα, δείχνουν να έχουν εξαντλήσει τη δυνατότητα να συμβάλλουν θετικά στην οικονομία. Η καθαρή αποταμίευση των νοικοκυριών από το τέλος του 2012 είναι αρνητική, πράγμα που πρακτικά σημαίνει ότι η κατανάλωση τους ξεπερνά το διαθέσιμο εισόδημά τους, δηλαδή για να καλύψουν τις καταναλωτικές ανάγκες τους «τρώνε απ’ τα έτοιμα». Αυτό δεν οφείλεται στην αλόγιστη σπατάλη των νοικοκυριών αλλά στην μεγάλη μείωση στα εισοδήματα των νοικοκυριών. Παράλληλα, παρατηρείται υψηλή μόχλευση στα νοικοκυριά, δηλαδή ο λόγος δανείων προς καταθέσεις είναι υψηλός. Όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα τα νοικοκυριά να καταναλώνουν το εισόδημά τους σε βασικά καταναλωτικά αγαθά, να μη μπορούν να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους απέναντι στο κράτος και τις τράπεζες, με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια να φτάνουν 44% επί του συνόλου. Έτσι, δεν υπάρχει κατανάλωση με αποτέλεσμα να μην αυξάνεται το ΑΕΠ.
Στρεβλό επιχειρηματικό μοντέλο
Επικριτικά στέκονται οι επιστήμονες του ΙΝΕ ΓΣΕΕ στο επιχειρηματικό μοντέλο που επικρατεί στη χώρα. Οι επιχειρήσεις τείνουν να μην επενδύουν τα κέρδη τους, πράγμα που θα αποτελεί στρέβλωση στην οικονομία καθώς τάση προς αποταμίευση έπρεπε να έχουν τα νοικοκυριά. Ο επιχειρηματικός τομέας έχει αδιάθετη ρευστότητα που έχει ως αποτέλεσμα τη δέσμευση ενός μέρους του αναπτυξιακού δυναμικού της οικονομίας προς ίδιον όφελος των επιχειρήσεων. Οι επενδύσεις στις οποίες προβαίνουν κατά κύριο λόγο οι επιχειρήσεις είναι σε κτιριακό εξοπλισμό, που δεν έχει πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στην οικονομία. Το κενό που προκύπτει από την έλλειψη της ιδιωτικής κατανάλωσης των νοικοκυριών, σύμφωνα με το ΙΝΕ, δεν έχει πολλές πιθανότητες να αναπληρωθεί από τις ιδιωτικές επενδύσεις, κρίνοντας από την επενδυτική συμπεριφορά των επιχειρήσεων.