Στο «Ελληνικό καλοκαίρι» ο Ζακ Λακαριέρ αφηγείται ένα περιστατικό στα 60s, όταν είχε συναντήσει στην Κρήτη µια γιαγιά φορτωµένη µε ένα δεµάτι ξερόχορτα, σαν κινούµενο γλυπτό του χρόνου, η οποία ζήτησε τη βοήθειά του για να αρνηθεί σε ένα ζευγάρι τουριστών να την απαθανατίσουν. «Πες τους, παιδί µου, αν θέλουν ωραίες φωτογραφίες να πάνε στην Ακρόπολη». Ο τουρισµός βρισκόταν τότε στα χρόνια της αθωότητας, η αισθητική των νησιών ήταν απολύτως εναρµονισµένη στην κλίµακα του τοπίου και τα ντεσιµπέλ από τα µπιτσόµπαρα δεν καπέλωναν τα τζιτζίκια.
∆ύο δεκαετίες αργότερα είχε ακµάσει η φυλή των καµακιών που µε πεντέξι ψωροαγγλικούλια τύπου «do you like mademoiselle the Greece;» πετούσαν την τρίαινα του φλερτ σε ηλιοκαµένες τουρίστριες. Οι νησιώτες ξενυχτούσαν στα λιµάνια µε κρεµασµένη την ταµπελίτσα «rooms to let» και κέρναγαν ακόµη τσίπουρα στους καφενέδες.
Τροφή νοσταλγική για τους boomers. Ανεπαισθήτως περάσαµε από τη γοητεία της απλότητας στην αµνησία του µέτρου, από τον τουρισµό ως πηγή βιοπορισµού στις αιµοβόρες εφορµήσεις για την καταστροφή της φύσης. Μέσα από αρπαχτές, τυχοδιωκτισµό και παρανοµία, η νέα ρωµιοσύνη πετιέται από βίλες και πεντάστερα, από εκατοντάδες πισίνες όπου γηγενείς και αλλοδαποί νεόπλουτοι κολυµπάνε στη µαταιοδοξία τους, αδιαφορώντας για τη λειψυδρία των Κυκλάδων.
Οι περιφέρειες και λοιπές διοικητικές αρχές αντί να διαµαρτυρηθούν έστω και τυπικά για την έλλειψη γιατρών, νοσηλευτικού προσωπικού και ασθενοφόρων, οργανώνουν πανηγύρια όπου κάτοικοι και επισκέπτες θα αναφωνήσουν στο τσακίρ κέφι στην «υγειά µας, βρε παιδιά».
Εργοδότες που µεταχειρίζονται τους εργαζόµενους στις σύγχρονες γαλέρες των µπαρ και των εστιατορίων σαν αρκούδες σε τσίρκο, τους αναγκάζουν να σερβίρουν επί 12ωρο εξωτικά κοκτέιλ και αφράτο µουσακά αλλά τους αποκαλούν αχάριστους αν διεκδικήσουν περίθαλψη. Ενα τσούρµο νέοι και νέες µοιράζουν χαρτάκια µε σειρά προτεραιότητας για τις ξαπλώστρες. Σαράντα ευρώ η ξάπλα, κάτι παραπάνω η άπλα, αν δεν θες να µυρίζεις το αντηλιακό καρύδας του διπλανού. Οι νησιώτες, που παλιότερα αποτελούσαν γραφικό ντεκόρ, σήµερα καθηλωµένοι στις οθόνες ανεβάζουν τα σπίτια και τα κοτέτσια τους στην πλατφόρµα Airbnb.
Αλλάζουν οι καιροί. Σιγά µη µείνουµε στο «στάσου, µύγδαλα». Η βαριά τουριστική βιοµηχανία µας ζυγίζει όσο και οι ανεµογεννήτριες που καρφώνονται στους λόφους. Ιερές µπίζνες στη µονή Αρκαδίου της Κρήτης, έτοιµοι από καιρό οι επενδυτές στην καµένη Σέριφο. Περιοχές Natura ή µε ιστορικό φορτίο όπως η Γυάρος υποκύπτουν αµαχητί στα καπρίτσια των χορηγών. Η χυδαία επέλαση της κτηµαταγοράς από ξένα κεφάλαια ανησυχεί κάποιους ροµαντικούς που µιλάνε για σύγχρονη αποικιοκρατία και πως η ελληνική γη αλλάζει ιδιοκτήτες. Ε και; Σάµπως θα ζήσουµε αιώνια; Οι αρχαιολόγοι του µέλλοντος θα ανακαλύψουν έκθαµβοι τα αποτελέσµατα της ανάπτυξης. Κάτω από τα τσιµέντα, οι παραλίες. All inclusive…
Οι µόνοι αµέτοχοι στην ωραιοποιηµένη αυθαιρεσία και την οικολογική αλλοίωση όσοι δεν θα κάνουν διακοπές λόγω οικονοµικής δυσπραγίας. Θα βάζουν στη διαπασών το «λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και τ’ αγόρι µου» και θα τους φαίνεται σαν αντάρτικο, σαν αντίσταση στον µαζικό τουρισµό. Στο ντάλα µεσηµέρι και στις παραισθήσεις του καύσωνα θα βλέπουν µια φωτεινή επιγραφή να αναβοσβήνει: ΙΚΕΑ. Το νησί που φτιάχνεις µόνος σου.