Ιάσονας Χανδρινός: Η κοίτη των διαχασμών στην εποχή του Πολυτεχνείου δεν μπαζώθηκε πλήρως

Μία έκδοση, 84 μαρτυρίες για το γεγονός-τομή στην ιστορία του τόπου, ένας ιστορικός που μιλάει για την εξέγερση του Νοέμβρη ’73.

Καθώς πυκνώνουν οι ζοφερές φωνές που αμφισβητούν, αναθεωρούν και επαναδιατυπώνουν την Ιστορία –αλλά και τις καθημερινές ιστορίες– που αφορά λαϊκές εξεγέρσεις και επαναστάσεις –ρήγματα στον κοινωνικό ιστό που χαίνουν μέσα στον χρόνο– και αυτός ο λόγος γίνεται αρεστός και πιστευτός, η δουλειά του ιστορικού Ιάσονα Χανδρινού, ο οποίος αναζήτησε και συνέλεξε μαρτυρίες αγωνιστών και μη που συμμετείχαν στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, έχει ξεχωριστή αξία. Το «Ολη νύχτα εδώ» (Εκδόσεις Καστανιώτη) ξεχειλίζει από πάθος για ζωή, γεγονός που εκνευρίζει τον φαιοκίτρινο συρφετό που δουλειά του είναι η διαβολή και η στρέβλωση.

Οι 84 αφηγητές, οι μαρτυρίες των οποίων αποτελούν τον κορμό του βιβλίου, ήταν εύκολο να βρεθούν και στη συνέχεια να δεχτούν να μιλήσουν για το κορυφαίο γεγονός της ζωής τους;

Τα πρόσωπα του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος, δηλαδή το κατεξοχήν «ιστορικό υποκείμενο», ήταν σχετικά εύκολο να εντοπιστούν. Ο ένας με παρέπεμπε στον επόμενο, έμοιαζε λίγο σαν χιονοστιβάδα. Σε μεγάλο βαθμό οι δεσμοί της φοιτητικής παρέας τού τότε επιβιώνουν στο σήμερα παρά τις διάφορες προσωπικές διαδρομές, τις διαμάχες και τις μετατοπίσεις, οπότε, μολονότι μιλάμε για αυστηρά ατομικές αφηγήσεις, σίγουρα αυτό το βιβλίο δημιουργεί την εντύπωση μιας «συλλογικής αφήγησης» για λόγους που δεν είναι αποκλειστικά κειμενικοί. Αναζήτησα όμως και ανθρώπους που δεν ήταν τότε πολιτικοποιημένοι ή στρατευμένοι φοιτητές, ανθρώπους από τη μάζα της εξέγερσης που δεν ήταν το ίδιο εύκολα εντοπίσιμοι. Επιδίωκα ένα συνειδητό άνοιγμα του δείγματος. Σε σχέση με την αποδοχή, άρα και την εμπιστοσύνη που κάθε διενέργεια συνέντευξης προϋποθέτει, μιλάμε ουσιαστικά για ένα βιβλίο-συμβόλαιο ανάμεσα σ’ εμένα και 84 ανθρώπους.

Μέσω των συνεντεύξεων έζησες τη «γενιά του Πολυτεχνείου». Πώς αυτοπαρουσιάζονται τα πρόσωπα της εξέγερσης: περήφανοι, προδομένοι, μετανιωμένοι, συμβιβασμένοι, απορριπτικοί;

Οι αφηγήσεις για το παρελθόν δεν είναι ποτέ προϊόντα καθαρής μνήμης. H μνήμη είναι ανάκτηση και αντανακλά όλα όσα έχει συμπαρασύρει ο χρόνος, συνειδητά ή ασυνείδητα: αναθεωρήσεις, μετατοπίσεις, ματαιώσεις, αναστοχασμούς, διαθέσεις που μεταβάλλονται, αρνήσεις, συναισθηματικά τραύματα κ.λπ. Κανείς δεν υπήρξε αποδομητικός ή απορριπτικός για το ίδιο το γεγονός της εξέγερσης· το αντίθετο, το στοιχείο της περηφάνιας ήταν διάχυτο, όπως και η φόρτιση – κάτι που δυστυχώς καμία στίξη στο απομαγνητοφωνημένο κείμενο δεν μπορεί να αποδώσει επαρκώς. Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων, όλοι μίλησαν βιωματικά. Ανταποκρίθηκαν δηλαδή σε αυτό που τους ζήτησα, το «τι θυμάσαι;». Για να είμαι ειλικρινής, περίμενα περισσότερες ιδεολογικές τοποθετήσεις και λιγότερο βίωμα. Το βίωμα είναι λιγότερο ασφαλές από την ανάλυση. Δεν είναι πάντα εύκολο να αντιπαραβάλλεις την ατομική σου μνήμη με έναν μνημονικό τόπο με τις διαστάσεις του Πολυτεχνείου. Σκέφτεσαι ότι μπορεί να υπολείπεσαι από το σύμβολο και κανείς δεν το θέλει αυτό.

Νεολαιίστικος ο χαρακτήρας της εξέγερσης του Νοέμβρη. Ωστόσο έχεις εντοπίσει μέσω των συνεντεύξεων στοιχεία που μπορούν να καταγράψουν εργατικά/πληβειακά στοιχεία των εξεγερμένων που συναντήθηκαν με τη διανόηση;

Από ιδεολογικής άποψης η εξέγερση είχε χαρακτήρα πλουραλιστικό. Η χούντα είχε καταργήσει το πολιτικό σύστημα και μέσα από τις απηνείς διώξεις και τη λογοκρισία είχε απορρυθμίσει τελείως τις συλλογικές εκφράσεις. Οι φοιτητές που ξεσηκώθηκαν στο Πολυτεχνείο ήταν κατά κύριο λόγο η πολιτικοποιημένη μερίδα της νεολαίας που ενηλικιώθηκε μέσα στην ασφυξία του «γύψου» (λίγοι είχαν προδικτατορικές εμπειρίες). Το φοιτητικό κίνημα γεννήθηκε μέσα σε μια κοσμογονία, όπου η Αριστερά δεν γινόταν αντιληπτή ως δόγμα ή κόμμα αλλά ως πρωτογενής έμπνευση και όπλο απέναντι σε ένα καθεστώς ανελεύθερο, εθνικιστικό, ακροδεξιό και πρωτόγονα αντικομμουνιστικό.

Από την άλλη, όσο ώριμο πολιτικά κι αν είχε γίνει το φοιτητικό κίνημα τον Νοέμβρη του ’73 μέσα από μια συνεχή μέχρι τότε διαδικασία συνδικαλιστικών αγώνων, συνελεύσεων, μικροδιαδηλώσεων, οργανώσεων, δεν είχε απευθυνθεί μαζικά στην κοινωνία, με αποτέλεσμα οι φοιτητές να νιώθουν μοναξιά ακόμη και κατά τη διάρκεια της κατάληψης του Πολυτεχνείου. Κάποιος στη συνέντευξή του μου είχε πει ότι «πολύ πιθανόν στην αρχή οι περαστικοί να μας έβλεπαν ως αναρχομπάχαλα». Αυτό είναι μια ρεαλιστική εκτίμηση της λαϊκής συμπαράστασης την οποία ανακαλούμε ρομαντικά ως κάτι το δεδομένο, ενώ δεν ήταν. Απλώς στο Πολυτεχνείο η σιωπή και ο φόβος έσπασαν με τρόπο εκρηκτικό. Στους δρόμους κατέβηκαν άνθρωποι χωρίς πολιτική συνείδηση με σκοπό να ρίξουν τη χούντα με τα γυμνά τους χέρια. Θεωρώ εν γένει λάθος να διαβάζουμε την εξέγερση και την εποχή αποκλειστικά και μόνο από το πρίσμα του οργανωμένου φοιτητικού κινήματος. Υπάρχει μεγαλύτερη έκταση στα γεγονότα και ευρύτερη δημογραφία εξεγερμένων η οποία παραμένει ακάλυπτη από τη δημόσια μνήμη. Κι αυτό δυστυχώς με έμμεσο τρόπο δίνει έρεισμα στα διάφορα αποδομητικά – ακροδεξιά επιχειρήματα για «νεκρούς που τυχαία βρέθηκαν εκεί».

Καθώς «το βίωμα παραμένει δυναμικό παραγωγής νοήματος στο σήμερα», όπως επισημαίνεις στην εισαγωγή, με ποιον τρόπο η εξέγερση του Πολυτεχνείου νοηματοδοτεί το παρόν;

Το Πολυτεχνείο είναι ένα ιστορικό γεγονός-τομή στη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας. Φέρει τον πανίσχυρο και διαχρονικό συμβολισμό που παράγει η σύγκρουση άοπλων πολιτών –κυρίως της νεολαίας– με ένα ανελεύθερο, αυταρχικό, δικτατορικό καθεστώς. Σε μια περιοδολόγηση της ιστορίας του τόπου σηματοδοτεί την έκρηξη της αγανάκτησης των ανθρώπων που δεν δέχονταν να ζουν με τους όρους που το ανώμαλο μετεμφυλιακό σκηνικό είχε κληροδοτήσει στην Ελλάδα του ’60 και του ’70. Προικοδότησε τη μεταπολίτευση με κώδικες αξιών και προτάγματα δημοκρατίας τα οποία σήμερα θεωρούμε κεκτημένα. Το 1974 γεννήθηκε από το 1973. Η εξέγερση και τα ιδεολογικά της αιτήματα (η πτώση της χούντας ήταν το κυριότερο αλλά όχι το μοναδικό) παρήγαγε ένα τεράστιο συμβολικό κεφάλαιο το οποίο τροφοδοτεί έως σήμερα διάφορες ιδεολογικές μάχες, σε επίπεδο τόσο ουσίας όσο και συνθημάτων, το οποίο δεν έχει εξαντληθεί ακόμη.

Η άρνηση της ύπαρξης νεκρών στην εξέγερση αποτελεί το όπλο για τη μεταστροφή του «αντιδικτατορικού καθεστώτος μνήμης», με τις σφαίρες του να βγαίνουν καθημερινά στον δημόσιο λόγο ακόμη και από στόματα υπουργών. Είναι τόσο δύσκολο να χωνευτεί η εξέγερση;

Η σχολική γιορτή, τα τραγουδάκια και τα ποιηματάκια μάς κάνουν να ξεχνάμε ότι μιλάμε για ένα γεγονός από τη φύση του πολιτικό. Ένα κίνημα διαμαρτυρίας. Μια ρήξη. Η κοίτη των διχασμών του τότε δεν μπαζώθηκε πλήρως. Το Πολυτεχνείο και η πτώση της χούντας το 1974 δεν συμφιλίωσαν την ελληνική κοινωνία διά παντός και οι νοσταλγοί της χούντας που διαπιστώνουμε σε εκθετικούς αριθμούς γύρω μας είναι μια ενοχλητική υπενθύμιση. Επίσης, τα ιστορικά γεγονότα τα ανακαλείς ανάλογα με το πώς σου χρησιμεύει η ανάκλησή τους στη συγκυρία. Όπως όλοι οι μνημονικοί τόποι, έτσι και το Πολυτεχνείο είναι ένα πεδίο επένδυσης νοημάτων και ιδεολογιών που μεταβάλλονται με τον χρόνο. Από σταθερά της δημόσιας και εθνικής μας μνήμης έχει εξελιχθεί σε άλλοθι του πολιτικού – κομματικού συστήματος και έχει μπει στο στόχαστρο μιας αποσυμβολιστικής εκστρατείας η οποία κερδίζει έδαφος. Έχουν βρει ευρύτερα ακροατήρια, ακόμη και μέχρι πρότινος περιθωριακές φωνές νοσταλγών της χούντας οι οποίες, ανίσχυρες να αντιπαρατεθούν ιδεολογικά στη δημόσια σφαίρα, ελεειονολογούν τους νεκρούς με παραπειστικά επιχειρήματα. Το ανησυχητικό είναι ότι τώρα η κριτική αρχίζει να πλήττει την ίδια την ιδεολογική ουσία του Πολυτεχνείου: δηλαδή το αν πράγματι έριξε τη χούντα και «πόσο» χούντα ήταν τελικά αυτή που έριξε. Όσο κι αν μεγάλο κομμάτι αυτής της κουβέντας παραμένει ασόβαρη και κενή περιεχομένου, η δημοφιλία της οπωσδήποτε θα πρέπει να μας προβληματίσει.

Η μαρτυρία των «άλλων»

Στο βιβλίο παρατίθενται μαρτυρίες τριών στρατιωτικών που συμμετείχαν στην «πολιορκία» του Πολυτεχνείου. Αυτό είναι μια μικρή έκπληξη.

Πρόκειται για τρεις ιδιαίτερες μαρτυρίες καθώς συγκροτούν την «άλλη πλευρά» των γεγονότων. Ο τότε υπίλαρχος Μιχάλης Γουνελάς, επικεφαλής του άρματος που έριξε την πύλη, ήταν ο μόνος που είχε ήδη μιλήσει δημόσια, στο ντοκιμαντέρ του Στέλιου Κούλογλου «Η αληθινή ιστορία της 17 Νοέμβρη» το 2002. Οι άλλες δύο μαρτυρίες προέρχονται από τους αλεξιπτωτιστές που «πολιόρκησαν» το Πολυτεχνείο και τελικά το εκκένωσαν τα ξημερώματα του Σαββάτου. Οι τρεις αυτές μαρτυρίες είναι κάπως «ξένο σώμα» στο βιβλίο και δημοσιεύτηκαν γιατί έκρινα πως το ισοζύγιο ανάμεσα σε όσα μας αποκαλύπτουν είναι περισσότερα από αυτά που ενδεχομένως αποκρύπτουν ή στρεβλώνουν. Πρώτα και κύρια, τεκμηριώνουν αυτό που γνωρίζουμε από πολλές αφηγήσεις για εκείνη τη νύχτα – ότι ο στρατός δεν φέρθηκε βίαια στην εκκένωση, αντίθετα πολλές φορές προστάτευσε τους έγκλειστους από τη μανία των αστυνομικών. Υπάρχουν κι άλλες ενδιαφέρουσες παραδοχές, π.χ. ότι έγινε πλιάτσικο μετά την εισβολή του στρατού, ότι υπήρχαν φανατισμένοι αντικομμουνιστές βαθμοφόροι και στρατιώτες στις μονάδες, ότι ο ραδιοφωνικός πομπός πάρθηκε ως «λεία πολέμου» κ.ά. Από την άλλη, ο κίνδυνος να διαβάζουμε εκτός πλαισίου είναι ορατός.

Σε μία από τις δύο «λοκατζίδικες» μαρτυρίες, του διοικητή της Α΄ Μοίρας Αλεξιπτωτιστών Κώστα Βουλιέρη, είναι σαφής η προσπάθειά του να ευτελίσει την εξέγερση και να την υποβαθμίσει σε νεολαιίστικο χαβαλέ· αναφέρει ότι οι στρατιώτες του βρήκαν στο κτίριο προφυλακτικά (το σεξουαλικό υπονοούμενο είναι βασικό συστατικό στην περιφρονητική αντιμετώπιση όλου του φοιτητικού κινήματος από τους χουντικούς αλλά και κάθε λογής «νοικοκυραίους») και ρίχνει την ευθύνη για την απόφαση να πέσει η πύλη με την ενέργεια ενός άρματος στους φοιτητές-μέλη της Συντονιστικής που βγήκαν να διαπραγματευτούν, ένας από τους οποίους ήταν ο Κώστας Λαλιώτης. Εδώ χρειάζεται προσοχή. Το ότι αναφέρεται ονομαστικά μόνο στον Λαλιώτη (του οποίου το όνομα σίγουρα δεν γνώριζε τότε) και μάλιστα τον μπερδεύει με κάποιον άλλο λέγοντας ότι είχε πρόσφατα στρατευθεί και ήταν κουρεμένος (ενώ αυτό δεν ισχύει), σημαίνει πως έχουμε να κάνουμε με μια περιγραφή βασισμένη σε υπαινιγμούς και εντυπώσεις και η οποία εκφέρεται σε ένα πλαίσιο κριτικής του «μύθου» του Πολυτεχνείου, της μεταπολίτευσης, του ΠΑΣΟΚ κ.λπ. από έναν άνθρωπο που υπήρξε ένστολος υπηρέτης του δικτατορικού καθεστώτος. Τη συμπεριέλαβα όχι γιατί δεν αντιλαμβάνομαι τη σκοπιμότητα πίσω από τις χονδροειδείς περιγραφές της, αλλά γιατί ως τέτοια ήθελα να την αναδείξω. Τέτοιες αφηγήσεις, που πολλοί θα θεωρήσουν «ψέματα», δεν τις διαβάζουμε ως «τεκμήρια» αλλά ως αντανακλάσεις του συστήματος αξιών –στρατός, σώματα ασφαλείας, δικτατορία– στο οποίο δομικά είχαν αντιταχθεί οι εξεγερμένοι. Και σε αυτήν τη συνθήκη θεωρώ ότι ακόμη και οι μισές αλήθειες ή οι στρεβλώσεις μπορούν να λειτουργήσουν δυνητικά ως ιστορική πληροφορία.

Ετικέτες