Ο Μούσα γεννήθηκε στη Σένφρα της Ακτής Ελεφαντοστού και έφυγε το 2012 ύστερα από μια έντονη πολιτική κρίση που συντάραξε τη χώρα του και στέρησε τη ζωή από τους δικούς του ανθρώπους. Εφτασε στην Τουρκία, τον συνέλαβαν στα σύνορα και πέρασε εφτά μήνες στη φυλακή.
Η Αθήνα ήταν πόλη σκληρή και ιδιαίτερα αφιλόξενη στα πρώτα του βήματα, καθώς οι επιθέσεις της Χρυσής Αυγής ήταν πολύ συχνές και εκείνος δεν γνώριζε ούτε μία ελληνική λέξη. «Η ελπίδα είναι το τελευταίο πράγμα που πεθαίνει μέσα μας» λέει σήμερα που αισθάνεται μέλος μιας δεμένης κοινότητας. Με αφορμή τη γιορτή των μεταναστών από την Ακτή Ελεφαντοστού στο Μεταξουργείο μιλάει στο Documento για την κοινότητα και την κουλτούρα τους, ενώ ετοιμάζεται να ανοίξει το δικό του εστιατόριο με γεύσεις από την πατρίδα του.
«Στην Αθήνα είμαστε περίπου εκατό Ιβοριανοί. Ο σκοπός μας είναι να είμαστε όλοι μαζί και να νιώθουμε ότι έχουμε ένα δικό μας σπίτι. Παρέχουμε βοήθεια στους νέους μετανάστες και τους δίνουμε όλες τις απαραίτητες πληροφορίες που χρειάζονται. Κάθε φορά που κάποιος αντιμετωπίζει μια δύσκολη κατάσταση το πρόβλημά του γίνεται και δικό μας. Θέλουμε να κάνουμε τους ανθρώπους μας χαρούμενους».
Η ανταλλαγή εμπειριών με εξωστρεφείς δράσεις είναι βασική επιδίωξη. «Σκοπός μας είναι η ενσωμάτωση. Κάνουμε προσπάθεια να πλησιάσουμε την κοινωνία αλλά και να αναδείξουμε όψεις της δικής μας κουλτούρας».
Το σκληρό ταξίδι και η Χρυσή Αυγή
Η ζωή του Μούσα ήταν δύσκολη τον πρώτο καιρό. «Δεν ήξερα ούτε μία λέξη στα αγγλικά και τα ελληνικά και έπρεπε να εφεύρω άλλους τρόπους επικοινωνίας. Μπήκα στην Ελλάδα από την Τουρκία και για εφτά μήνες έμεινα στη φυλακή της Ξάνθης. Εζησα σε πολύ κακές συνθήκες. Οταν κατέβηκα στην Αθήνα το 2012 γνώριζα ότι άνθρωποι από τη Χρυσή Αυγή πραγματοποιούσαν επιθέσεις σε μετανάστες. Δεν τολμούσα να βγω από το σπίτι μου ούτε για να πάω στο σχολείο. Φοβόμουν ότι θα συναντούσα κάποιον από τη Χρυσή Αυγή ή από την αστυνομία και ότι θα περνούσα αμέτρητες ώρες στο κρατητήριο. Οταν δεν μιλάς καθόλου τη γλώσσα οι άνθρωποι σε αντιμετωπίζουν με μεγάλη επιφύλαξη και συχνά με ρατσισμό. Ποτέ όμως δεν έχασα την ελπίδα μου».
Η γνωριμία του με την Ιλια και η υποστήριξη κάποιων ανθρώπων άλλαξαν εντελώς τη ζωή του. «Εχω παντρευτεί γυναίκα από την Ελλάδα, έχω δουλειά και είμαι μέλος μιας κοινότητας που είναι πλέον η οικογένειά μου. Επειτα από καιρό νιώθω ότι εδώ είναι το σπίτι μου».
Μάσκες, ρυθμός και τηγανητές μπανάνες
Από την πρώτη στιγμή η εκδήλωση της ιβοριανής κοινότητας είχε μεγάλη απήχηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. «Φέτος ήταν η πρώτη φορά που διοργανώσαμε τέτοια δράση. Οταν ανέβασα την εκδήλωση στο Facebook 600 χρήστες εκδήλωσαν ενδιαφέρον. Αυτό ήταν ευχάριστη έκπληξη για μένα. Μας ενδιαφέρει να προβάλουμε την κουλτούρα μας, τα έθιμα και τις δράσεις μας. Στο πλαίσιο των εκδηλώσεων συζητήσαμε για το ποδόσφαιρο, τις χορευτικές παραδόσεις, την πολιτική και το φαγητό. Γνωρίσαμε πολλούς ανθρώπους που προσφέρθηκαν να μας βοηθήσουν».
Η μουσική στην Ακτή Ελεφαντοστού εμπνέεται από τη ρέγκε της Τζαμάικας, από το χιπ χοπ των ΗΠΑ και ανακατεύει πολλά διαφορετικά είδη. «Τα πιο δημοφιλή είναι το ζουγκλού και το coupé-décalé, γνωστό σε πολλά μέρη του κόσμου. Ο παραδοσιακός χορός συνοδεύεται από πολλά μουσικά όργανα και αυτοσχεδιασμούς, ενώ οι μάσκες αναπαριστούν τη ζωή, τον θάνατο, το ιερό και το θείο».
Ο Μούσα μίλησε και για τις ιδιαίτερες γεύσεις της πατρίδας του. «Το δικό μας σουβλάκι λέγεται γκάρμπα και κάποιοι το τρώνε ακόμη και τρεις φορές την ημέρα. Το αλόκο είναι ένα διάσημο φαγητό από τηγανητές μπανάνες το οποίο πουλιέται στους δρόμους. Στον κόσμο άρεσε πολύ κι ένας χυμός (gnamakoudji) που δίναμε δωρεάν στην εκδήλωση και στο τέλος όλοι ζητούσαν να τον αγοράσουν».
«Η συμβουλή μου γι’ αυτούς που έρχονται τώρα στην Ελλάδα είναι να προσπαθήσουν να μάθουν τη γλώσσα. Πιστεύω ότι δεν πρέπει να χάνουμε ποτέ την ελπίδα μας γιατί είναι το τελευταίο πράγμα που πεθαίνει μέσα μας».
INFΟ
Οι εκδηλώσεις διοργανώθηκαν από το Greek Forum of Refugees και την ιβοριανή κοινότητα της Ελλάδας
* Φωτογραφίες Αγγελική Σταματάκη