Οι «γυναίκες παρηγοριάς» είναι ένα παράδειγμα του πόσο διαδεδομένα εξακολουθούν να είναι ορισμένα μεταποικιακά προβλήματα στην ανατολική Ασία. Η ιαπωνική κυβέρνηση όχι μόνο ισχυρίζεται ότι το ζήτημα των γυναικών που απάγονταν από τις κατεχόμενες χώρες επί Iαπωνικής Aυτοκρατορίας «επιλύεται οριστικά και αμετάκλητα» με τη συμφωνία που επιτεύχθηκε στη συνάντηση του 2015 μεταξύ των υπουργών Εξωτερικών της Ιαπωνίας και της Νότιας Κορέας, αλλά υποστηρίζει ότι η «βίαιη απαγωγή» γυναικών από τον ιαπωνικό στρατό
και τις κυβερνητικές αρχές δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί από κανένα ιστορικό έγγραφο. Ως εκ τούτου, η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η έκφραση «σκλάβοι του σεξ» έρχεται σε αντίθεση με τα γεγονότα και δεν πρέπει να χρησιμοποιείται.
Τώρα η ιαπωνική κυβέρνηση αντιτίθεται ακόμη και στην ανέγερση αναμνηστικών αγαλμάτων σε διάφορες χώρες – και παρεμβαίνει όταν αγάλματα ή άλλα έργα τέχνης που σχετίζονται με φρικαλεότητες εν καιρώ πολέμου παρουσιάζονται σε εκθέσεις φωτογραφίας.
Η βία του ιαπωνικού ιμπεριαλισμού
Οι αναθεωρητές ιστορικοί στην Ιαπωνία ισχυρίστηκαν ότι οι «γυναίκες παρηγοριάς» ήταν απλώς πόρνες και καθώς η πορνεία ήταν νόμιμη στην προπολεμική Ιαπωνία δεν υπάρχει τίποτε κακό στους στρατιωτικούς οίκους ανοχής. Σύμφωνα με αυτήν τη λογική, η ιαπωνική κυβέρνηση δεν χρειάζεται να προσφέρει αποζημίωση ούτε συγγνώμη. Η αλήθεια, ωστόσο, είναι ότι οι «γυναίκες παρηγοριάς» οδηγήθηκαν στο εξωτερικό, στην πρώτη γραμμή, και δεν είχαν την ελευθερία να φύγουν κατά βούληση, μια κατάσταση που ακόμη και σύμφωνα με τους νόμους της προπολεμικής Ιαπωνίας αποτελούσε σκλαβιά και ως εκ τούτου ήταν παράνομη.
Περίπου το 10% των «γυναικών παρηγοριάς» ήταν Ιαπωνίδες. Οι περισσότερες από αυτές είχαν πουληθεί σε σπίτια με γκέισες και οίκους ανοχής και ήξεραν ότι έπρεπε να κάνουν σεξ με τους στρατιώτες. Η ύπαρξη Ιαπωνίδων «γυναικών παρηγοριάς» απεικονίζει τις δομές καταπίεσης εντός της Ιαπωνίας –καθώς και στις αποικίες της– όπου οι πιο ευάλωτες από άποψη φύλου και τάξης παραβιάστηκαν και κακοποιήθηκαν προς όφελος της αποικιακής τάξης. Το ευρύτερο ζήτημα των «γυναικών παρηγοριάς» δεν μπορεί να περιοριστεί σε διμερές ζήτημα μεταξύ των κυβερνήσεων της Ιαπωνίας και της Νότιας Κορέας. Ελλοχεύει ο κίνδυνος απλούστευσης και σχετικοποίησης του θέματος που συμβάλλει στο να αποφεύγουν οι νεότεροι Ιάπωνες κάθε συζήτηση για τις «γυναίκες παρηγοριάς». Γι’ αυτούς έχει γίνει απλώς ένα ιστορικό ζήτημα που πρέπει να επιλυθεί από το Τόκιο και τη Σεούλ.
Ωστόσο, καθώς το κίνημα #MeΤoo απέκτησε δυναμική διεθνώς τα τελευταία χρόνια, η σεξουαλική βία κατά των γυναικών έγινε επιτέλους θέμα πολιτικής συζήτησης στην Ιαπωνία. Αυτό καθιστά ολοένα πιο σημαντικό να παρουσιάζεται το ζήτημα των «γυναικών παρηγοριάς» με τρόπο που είναι σημαντικός για την ιαπωνική κοινωνία σήμερα: όχι μόνο ως ιστορικό ζήτημα, αλλά ως παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων των γυναικών.
Η ιστορία των «γυναικών παρηγοριάς»
Εχει περάσει σχεδόν ένας αιώνας από τότε που οι πρώτες γυναίκες αναγκάστηκαν σε σεξουαλική σκλαβιά για την αυτοκρατορική Ιαπωνία, αλλά οι λεπτομέρειες της δουλείας τους παραμένουν οδυνηρές και πολιτικά διχαστικές στην Ιαπωνία και στις χώρες που κάποτε κατείχε αποικιακά. Τα αρχεία για την υποταγή των γυναικών είναι ελάχιστα. Υπάρχουν πολύ λίγοι επιζώντες και εκτιμάται ότι το 90% των «γυναικών παρηγοριάς» δεν επέζησε του πολέμου.
Αν και στρατιωτικοί οίκοι ανοχής υπήρχαν στον ιαπωνικό στρατό από το 1932, επεκτάθηκαν ευρέως ύστερα από ένα από τα πιο διαβόητα περιστατικά στην προσπάθεια της αυτοκρατορικής Ιαπωνίας να καταλάβει τη Δημοκρατία της Κίνας και μια ευρεία περιοχή της Ασίας: τη σφαγή στο Ναντζίνγκ. Στις 13 Δεκεμβρίου 1937 τα ιαπωνικά στρατεύματα ξεκίνησαν μια σφαγή έξι εβδομάδων που κατέστρεψε ουσιαστικά την κινεζική πόλη. Στην πορεία τα ιαπωνικά στρατεύματα βίασαν 20.000-80.000 Κινέζες.
Οι μαζικοί βιασμοί τρόμαξαν τον κόσμο και ο αυτοκράτορας Χιροχίτο ανησυχούσε για τον αντίκτυπό τους στην εικόνα της Ιαπωνίας. Ο αυτοκράτορας διέταξε τον στρατό να επεκτείνει τους λεγόμενους «σταθμούς παρηγοριάς» ή στρατιωτικούς οίκους ανοχής, σε μια προσπάθεια να αποτρέψει περαιτέρω φρικαλεότητες, να μειώσει τα σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα και να εξασφαλίσει μια σταθερή και απομονωμένη ομάδα ιεροδούλων που θα ικανοποιούν τις σεξουαλικές ορέξεις των Ιαπώνων στρατιωτών.
Η «στρατολόγηση» γυναικών για τους οίκους ανοχής ισοδυναμούσε με απαγωγή και εξαναγκασμό σε σεξεργασία. Οι γυναίκες συγκεντρώνονταν στους δρόμους των κατεχόμενων από την Ιαπωνία εδαφών και πείθονταν να ταξιδέψουν σε ό,τι νόμιζαν πως ήταν νοσηλευτικές μονάδες, για θέσεις εργασίας ή γίνονταν αντικείμενο πώλησης από τους γονείς τους ως υπηρέτριες. Αυτές οι γυναίκες προέρχονταν από όλη τη νοτιοανατολική Ασία, αλλά οι περισσότερες ήταν Κορεάτισσες ή Κινέζες.
Μόλις βρίσκονταν στους οίκους ανοχής οι γυναίκες αναγκάζονταν να κάνουν σεξ με τους απαγωγείς τους κάτω από βάναυσες, απάνθρωπες συνθήκες. Αν και η εμπειρία κάθε γυναίκας ήταν διαφορετική, οι μαρτυρίες τους μοιράζονται πολλές ομοιότητες: επαναλαμβανόμενοι βιασμοί που αυξάνονταν πριν από τις μάχες, οδυνηρός σωματικός πόνος, εγκυμοσύνες, σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα και ζοφερές καταστάσεις.