Χρόνια είχε το Νέο Δελχί, η πρωτεύουσα της Ινδίας, να δει τέτοιου μεγέθους επεισόδια αιματηρής θρησκευτικής βίας.
Ο τραγικός απολογισμός της προπερασμένης εβδομάδας είναι τουλάχιστον 49 νεκροί –στη συντριπτική πλειονότητά τους μουσουλμάνοι–, δεκάδες αγνοούμενοι και χιλιάδες εκτοπισμένοι, μουσουλμάνοι πάντα. Συμμορίες ινδουιστών ξεχύθηκαν στις γειτονιές και κατέστρεψαν σπίτια, μαγαζιά, τζαμιά, λίντσαραν ή/και δολοφόνησαν μουσουλμάνους πολίτες. Το σύνθημα είχε δοθεί λίγο νωρίτερα από αξιωματούχο του κυβερνώντος εθνικιστικού Ινδικού Λαϊκού Κόμματος (BJP) του ακροδεξιού πρωθυπουργού Ναρέντρα Μόντι, ο οποίος έδωσε εντολή να διαλυθούν οι διαδηλώσεις κατά του νέου ρατσιστικού νομοσχεδίου υπηκοότητας το οποίο αποκλείει τους μουσουλμάνους μετανάστες. Το κλίμα, όμως, είχε διαμορφωθεί από καιρό.
«Ταΐστε τους σφαίρες, όχι μπιργιάνι [παραδοσιακό μουσουλμανικό πιάτο]» ενθάρρυνε προ μηνών ο εμπρηστικός επικεφαλής του ομόσπονδου κρατιδίου Ούταρ Πραντές Γιόγκι Αντετανάτ. Εσπειραν εθνικισμό, θερίζουν διχασμό. «Πώς να επιστρέψουμε στα σπίτια μας;» αναρωτιούνται οι επιζώντες, οι οποίοι εγκατέλειψαν τις συνοικίες στις οποίες για χρόνια «ζούσαμε αρμονικά με τους ινδουιστές γείτονές μας». Τώρα μένουν προσωρινά σε πρόχειρους καταυλισμούς στην επαρχία, υπερβολικά τρομοκρατημένοι για να γυρίσουν στην πρότερη ζωή τους. Και κατηγορούν τους γείτονες γι’ αυτό.
Μπορεί οι τελευταίοι να μη συμμετείχαν άμεσα στην εκστρατεία αίματος που «ευλόγησε» ο 69χρονος Μόντι, αλλά ένιψαν τας χείρας τους κλείνοντας τις πόρτες τους. Κάποιοι είχαν φροντίσει να σφυρίξουν τις διευθύνσεις των μουσουλμάνων στους τραμπούκους. Ολοι τους έπαιξαν το παιχνίδι του Μόντι.