Ιάσονας Χανδρινός: «Τα Δεκεμβριανά εδράζονται στη συντριβή του βιοτικού επιπέδου»

Ιάσονας Χανδρινός: «Τα Δεκεμβριανά εδράζονται στη συντριβή του βιοτικού  επιπέδου»

Ενα βιβλίο πρόσφατης εσοδείας, το «Πόλεις σε πόλεµο, 1939-45. Ευρωπαϊκά αστικά κέντρα υπό γερµανική κατοχή», µας έδωσε την ευκαιρία να συζητήσουµε µε τον συγγραφέα του, τον ιστορικό Ιάσονα Χανδρινό, για µια σειρά από ζητήµατα που δεν είναι συνηθισµένα στην ελληνική βιβλιογραφία του Β΄ Παγκόσµιου Πολέµου. 

Με ποια αντίληψη για τον τόπο κατεβαίνουν οι Γερµανοί κατακτητές στην Ελλάδα;

Στην αρχή ήρθαν έχοντας στον νου τους ότι βρίσκονται στη χώρα του Οµήρου και του Περικλή. Φαντάζοµαι βέβαια τι σοκ θα έζησαν όταν είδαν τις φτωχογειτονιές στην Αθήνα ή τι γινόταν πίσω από το λιµάνι, στη ∆ραπετσώνα, ή όταν πήγαν στο Μενίδι και στην Πετρούπολη για να στήσουν ασυρµάτους. Υπάρχουν αναφορές ότι Γερµανοί στρατιώτες ή αξιωµατικοί ήρθαν σε επαφή µε Σαρακατσάνους τσοπάνηδες, οι οποίοι ήταν µαύροι σαν τον χαλκό από τον ήλιο, και έλεγαν ότι οι Ελληνες πρέπει να έχουν «νέγρικο» αίµα. Ενα από τα αγαπηµένα µου κείµενα είναι το τελευταίο γράµµα ενός Γερµανού αλεξιπτωτιστή, ενός 18άχρονου ναζιστικού τσογλανιού που σκοτώθηκε στην Κρήτη και δέκα µέρες προτού πέσει µε το αλεξίπτωτο γράφει γράµµα στους δικούς του από το Λουτράκι και κλείνει: «Είµαι ενθουσιασµένος που θα πέσουµε στην Κρήτη· ποιος ξέρει τι Ζουλού ή Κάφρους θα συναντήσουµε εκεί». Ενσωµατωµένη ιµπεριαλιστική αποικιοκρατική νοοτροπία δηλαδή.

Πάντως ανάµεσα στους Γερµανούς ήταν διαδεδοµένη η ιδέα ότι οι Ελληνες είναι απατεωνίσκοι και τεµπέληδες.

Αυτά ανήκουν στην ιστορία των νοοτροπιών που κινείται στη µακρά διάρκεια. Μεταφυτεύονται και πηγαίνουν από γενιά σε γενιά. Ουσιαστικά εδώ επικύρωσαν κάποιες προκαταλήψεις που είχαν έστω και εν σπέρµατι από την κουλτούρα τους. Θα πρέπει να πούµε ότι η Ελλάδα σαν κόνσεπτ είναι πολύ µακριά από τον µέσο Γερµανό. Και όχι µόνο µε όρους χιλιοµετρικής απόστασης, αλλά και µε εκείνους της εγγύτητας λαών στο ίδιο γεωγραφικό –ευρωπαϊκό– πλαίσιο.

Ποιο ήταν το µοντέλο της οικονοµίας που υιοθέτησαν οι ναζί στις κατεχόµενες χώρες;

Μάλλον για ανυπαρξία µοντέλου πρέπει να συζητάµε. Ο κορυφαίος ίσως Βρετανός ιστορικός αυτής της περιόδου, ο Ανταµ Τουζ, περιέγραψε εύστοχα το φαινόµενο ως «οικονοµία της καταστροφής». Μια κατοχική οικονοµική πολιτική µε όρους υπερεκµετάλλευσης πρώτων υλών, ανθρώπων και βιοµηχανικών δοµών, η οποία όµως δεν έχει ορθολογικό σχεδιασµό αλλά καλείται να εξυπηρετήσει βραχυπρόθεσµες ανάγκες της συνέχισης του πολέµου. Αυτό την καθιστά θνησιγενή.

Πώς ήταν η καθηµερινότητα των εργατών στην κατεχόµενη Ευρώπη;

Κάτι που προσωπικά µε εξέπληξε είναι ότι η συµπεριφορά αυτού που ορίζουµε ως εργατική τάξη απέχει αρκετά από την ιδεαλιστική προσέγγιση, πως δηλαδή ο εργάτης αναγκαστικά υποφέρει περισσότερο τόσο εξαιτίας της πτώσης του βιοτικού του επιπέδου όσο και εξαιτίας των ιδεολογικών διώξεων και της ναζιστικής τροµοκρατίας. Για κάποιες υποπεριόδους της πυκνής και σύντοµης Κατοχής αυτό δεν ανταποκρίνεται καθόλου στην πραγµατικότητα. Οι Γερµανοί ήταν απόλυτα εξαρτηµένοι από την εργατική τάξη των κατεχόµενων χωρών και αυτό απλούστατα καθιστούσε τους εργάτες πολύ σηµαντικούς. Στην πορεία, όταν εµφανίζεται η αντίσταση µε οργανωµένες µορφές προσλαµβάνοντας παράλληλα και κοινωνικές και ταξικές αναφορές, χρησιµοποιούν την αποδεδειγµένη αξία τους στο κατοχικό οικονοµικό σύστηµα προκειµένου να διεκδικούν περισσότερα πράγµατα. Αυτός είναι ο λόγος που σε πόλεις όπως η Αθήνα αλλά και στη Γαλλία και την Ιταλία το όπλο της απεργίας δηµιουργεί ένα φαινόµενο χιονοστιβάδας, ακριβώς επειδή είναι επιτυχηµένο και γιατί οι Γερµανοί ικανοποιούν έστω και ένα µίνιµουµ αιτηµάτων.

Πώς εκφραζόταν η αντίσταση στον ευρωπαϊκό αστικό ιστό;

Υπάρχει µια τεράστια παλέτα δράσεων: από παθητική αντίσταση (εθνικοί εορτασµοί επετείων, περιφρόνηση Γερµανών στον δρόµο) και απεργίες, διαδηλώσεις, βοµβιστικές ενέργειες και δολιοφθορές µέχρι αντάρτικο πόλεων και εξεγέρσεις. Ξεκινώντας από την Ελλάδα, µια βασική παρατήρηση που έκανα στο πλαίσιο της έρευνάς µου είναι ότι η δική µας αντίσταση –παρότι η άοπλη και µαζική διαµαρτυρία που εκφράζεται µε απεργίες, διαδηλώσεις ή συλλαλητήρια είναι κοινός τόπος στην κατεχόµενη Ευρώπη– έχει µια αξιοσηµείωτη δυναµική στις πόλεις και στα βουνά. Φαινόµενο που δεν το βρίσκεις αλλού. Το άλλο στοιχείο της αντίστασης στην πόλη είναι το µεγαλείο των άοπλων κινητοποιήσεων. Στην Αθήνα η απεργία εναντίον της πολιτικής επιστράτευσης είναι πολύ µεγάλη νίκη και µε νεκρούς, αν και δεν χρειάζεται να υπερβάλλουµε ούτε ως προς τους αριθµούς ούτε ως προς τον βαθµό ιδεολογικής συγκρότησης των συµµετεχόντων. Εννοώ πως υπήρχε ένα καλειδοσκόπιο αφορµών για να βγει κάποιος στον δρόµο εκείνη την εποχή. Οπως σε κάθε µαζική κινητοποίηση (και σήµερα), ο καθένας συµµετέχει εκ των πραγµάτων µε τους δικούς του όρους· µπορεί να βρεις από πίσω αναφορές στην έλλειψη τροφίµων είτε θολές αφηρηµένες πατριωτικές αναφορές (µια εθνική επέτειος, ας πούµε) είτε κάποια απότοµη κλιµάκωση των αντιποίνων σε δεδοµένη στιγµή κ.λπ.

Υπάρχει αιτιακός συσχετισµός µεταξύ των διαφορετικών µορφών αντίστασης;

Νοµίζω πως ναι. Ακόµη και οι Γερµανοί είχαν παρατηρήσει ότι υπάρχει ένας αιτιακός συσχετισµός µεταξύ ένοπλων πράξεων, συλλαλητηρίων ή ξαφνικής έντασης του ανταρτοπόλεµου στην ύπαιθρο. Είναι αυτό που στο βιβλίο ονοµάζω «κύκλος αναταραχής». Για παράδειγµα, λίγες ηµέρες πριν από την ανατίναξη της ΕΣΠΟ (20 Σεπτεµβρίου 1942), µια πολύ δυναµική βοµβιστική ενέργεια της ΠΕΑΝ, συµβαίνει η πολύ µεγάλη απεργία των δηµόσιων υπαλλήλων – και µάλιστα των τραπεζοϋπαλλήλων. Είναι µια από τις µεγάλες συνδικαλιστικές απεργίες. Λίγες ηµέρες µετά έχουµε δύο τρία περιστατικά επιθέσεων και αφοπλισµού µεµονωµένων Γερµανών στρατιωτικών στον δρόµο. Υπαινίσσοµαι κάποιου είδους συσχετισµό µε την έννοια ότι η οργανωµένη αντίσταση επηρεάζεται από ένα κλίµα συγκρουσιακό που µπορεί να διαµορφώνεται και από το τίποτε, και αντίστροφα ένα συγκρουσιακό κλίµα που δυναµιτίζεται από στοχευµένες δυναµικές ενέργειες. Για άλλες πόλεις το πιο εµβληµατικό περιστατικό στο οποίο µπορώ να αναφερθώ είναι η µεγάλη λαϊκή εξέγερση της Κοπεγχάγης τον Ιούνιο του 1944. Η πόλη γνώρισε σφοδρές οδοµαχίες µε δεκάδες νεκρούς και εκατοντάδες τραυµατίες σε µάχες σώµα µε σώµα µε γερµανικά στρατεύµατα και µάλιστα των SS, µε πολύ µεγάλη συµµετοχή λαϊκών στρωµάτων άσχετων µε την αντίσταση. Σε µια πόλη που µέχρι το τέλος του 1943 δεν ήταν καν κατεχόµενη. Είναι αυτό που προείπα. Με µικρές αφορµές παίρνει φωτιά ολόκληρο το χωράφι, ακόµη και σε µια πυκνά δοµηµένη και αυστηρά οργανωµένη αστική κοινωνία.

Η πόλη στον δεύτερο µεγάλο πόλεµο…

Η εµπειρία της Κατοχής ενισχύει τις ήδη υπάρχουσες τάσεις αστικοποίησης. Το πρώτο επίπεδο είναι η χρήση των πόλεων και η ανάδειξή τους σε κόµβους µιας ενιαίας στρατοκρατούµενης ευρωπαϊκής επικράτειας. Οταν τα εθνικά σύνορα χάνουν τη σηµασία τους έχεις πλέον έναν χάρτη που αποτελείται από τους κόµβους που σχηµατίζουν τα αστικά κέντρα. Αυτό το φαινόµενο ενισχύεται από τις καταστροφές της υπαίθρου σε χώρες που έχουν ισχυρό αντάρτικο, χωρίς παράλληλα αυτό να σηµαίνει ότι δεν υπάρχουν και διαδροµές αντίστροφες. Αυτές τις προκαλούν η απότοµη πτώση του βιοτικού επιπέδου, οι ελλείψεις τροφίµων που ανά περιόδους µπορεί να γίνουν πολύ οξείες –η Αθήνα λόγου χάρη έζησε έναν από τους µεγαλύτερους λιµούς στην ευρωπαϊκή ιστορία–, πράγµα που ωθεί τους ανθρώπους να εγκαταλείψουν πόλεις που ήταν τα πεδία της συσσώρευσης, µια συσσώρευση η οποία φυσικά ανισοκατανέµεται. Αυτό οξύνει τις δεδοµένες ταξικές αντιθέσεις και τροφοδοτεί την αντίσταση στη δεύτερη φάση της µε επιχειρήµατα που άπτονται της υλικής πραγµατικότητας και όχι της αφηρηµένης εθνικής συνείδησης. Αυτό είναι που περιγράφω στο βιβλίο µου ως διαλεκτική µεταξύ του φαντασιακού έθνους και της οικονοµικής πόλης. Αυτή η διττή αναφορά που απευθύνεται και στο πατριωτικό αίσθηµα και στις υλικές ανάγκες. Αυτό που πιάνει τελικά και αποκτά κοινωνική γείωση και πλέον έχουµε αντίσταση µε όρους κοινωνικού κινήµατος είναι το δεύτερο, δηλαδή η οικονοµική πόλη. Προφανώς δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η χώρα που έχει ζήσει έναν τροµερό λιµό είναι η ίδια που εµφανίζει σε δεύτερη φάση το φαινόµενο των µαζικών αιµατηρών διαδηλώσεων, σε υστερότερη φάση την ένοπλη αντίσταση στις συνοικίες, που δηµιουργούν έναν νοητό δακτύλιο γύρω από το κέντρο της πόλης, και τελικά την εξέγερση. Τα ∆εκεµβριανά αυτό είναι: η απόληξη µιας συγκρουσιακής κατάστασης που εδράζεται στη συντριβή του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων της ελληνικής πρωτεύουσας.

Πώς βγαίνουν οι πόλεις από τον πόλεµο;

Παρότι ο δεύτερος µεγάλος πόλεµος είναι αστυκτονικός και είναι αυτός που καθαγίασε τους βοµβαρδισµούς ως νοµιµοποιηµένη πολεµική πρακτική, οι πόλεις άντεξαν αυτά τα χτυπήµατα. Προτού ξεκινήσει ο πόλεµος, διάφοροι παρατηρητές που έβλεπαν τα σύννεφά του, όπως ο Μπέρτραντ Ράσελ, είχαν προβλέψει ότι το προλεταριάτο θα κατέρρεε, θα δηµιουργούνταν εξεγέρσεις πείνας µε ταξικά πρόσηµα. Αυτό δεν συνέβη πουθενά αν και οι Γερµανοί το φοβόντουσαν, γι’ αυτό ακολουθούσαν πολιτική µαστίγιου και καρότου. Οι πόλεις κράτησαν τη συνοχή τους και η ανοικοδόµηση της Ευρώπης έγινε πολύ πιο γρήγορα και αποτελεσµατικά σε σχέση µε το µέγεθος της καταστροφής. Επίσης, ο πόλεµος γέννησε κοινωνικούς και ταξικούς συµβιβασµούς που αποδεικνύουν ότι το αστικό σύστηµα κατάφερε να ενσωµατώσει (εξουδετερώνοντάς τα) τα αιτήµατα της κοµµουνιστικής αντίστασης και να πετύχει την κυριαρχία της µεσαίας τάξης.

Η οποία προετοιµάζει τον πόλεµο και βγαίνει νικήτρια από αυτόν.

Ο Α΄ Παγκόσµιος Πόλεµος διέλυσε τέσσερις αυτοκρατορίες, γέννησε το αντιπολεµικό κίνηµα, τον κοµµουνισµό. Ο δεύτερος, παρότι επισώρευσε πολύ περισσότερες καταστροφές, δεν προκάλεσε πουθενά προλεταριακή επανάσταση. Η Σοβιετική Ενωση και ο διπολικός χωρισµός της Ευρώπης σε «ελεύθερο» δυτικό κόσµο και σοσιαλιστικό στρατόπεδο λειτούργησαν πυροσβεστικά για οτιδήποτε θα µπορούσε να εξελιχτεί σε σοβαρή ταξική αναταραχή.

Πόλεις σε πόλεμο, 1939-45. Ευρωπαϊκά αστικά κέντρα υπό γερμανική κατοχή

Ιάσονας Χανδρινός ΕΚΔΟΣΕΙΣ

Μωβ Σκίουρος ISBN:

978-6188304765 ΣΕΛ.: 568 ΤΙΜΗ: €24,01

Ετικέτες

Documento Newsletter